Στον άκρως σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν πλέον οι αναπτυσσόμενες αγορές στην παγκόσμια οικονομία αναφέρεται η Deloitte Research στη μελέτη που δημοσίευσε σήμερα για τις «Προοπτικές της Παγκόσμιας Οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2011».
«Ενώ οι αναπτυγμένες αγορές προσπαθούν να ανακάμψουν, οι μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες τρέχουν μπροστά, όχι μόνο ενισχύοντας το επίπεδο ζωής των πολιτών τους αλλά και πυροδοτώντας την ανάπτυξη στον υπόλοιπο κόσμο», δήλωσε ο Ira Kalish, Director of Global Economics της Deloitte Research. «Με πολύ πιο ραγδαία ανάπτυξη, σε σχέση με τον αναπτυγμένο κόσμο, οι συγκεκριμένες χώρες έχουν καταστεί σημαντικοί παίκτες στην παγκόσμια οικονομία. Για πρώτη φορά, οι πολιτικές τους διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο επηρεάζοντας τους πάντες», πρόσθεσε.
Παρουσιάζοντας τις οικονομικές προοπτικές ανά γεωγραφική περιοχή, η Deloitte αναφέρει πως στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τα σημάδια αισιοδοξίας που έκαναν την εμφάνισή τους πέρυσι, οι προβληματικοί ισολογισμοί του δημοσίου τομέα, η αδύναμη αγορά εργασίας, τα αυξανόμενα κόστη της ενέργειας και η πτώση στις τιμές των κατοικιών αποτελούν αξεπέραστες προκλήσεις για όσους χαράσσουν πολιτικές.
Τα στοιχεία για την Ευρωζώνη επικεντρώνονται στην ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών. Η ανάλυση για την περιοχή μας αναφέρει ότι η κρίση του περασμένου έτους έφερε στην επιφάνεια τις δομικές αδυναμίες της ζώνης του ευρώ. Χωρίς ομοσπονδιακή κυβέρνηση, δεν υπήρχε κοινό πλαίσιο για το συντονισμό των επιμέρους φορολογικών πολιτικών και των διαδικασιών που σχετίζονται με τους προϋπολογισμούς. Κατά τον περασμένο χρόνο, οι ευρωπαίοι πολιτικοί έκαναν βήματα που ενδέχεται να αλλάξουν ριζικά την αρχιτεκτονική και το μέλλον της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, ενώ οι συνολικές προοπτικές για την περιοχή του ευρώ εμφανίζονται θετικές, τα κράτη της περιφέρειας εξακολουθούν να αγωνίζονται για να επιβιώσουν. Μετά τη διάσωση Ελλάδας και Ιρλανδίας, έχει γίνει ξεκάθαρο ότι είναι απαραίτητες κάποιες δομικές αλλαγές στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι οι απόψεις για την κατάλληλη μέθοδο επίλυσης του προβλήματος ποικίλουν. Στην Ιρλανδία και την Ισπανία η σταθεροποίηση των προϋπολογισμών θα πρέπει να συνδυαστεί με την επόπτευση των τραπεζών και τον έλεγχο του χρηματιστηριακού τομέα. Στην υπερχρεωμένη Ελλάδα και την Πορτογαλία απαιτείται η υιοθέτηση μιας νέας προσέγγισης για τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Η Κίνα βρίσκεται, όπως πάντα, σε σταυροδρόμι. Από τη μία πλευρά, ο πληθωρισμός εξελίσσεται σε πρόβλημα με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να λαμβάνει μέτρα συγκράτησης τιμών. Από την άλλη, επιδιώκει να προστατεύσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών περιορίζοντας την ανατίμηση του νομίσματος, πράγμα που επιδεινώνει το πρόβλημα του πληθωρισμού. Συνεπώς, η Κίνα έρχεται αντιμέτωπη με ένα επικίνδυνο ζήτημα εξισορρόπησης και ο τρόπος που θα το χειριστεί θα καθορίσει το οικονομικό μέλλον της χώρας μέσα στο επόμενο έτος.
