Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε αυτή την κρίσιμη χρονική περίοδο επιβάλλεται να μη μείνει απαθές και αδρανές, αλλά αντίθετα οφείλει να αναλάβει τολμηρές πρωτοβουλίες για την ανασυγκρότηση και την ενίσχυσή του, επισήμανε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Απόστολος Ταμβακάκης.
Μιλώντας στην ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας, τόνισε ότι η δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα συνεπάγεται συνέργειες και υπεραξίες που καμιά άλλη στρατηγική δεν μπορεί να προσφέρει.
Επίσης, προστατεύει τις τράπεζες από τις επιπτώσεις της παρατεταμένης ύφεσης , αποτρέπει τον κίνδυνο συρρίκνωσης τους στα στενά όρια της ελληνικής αγοράς, επιτρέπει να διεκδικήσουμε μεγαλύτερο αναπτυξιακό μέρισμα από την ευρύτερη περιοχή και διασφαλίζει ότι τα κέντρα λήψης αποφάσεων παραμένουν στην χώρα μας, τόνισε ο κ. Ταμβακάκης.
Σύμφωνα με τον κ. Ταμβακάκη, τα βασικά θέματα που απασχολούν σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι τα εξής:
Πρώτον, η ρευστότητα: Η ουσιαστικότερη παράμετρος σταθερότητας για το τραπεζικό σύστημα δέχεται πιέσεις. Το 2010 σημειώθηκαν απώλειες καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα της τάξης των 38 δισ. ευρώ ή -14%, ως αποτέλεσμα της αυξημένης αβεβαιότητας για την οικονομική κατάσταση, τις προοπτικές της χώρας και των επιπτώσεων της ύφεσης στο διαθέσιμο εισόδημα. Περαιτέρω μείωση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατά 12 δισ. ευρώ σημειώθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων μηνών του 2011,
Η παραπάνω εξέλιξη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι από τις αρχές του προηγούμενου έτους, εξαιτίας των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας, οι τράπεζες δεν έχουν πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές, καθιστούν το θέμα ρευστότητας μείζον.
Σε αυτή την πρωτοφανή για τη νεότερη ιστορία της χώρας συγκυρία, αποκλειστική πηγή ρευστότητας για το πιστωτικό σύστημα είναι η ΕΚΤ, η οποία αντισταθμίζει την αδυναμία πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές, την υποχώρηση της καταθετικής βάσης και τις πιέσεις από τις συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και, κατ’ επέκταση, των τραπεζών.
Δεύτερον, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια: Έως τώρα, η εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η αναμενόμενη για τις συνθήκες που διαμορφώνει η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και η δημοσιονομική συγκυρία της χώρας και, μέχρι στιγμής, είναι διαχειρίσιμη, ανέφερε ο κ. Ταμβακάκης. Παρά τη σημαντική αύξηση των επισφαλών δανείων, το τραπεζικό σύστημα διατηρεί ικανοποιητικά επίπεδα κάλυψής τους, μέσω των αυξημένων προβλέψεων που διενήργησε και διενεργεί.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής εκτίμησε ότι το 2011 θα κορυφωθεί ο ρυθμός δημιουργίας επισφαλειών ενώ το 2012 θα σηματοδοτήσει τη σταδιακή ομαλοποίηση των καθυστερήσεων, στο μέτρο που η ελληνική οικονομία θα αρχίσει σταδιακά να ανακάμπτει. Ανέφερε ακόμη πως σε κάθε περίπτωση, και μέχρι να σημειωθεί ουσιαστική βελτίωση, η ανθεκτική οργανική κερδοφορία της τράπεζας, της επιτρέπει να απορροφήσει ακόμη και μεγαλύτερες προβλέψεις, διασφαλίζοντας ότι η κρίση δεν θα πλήξει τα κεφαλαιακά της αποθέματα. «Είναι σημαντικό και πρέπει να επισημανθεί ότι τα προ προβλέψεων κέρδη της ΕΤΕ καλύπτουν 1,5 φορά τις προβλέψεις σε επίπεδο Ομίλου. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι διατηρεί τη δυνατότητα να απορροφήσει μέσω της κερδοφορίας της μία περαιτέρω αύξηση των προβλέψεων κατά 50%, χωρίς να χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν τα κεφαλαιακά της αποθέματα», πρόσθεσε.
