Θετικές διαγράφονται οι προοπτικές της αγοράς ζύθου, σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ. Στο διάστημα 1996-2001 η εγχώρια κατανάλωση μπύρας εξελίχθηκε σταθερά ανοδικά, από 384 εκατ. λίτρα το 1996 στα 438 εκατ. λίτρα το 2001, και ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής (ΜΕΡΜ) διαμορφώθηκε στο 3%, ενώ ο ΜΕΡΜ της αξίας της αγοράς ήταν 6,59%, και το 2001 ανήλθε σε 424 εκατ. ευρώ.
Συγκρινόμενη με τα ευρωπαϊκά μεγέθη, η εγχώρια κατά κεφαλήν κατανάλωση μπύρας, θεωρείται χαμηλή (39 λίτρα/άτομο το 2001) φθάνοντας μόλις το ήμισυ, περίπου, του αντίστοιχου μεγέθους της ΕΕ (80,4 λίτρα/άτομο).
Η υστέρηση που παρατηρείται δίνει χώρο για σημαντική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, προοπτική όμως που πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των διαφορετικών καταναλωτικών προτύπων που επικρατούν στην Ελλάδα σε σχέση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι σπουδαιότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της εγχώριας ζήτησης μπύρας είναι η εποχικότητα της ζήτησής της (το 75%-78% της ετήσιας ζητούμενης ποσότητας εντοπίζεται από Απρίλιο έως Σεπτέμβριο) η τιμή του προϊόντος, η εξέλιξη της τουριστικής δραστηριότητας, η διαφήμιση και τα καταναλωτικά πρότυπα των ελληνικών νοικοκυριών.
Το 2001 στον ελληνικό κλάδο ζυθοποιίας λειτουργούσαν επτά εργοστάσια -μεγάλου έως και πολύ μεγάλου μεγέθους- που απασχολούσαν 1.800 εργαζομένους, αντιπροσωπεύοντας το 0,42% των εργοστασίων και το 1,7% των απασχολουμένων του κλάδου της Ε.Ε.
Ηγέτης του κλάδου είναι η Αθηναϊκή Ζυθοποιία ΑΕ, η οποία την περίοδο 1998-2001 κατέχει μερίδια αγοράς, που κυμάνθηκαν περί το 90%. Το 2001/2000 ωστόσο το μερίδιο της εταιρείας μειώθηκε κατά 5,18% προς όφελος της δεύτερης σε μέγεθος εγχώριας ζυθοποιίας, της Μύθος Ζυθοποιία ΑΕ, η οποία κατάφερνε να διπλασιάσει σχεδόν το μερίδιο της στο 10%, το 2001. Στον κλάδο δραστηριοποιούνται επίσης, η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης ΑΕ, η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης ΑΕ και η Ολυμπιακή Ζυθοποιία ΑΕ.
Το 90% των πωλήσεων αφορά τις τρεις μεγαλύτερες μάρκες της εγχώριας αγοράς (Heineken, Amstel, Mythos), ενώ οι εισαγόμενες μπύρες (που ξεπερνούν τις 160 μάρκες) κατέχουν μόλις το 5%-6% της αγοράς.
Τέλος, θετική είναι η χρηματοοικονομική εικόνα του κλάδου, με εξαίρεση τους αριθμοδείκτες αποδοτικότητας.