Aμεση σχέση μεταξύ της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας και της οικονομικής ανάπτυξης διαπιστώνει μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύονται στην επιθεώρηση BioScience.
Σύμφωνα με τους ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Νιου Μέξικο, η κατανάλωση ενέργειας έχει άμεσα επιπτώσεις τόσο στην οικονομική δραστηριότητα σε μια χώρα όσο και στις συναλλαγές μεταξύ χωρών. Καταλήγουν ότι τα επόμενα χρόνια, η παροχή ενέργειας θα χρειαστεί να αυξηθεί σε «τεράστιο» βαθμό προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του πληθυσμού του πλανήτη, που μέσα στα επόμενα χρόνια αναμένεται να αυξηθεί ραγδαία, και να ανακουφιστεί από τη φτώχεια ο αναπτυσσόμενος κόσμος χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο το επίπεδο διαβίωσης στις αναπτυγμένες χώρες.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας και του Διεθνούς Ινστιτούτου για τους Φυσικούς Πόρους, οι ερευνητές βρήκαν ότι η σχέση μεταξύ κατανάλωσης ενέργειας και ΑΕΠ είναι η ίδια με τη σχέση μεταβολισμού και σωματικού βάρους στα ζώα. Όπως εξηγεί ο επικεφαλής τους Τζέιμς Μπράουν, όπως τα ζώα έτσι και οι πόλεις και οι χώρες έχουν μεταβολισμούς που πρέπει να καταναλώσουν καύσιμα για να συντηρηθούν και να αναπτυχθούν.
Επισημαίνει πάντως ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες που συνδέονται με τον καθορισμό της κατανάλωσης ενέργειας, αλλά και του ΑΕΠ, π.χ. η αναλογία γιατρών προς πληθυσμό, ο αριθμός των τηλεοράσεων που αντιστοιχούν σε κάθε άνθρωπο ή τα ποσοστά θνησιμότητας.
Ως παράδειγμα, αναφέρουν ότι προκειμένου το σύνολο του πληθυσμού της Γης το 2050 να ζει όπως ο μέσος Αμερικανός, θα απαιτούνταν 16πλάσια ποσότητα ενέργειας από αυτήν που καταναλώνεται σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο! Σημειώνοντας ότι το 85% της ενέργειας αυτής προέρχεται από ορυκτά καύσιμα, οι συντάκτες της μελέτης προειδοποιούν ότι οι προσπάθειες ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα συναντήσουν οικονομικά εμπόδια, ενώ απορρίπτουν και την άποψη πολλών οικονομολόγων ότι οι καινοτομίες στον κλάδο της ενεργειακής τεχνολογίας επαρκούν για να αντισταθμίσουν την έλλειψη φυσικών πόρων.