Τρίτον, ο περιορισμός δαπανών: Η ανάγκη περιστολής των λειτουργικών δαπανών και προσαρμογής τους στο νέο οικονομικό περιβάλλον είναι περισσότερο επιτακτική παρά ποτέ άλλοτε. Κι αυτό γιατί η μείωση του λειτουργικού κόστους αποτελεί σημαντικό εργαλείο αντιμετώπισης της κρίσης για τις τράπεζες, αφού διευρύνει τα περιθώριά τους να απορροφήσουν υψηλότερες προβλέψεις και να αντισταθμίσουν την αναμενόμενη κάμψη των εσόδων.
Τέταρτον, η ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης: Υπό συνθήκες περιορισμένης ρευστότητας και αύξησης επισφαλειών, η κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών παραμένει κορυφαία προτεραιότητα.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ ανέφερε επίσης ότι η τράπεζα θα διαθέσει ποσοστό 20% της τουρκικής θυγατρικής της, Finansbank, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες.
«Σχεδιάζουμε τη διάθεση 20% μόλις οι συνθήκες της αγοράς το επιτρέψουν», είπε ο Ταμβακάκης. «Με την ολοκλήρωση της πώλησης του ποσοστού στη Finansbank το Core Tier 1 θα φτάσει το 13%», πρόσθεσε.
Επιπλέον, έκανε γνωστό πως η τράπεζα είναι έτοιμη να αναλάβει και νέες πρωτοβουλίες με στόχο να θωρακίσει την παρουσία της στις χώρες της Βαλκανικής. Στην κατεύθυνση αυτή εξετάζονται εναλλακτικά σχέδια, ώστε να δοθεί στην παρουσία της τράπεζες στις χώρες αυτές μεγαλύτερη επιχειρησιακή αυτονομία και οργανωτική αυτοτέλεια. «Η πρωτοβουλία αυτή θα μας επιτρέψει να επιτύχουμε διασυνοριακές συνέργειες μεταξύ των τραπεζών μας στην περιοχή σε περιφερειακό επίπεδο, θα διευκολύνει την αυτόνομη πρόσβαση στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, ανοίγοντας το δρόμο για τη δημιουργία υπεραξιών για τον Όμιλο, ιδιαίτερα καθώς οι χώρες της περιοχής εισέρχονται σε περίοδο διατηρήσιμης ανάπτυξης» εξήγησε.
Αναφερόμενος γενικότερα στη οικονομική κατάσταση της χώρας και στις προσπάθειες εξόδου, επισήμανε ότι «Παρά τα όποια λάθη και καθυστερήσεις, έχουμε ορισμένες πρώτες νίκες σε αυτόν τον μακρύ δρόμο. Θα ήταν άδικο για τη χώρα και για τις θυσίες του ελληνικού λαού να μηδενίσουμε όσα επιτεύχθηκαν στην πρώτη φάση της προσαρμογής της οικονομίας. Θα ήταν πολύ περισσότερο άδικο, αν μέναμε στη μέση της προσπάθειας και αφήναμε αυτές οι θυσίες να πάνε χαμένες».
Με το τολμηρό πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας γης και με την έγκριση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, μπορούμε να προσδώσουμε σε αυτήν την προσπάθεια νέο δυναμισμό και εκείνην την σταθερότητα που θα επιτρέψει να ανακτήσουμε όχι μόνο τη διεθνή εμπιστοσύνη αλλά και, το βασικότερο, την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στις δυνάμεις τους. Η Εθνική Τράπεζα θα είναι παρούσα στην εθνική προσπάθεια, τόνισε ο κ. Ταμβακάκης.