Στην Ιαπωνία, η πρόσφατη οικονομική ανάπτυξη ήταν έντονη, αλλά η λήξη των κυβερνητικών κινήτρων και η μείωση των ονομαστικών μισθών δεν προαναγγέλλουν θετικές εξελίξεις σε σχέση με την κατανάλωση. Ο εξαγωγικός τομέας της Ιαπωνίας συναντά ενάντιους ανέμους, εξαιτίας της μειωμένης ζήτησης και του εντεινόμενου ανταγωνισμού από άλλους παραγωγούς χωρών της Ασίας και του Ειρηνικού.
Οι προοπτικές για την Ινδία είναι σε γενικές γραμμές θετικές. Ενώ οι κυβερνόντες παλεύουν ενάντια στην άνοδο του πληθωρισμού, ο κατασκευαστικός κλάδος προχωρά ταχύτατα ακολουθώντας την ισχυρή ζήτηση και τις εξαγωγές.
Το Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφει εντυπωσιακά ισχυρή ανάπτυξη σαν αποτέλεσμα της φιλελεύθερης νομισματικής πολιτικής, της σημαντικής ζήτησης για εξαγωγές, της αδύναμης λίρας και των αυξανόμενων επιχειρηματικών επενδύσεων. Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν ο ιδιωτικός τομέας είναι ικανός να σταθεί αντίβαρο στις δημοσιονομικές μειώσεις του δημοσίου τομέα.
Στη Βραζιλία, ο πληθωρισμός βρίσκεται σε επίπεδα υψηλότερα των επιδιωκόμενων, ωστόσο η περιοριστική νομισματική πολιτική ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στο νόμισμα της χώρας, υποσκάπτοντας την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική σταθεροποίηση θα είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση της ανάπτυξης καθώς και της τόνωσης των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Στη Ρωσία, η ενίσχυση της ανάκαμψης προϋποθέτει την απομάκρυνση από την εκτεταμένη εξάρτησή της χώρας από τις πρώτες ύλες. Αν και οι αυξημένες τιμές στον κλάδο της ενέργειας ενδέχεται να βοηθήσουν βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη θα εξαρτηθεί από τις επενδύσεις σε κλάδους που δεν σχετίζονται με τις πρώτες ύλες και από τη χρησιμοποίηση του άφθονου καταρτισμένου εργατικού δυναμικού.
Στην Υπο-σαχάρια Αφρική, η οικονομική δραστηριότητα «θερμαίνεται». Η ανάδυση των μεγάλων αναπτυσσόμενων αγορών προκάλεσε την αύξηση της ζήτησης πρώτων υλών που υπάρχουν σε αφθονία στην Αφρική. Παρά το γεγονός ότι παραμένουν τα σημαντικά προβλήματα υποδομών, οι προσανατολισμένες στην ανάπτυξη πολιτικές και οι διαρθρωτικές αλλαγές στη διακυβέρνηση θα θέσουν τις βάσεις προς μια σταθερή ανάπτυξη.
«Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της μελέτης, τα περισσότερα αναπτυγμένα κράτη του πλανήτη, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και το μέγεθος τυχόν δημοσιονομικών προβλημάτων, προχωρούν σε διαρθρωτικές αλλαγές, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο και η χώρα μας, με δεδομένο το δημοσιονομικό της πρόβλημα, θα έπρεπε να προβεί σε μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, ώστε όχι μόνο να αντιμετωπίσει το τρέχον δημοσιονομικό πρόβλημα, που πρωτίστως την απασχολεί αυτή τη στιγμή, αλλά και να καταφέρει να καταστεί ανταγωνιστική χωρίς να μείνει πίσω από τις οικονομίες που αυτή τη στιγμή προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα», σχολίασε ο Νίκος Σοφιανός, πρόεδρος ΔΣ της Deloitte Χατζηπαύλου Σοφιανός & Καμπάνης Α.Ε.