«Οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η 11η Σεπτεμβρίου δεν ήταν η αιτία για την ύφεση στις ΗΠΑ και συνακόλουθα στην παγκόσμια οικονομία. Και τα δύο φαινόμενα ήταν σε εξέλιξη πολύ πριν τις τρομοκρατικές επιθέσεις», εκτιμά ο οικονομικός αναλυτής της Morgan Stanley, Ερικ Τσάνι, που ένα χρόνο πριν εργαζόταν τέσσερα τετράγωνα μακριά από το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου.
Ο ίδιος σε συνέντευξή του στην International Herald Tribune προσθέτει ότι η 11η Σεπτεμβρίου δεν ευθύνεται ούτε για την πτώση των χρηματιστηρίων, η οποία άρχισε ενάμισυ χρόνο πριν για τη Wall Street, και ακόμη νωρίτερα γιά άλλα χρηματιστήρια του κόσμου, όταν άρχισε να σκάει η «φούσκα» της υψηλής τεχνολογίας.
Ορισμένοι έλεγαν λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου ότι ήρθε το τέλος της παγκοσμιοποίησης. Αλλά ούτε αυτό έγινε. Ο κόσμος έγινε πιο προσεκτικός και τα σύνορα λιγότερο διάτρητα.
Οσο για το διεθνές εμπόριο, όντως σημειώθηκε επιβράδυνση στους ρυθμούς ανάπτυξής του, αλλά αυτό οφείλεται μάλλον στη δραστική μείωση των δαπανών για την τεχνολογία, παρά στις συνέπειες της 11ης Σεπτεμβρίου.
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η πόλη της Νέας Υόρκης υπέστη σοβαρό οικονομικό σοκ. Οι περιουσίες που καταστράφηκαν ανέρχονται σε 15 δισ. δολάρια. Πολλές χρηματοοικονομικές εταιρείες έμειναν άστεγες για εβδομάδες ή για μήνες. Οι μεγάλες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές αντιμετώπισαν ζημίες που εκτιμώνται μεταξύ 30-60 δισ. δολαρίων, εξέλιξη που επιδείνωσε την κρίση στον κλάδο.
Οι αεροπορικές βιομηχανίες που είχαν ήδη πρόβλημα λόγω οικονομικής επιβράδυνσης, μετά την 11η Σεπτεμβρίου βρέθηκαν σε χειρότερη θέση, γιατί προστέθηκε και ο φόβος των πτήσεων.
Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή και ενώ η ύφεση σοβούσε τα δύο προηγούμενα χρόνια, ήρθε η επιθετική πολιτική της Fed που έριξε τα επιτόκια στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 40 χρόνων, προκειμένου να ενισχύσει την οικονομία. Η αμερικανική κυβέρνηση χαλάρωσε τη δημοσιονομική πολιτική με περικοπές φόρων και δημόσιες δαπάνες. Ενέκρινε 15 δισ. δολάρια για την αεροπορική βιομηχανία και αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Στην Ευρώπη, η απάντηση των νομισματικών αρχών δεν ήταν τόσο επιθετική. Το επιτόκιο της ΕΚΤ είναι 1,5% υψηλότερο απ' αυτό της Fed, ενώ η οικονομική ανάκαμψη στην Ε.Ε. κλονίζεται.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον Τσάνι, είναι ότι οι προοπτικές των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων επλήγησαν όσο και των αμερικανικών. Αποφάσισαν να περικόψουν το κόστος τους, όπως και οι αμερικανικές. Οι ευρωπαίοι καταναλωτές όμως, φοβούμενοι τις αυξήσεις των τιμών λόγω ευρώ, δεν στράφηκαν στην κατανάλωση για να ενεργοποιήσουν την οικονομία όπως έκαναν οι Αμερικανοί.
Ωστόσο, η αμερικανική οικονομία δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο δια παντός. Οι αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν στο 4% του ΑΕΠ από λιγότερο του 3% το 2000.
Οι επιχειρήσεις μπορεί να αναγκαστούν να δαπανήσουν περισσότερο για τον τομέα ασφαλείας, που δεν προσφέρει στην παραγωγικότητα. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά μία μονάδα του ΑΕΠ και οι ιδιωτικές δαπάνες κατά 0,5% του ΑΕΠ για ασφάλεια, θα μειώσουν την οικονομική παραγωγή κατά 0,7% μετά από επτά χρόνια.
Ο κίνδυνος μεγαλώνει με το ενδεχόμενο πολέμου στο Ιράκ.