Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει ο εξωτερικός τομέας να δημιουργήσει τις θέσεις εργασίας στο μέλλον και κατόπιν να συνεισφέρει στην αποπληρωμή μέρους του εξωτερικού χρέους, επισημαίνεται στο νέο τεύχος της περιοδικής έκδοσης Οικονομία και Αγορές, την οποία εξέδωσε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG.
Ένα από τα κεντρικά συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας από το 2000 έως το 2009 δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μια αύξηση του μισθολογικού κόστους και των σχετικών τιμών των εξαγωγών της χώρας. Οι διεθνείς οργανισμοί και η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμούν ότι κατ' αυτή την περίοδο συσσωρεύτηκε πραγματική ανατίμηση περίπου 20%.
Η Eurobank EFG θεωρεί ότι το 70% αυτής της απώλειας ανταγωνιστικότητας οφείλεται στην αύξηση των μισθών και των τιμών στους κλάδους των μη εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών (δημόσιο, υπηρεσίες εγχώριας κατανάλωσης, κατασκευές κλπ) σε σχέση με τις τιμές και τους μισθούς στους κλάδους οι οποίοι παράγουν εξαγώγιμα αγαθά και υπηρεσίες (βιομηχανία, τουρισμός, ναυτιλία κλπ).
Σύμφωνα με τη Eurobank, η προσπάθεια της χώρας να επανακτήσει την χαμένη ανταγωνιστικότητά της πρέπει να εστιαστεί σε τρεις παράγοντες. Πρώτον, στη μείωση του κόστους παραγωγής σε σχέση με τους εμπορικούς μας εταίρους μέσω συγκράτησης των μισθών και των περιθωρίων κέρδους.
Δεύτερον, στην αύξηση της παραγωγικότητας και τη στροφή προς κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και εξωστρέφειας.
Τρίτον, στη μείωση των σχετικών τιμών (και μισθών) εντός της χώρας του τομέα μη εξαγώγιμων σε σχέση με τον τομέα εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών, έτσι ώστε να δημιουργηθούν κίνητρα στις εταιρείες και στους εργαζόμενους να μετατοπιστούν στον τομέα των εξαγώγιμων.
«Για να σταματήσει η ανοδική πορεία του εξωτερικού χρέους πρέπει το εμπορικό ισοζύγιο να δημιουργεί στο μέλλον πλεονάσματα της τάξης του 0,5-1,5% του ΑΕΠ ετησίως, από ελλείμματα της τάξης του 7,3% το 2010», τονίζεται στη μελέτη.
Σύμφωνα με τη Eurobank, αν η χώρα καταφέρει να ισοσκελίσει το εμπορικό της ισοζύγιο μέχρι το 2014 και να δημιουργήσει διατηρήσιμα εμπορικά πλεονάσματα της τάξης του 1,5% ετησίως μετά το 2015, το καθαρό εξωτερικό χρέος θα πέσει στο 80% του ΑΕΠ το 2040 από 97,3% του ΑΕΠ σήμερα, κάτω από αρκετά συντηρητικές υποθέσεις για την ανάπτυξη, τα επιτόκια και τον πληθωρισμό.
Ανάλυση που διεξήγαγε η τράπεζα δείχνει ότι για να σταθεροποιηθεί το καθαρό εξωτερικό χρέος της χώρας στο επίπεδο το οποίο ήταν προ κρίσεως (85,8% του ΑΕΠ το 2009), πρέπει να δημιουργηθούν μόνιμα πλεονάσματα 0,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ.
Αφαιρώντας τα συγκυριακά τμήματα του ελλείμματος (αγορές πλοίων, αύξηση τιμής του πετρελαίου), το έλλειμμα του Εμπορικού Ισοζυγίου πρέπει να μειωθεί κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (αντίστοιχα το έλλειμμα του ΙΤΣ κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες).
Ένα τμήμα αυτής της προσαρμογής (1,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) θα έρθει αυτόματα με τη μείωση της κατανάλωσης, και κατά συνέπεια των εισαγωγών, η οποία συμβαίνει ήδη. Επομένως, απομένει εμπορικό έλλειμμα 2% του ΑΕΠ που πρέπει να διορθωθεί με βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurobank για την ελαστικότητα του ΙΤΣ ως προς την πραγματική ισοτιμία, αυτό καθιστά αναγκαία μία μείωση των σχετικών τιμών έναντι των εμπορικών εταίρων της χώρας, δηλαδή μία πραγματική υποτίμηση, κατά περίπου 12%.
Αυτό σημαίνει δυο πράγματα. Πρώτον, οι σχετικές τιμές των ελληνικών εξαγωγών (βιομηχανία, γεωργία και τουρισμός) πρέπει να μειωθούν σε σχέση με τους ανταγωνιστές στις διεθνείς αγορές. Δεύτερον, οι τιμές και οι μισθοί στους κλάδους των μη εξαγώγιμων πρέπει να μειωθούν σε σχέση με τις τιμές και τους μισθούς στους εξαγωγικούς κλάδους.
Ένα μέρος της απαραίτητης προσαρμογής έγινε ήδη το 2010, καθώς μειώθηκαν σημαντικά οι μισθοί στο δημόσιο τομέα. Η Eurobank θεωρεί ωστόσο ότι η προσαρμογή αυτή δεν έγινε ορατή σε όλο της το μέγεθος καθώς συνέπεσε με την αύξηση του ΦΠΑ κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες και την επακόλουθη εκτίναξη του πληθωρισμού, κυρίως καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών.
Καθώς η αύξηση του ΦΠΑ δεν θα επηρεάσει πλέον τον πληθωρισμό του 2011, η τράπεζα πιστεύει ότι η επίδραση της μείωσης των μισθών στο δημόσιο στην ανταγωνιστικότητα θα είναι πιο έντονη το 2011-12.
Κρίσιμη είναι και η σημασία της αύξησης της παραγωγικότητας στους εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας μέσω επενδύσεων σε τεχνολογία και καινοτομία.
«Μακροχρόνια, το νέο υπόδειγμα ανάπτυξης πρέπει να στηρίζεται στην επένδυση στην παιδεία, την έρευνα και την τεχνολογία, την ανάπτυξη καινοτόμων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής, μια δημόσια διοίκηση που θα στηρίζει την παραγωγική διαδικασία, ένα υγιές τραπεζικό σύστημα, μια νέα, πιο παραγωγική, νοοτροπία όλων των οικονομικών φορέων και των ατόμων», καταλήγει η έκθεση.