Η Κίνα θα εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τον θρόνο της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης του κόσμου, ίσως και πριν το 2030, σύμφωνα με την έκθεση του Αμερικανικού Συμβουλίου Πληροφοριών (NIC) για τις παγκόσμιες τάσεις που θα επικρατήσουν το 2030.
Σύμφωνα με την έκθεση «Global Trends Report», η οποία καταρτίζεται κάθε πέντε έτη με βάση τις εκτιμήσεις κορυφαίων εμπειρογνωμόνων από 20 χώρες, ο κόσμος βρίσκεται σε μια «κρίσιμη καμπή της ιστορίας του ανθρώπου».
Η παντοδυναμία των Ηνωμένων Πολιτειών θα αρχίσει σταδιακά να περιορίζεται, χωρίς όμως να αντικατασταθεί από κάποια άλλη υπερδύναμη. «Δεν θα υπάρχει καμία ηγεμονική δύναμη. Η εξουσία θα περάσει σε δίκτυα και συμμαχίες σε έναν πολυπολικό κόσμο», αναφέρει η έκθεση.
Μεταξύ διαφόρων σεναρίων που εξετάζονται για το 2030, καλύτερο θεωρείται αυτό κατά το οποίο «η Κίνα και οι ΗΠΑ θα συνεργάζονται επί μιας σειράς ζητημάτων, με αποτέλεσμα μια ευρύτερη παγκόσμια συνεργασία». Σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο, οι «Ηνωμένες Πολιτείες θα αναπτύξουν εσωστρέφεια και η παγκοσμιοποίηση θα τελματώσει».
Στην έκθεση γίνεται, επίσης λόγος σε μια «παγκόσμια μετακίνηση τεκτονικών πλακών», η οποία αναφέρεται στη γιγάντωση της μεσαίας τάξης. «Για πρώτη φορά, ο παγκόσμιος πληθυσμός δεν θα γίνεται φτωχότερος και η μεσαία τάξη θα αναδειχθεί στον σημαντικότερο παράγοντα των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων στις περισσότερες χώρες του κόσμου».
Με την ευημερία να εξαπλώνεται σε περισσότερους λαούς ανά τον κόσμο, θα παρατηρηθούν μετατοπίσεις στο κέντρο βάρους της εξουσίας. «Η κατανομή της εξουσίας μεταξύ των κρατών θα έχει καθοριστικές επιπτώσεις έως το 2020. Η Ασία θα ξεπεράσει τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη μαζί, σε όρους παγκόσμιας εξουσίας όσον αφορά στο ΑΕΠ, τον πληθυσμό, τις αμυντικές δαπάνες και την τεχνολογική πρόοδο.
Στις δυσοίωνες προβλέψεις περιλαμβάνεται η αύξηση της αβεβαιότητας που θα προκληθεί από τη συρρίκνωση των φυσικών πόρων λόγω της αυξημένης ζήτησης για νερό, τροφή και ενέργεια, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή.
«Η ζήτηση για τροφή, νερό και ενέργεια θα αυξηθούν κατά 35, 40 και 50%, αντίστοιχα, εξαιτίας της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού και των καταναλωτικών προτύπων της εξαπλωθείσας μεσαίας τάξης».