Στο επίκεντρο του γερμανικού Τύπου βρίσκεται για ακόμη μία φορά η Ελλάδα. «Η αναδιάρθρωση» είναι ο τίτλος ανάλυσης (του Χόλγκερ Στέλτζνερ) στις οικονομικές σελίδες της Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Το άρθρο αναφέρει ότι έσπασε πια το απορριπτικό μέτωπο κατά της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και υπογραμμίζει ότι ακόμη ουδείς γνωρίζει πώς ακριβώς εννοούν οι Ευρωπαίοι ηγέτες τη λέξη αναδιάρθρωση και γι’ αυτό ο καθένας καταλαβαίνει ό,τι ελπίζει ή επιδιώκει.
«Μια ήπια αναδιάρθρωση δεν έχει σοβαρές επιπτώσεις στους πιστωτές, ούτε στους οφειλέτες. Αλλά τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά με το αναγκαστικό κούρεμα του χρέους. Το τελευταίο θα σήμαινε για τους οίκους αξιολόγησης στάση πληρωμών εκ μέρους της Ελλάδας», αναφέρεται στην ανάλυση και συμπληρώνεται:
«Τότε οι ελληνικές τράπεζες δεν θα μπορούσαν να λάβουν πιστώσεις από τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, κάτι που είναι ήδη σχεδόν κανόνας και σήμερα. Για την ΕΚΤ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα, εάν σε περίπτωση χρεοκοπίας των ελληνικών τραπεζών θα έκλεινε και η ίδια τη στρόφιγγα ή τι θα έπρεπε να κάνει, εάν λάμβανε σοβαρά υπόψη τους κανόνες λειτουργίας της».
«Αποφάσεις θα λάβουμε αργότερα», τιτλοφορεί το σχόλιο (του Τ. Έξνερ)της Die Welt του Βερολίνου για την τακτική των Ευρωπαίων υπ. Οικονομικών.
«Το πραγματικό πρόβλημα της ευρωκρίσης εστιάζεται κυρίως στην Ελλάδα. Το γνωρίζουν πολύ καλά οι υπουργοί Οικονομικών. Όμως το αίτημα των υπολοίπων Ευρωπαίων προς την Αθήνα να ακολουθήσει ένα πιο σκληρό πρόγραμμα περικοπών και να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις εκφράζει το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται», τονίζει ο αρθρογράφος.
«Όλοι (οι υπουργοί) ξέρουν ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα βάλουν το χέρι στην τσέπη, αλλά φοβούνται να ανοίξουν τα χαρτιά τους.
Πολιτικά ενδέχεται αυτή η τακτική να φαίνεται οπορτουνιστική, επειδή όλοι μεταθέτουν συνεχώς την ώρα της αλήθειας ή ελπίζουν πως έτσι μπορεί να αποκομίσουν κάποια οφέλη. Η αναβολή των αποφάσεων έχει το τίμημά της. Αυτή ακριβώς η τακτική κατέστησε στο πρόσφατο παρελθόν τα μέτρα διάσωσης εξαιρετικά ακριβά. Επιπλέον πλήττει και την εμπιστοσύνη», καταλήγει.
Πηγή: Deutche Welle