Συνολικά 364.102 πλαστά χαρτονομίσματα ευρώ αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία το δεύτερο εξάμηνο του 2010, παρουσιάζοντας μείωση κατά 5,9% σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2010, σύμφωνα με ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σε σύγκριση με τον αυξανόμενο αριθμό γνήσιων χαρτονομισμάτων ευρώ σε κυκλοφορία (κατά μέσο όρο 13,6 δισεκατομμύρια, το δεύτερο εξάμηνο του 2010), η ποσότητα των πλαστών παραμένει ακόμη πολύ μικρή.
Ωστόσο, το ευρωσύστημα, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι 17 εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ, εξακολουθεί να συνιστά στους πολίτες να ελέγχουν προσεκτικά τα χαρτονομίσματα, που λαμβάνουν, κατά τις συνάλλαγές τους σε μετρητά.
Είναι εύκολο να αναγνωρίσει κανείς τα γνήσια χαρτονομίσματα, χάρη στους τρεις απλούς ελέγχους (έλεγχος με την αφή, οπτικός έλεγχος και εξέταση υπό γωνία), που περιγράφονται στις σελίδες του δικτυακού τόπου της ΕΚΤ για το ευρώ και στους δικτυακούς τόπους των εθνικών κεντρικών τραπεζών του ευρωσυστήματος.
Σε περίπτωση αμφιβολίας, το χαρτονόμισμα, για το οποίο υπάρχει υπόνοια ότι είναι πλαστό, πρέπει να συγκρίνεται απευθείας με ένα χαρτονόμισμα το οποίο είναι αποδεδειγμένα γνήσιο. Όποιος υποπτεύεται ότι έχει λάβει πλαστό χαρτονόμισμα θα πρέπει να επικοινωνήσει είτε με την αστυνομία είτε, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο, με την αντίστοιχη εθνική κεντρική τράπεζα.
Τα χαρτονομίσματα των 20 και των 50 ευρώ εξακολουθούν να παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά παραχάραξης. Τους τελευταίους έξι μήνες, ο αριθμός των πλαστών χαρτονομισμάτων των 20 ευρώ μειώθηκε, ενώ αυτός των 50 ευρώ αυξήθηκε.
Το δεύτερο εξάμηνο του 2010, οι δύο ονομαστικές αξίες με τα υψηλότερα ποσοστά παραχάραξης αντιστοιχούσαν μαζί στο 81,5% του συνόλου των πλαστών χαρτονομισμάτων. Το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ είναι το τρίτο κατά σειρά χαρτονόμισμα με τα υψηλότερα ποσοστά παραχάραξης, αντιπροσωπεύοντας 13,5% του συνόλου. Το ποσοστό πλαστών χαρτονομισμάτων των υπόλοιπων αξιών (5, 10, 200 και 500 ευρώ) είναι πολύ χαμηλό.
Η πλειονότητα (97%) των πλαστών χαρτονομισμάτων, που αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, το δεύτερο εξάμηνο του 2010, εντοπίστηκαν σε χώρες της ζώνης του ευρώ, ενώ μόλις 1,5% περίπου εντοπίστηκε σε κράτη μέλη της ΕΕ, που δεν συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και το υπόλοιπο 1,5% σε άλλα μέρη του κόσμου.