Μία νέα δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη επιβεβαιώνει το προβάδισμα κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) του Γκέρχαρντ Σρέντερ επί των συντηρητικών (CDU-CSU) ως προς την πρόθεση ψήφου στις εκλογές της Κυριακής.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Forsa για λογαριασμό του περιοδικού Stern, που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 9 ως 14 Σεπτεμβρίου, το SPD εξασφαλίζει το 40% των ψήφων, έναντι 38% για την CDU-CSU. Εάν το Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού PDS, που εξασφαλίζει το 4% της πρόθεσης ψήφου, δεν εξασφαλίσει εκπροσώπηση στο γερμανικό κοινοβούλιο, το SPD με τη συμμαχία των Πράσινων -που λαμβάνουν το 7% της πρόθεσης ψήφου- θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία των εδρών του νέου κοινοβουλίου, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση. Oι Φιλελεύθεροι του FDP εξασφαλίζουν το 8% της πρόθεσης ψήφου.
Αλλη δημοσκόπηση του ινστιτούτου Allensbach είναι η μόνη που δίνει μικρό προβάδισμα στους συντηρητικούς. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αυτής, που δημοσιεύονται σήμερα στην Frankfurter Allgemeine Zeitung, η CDU-CSU του Εντμουντ Στόιμπερ εξασφαλίζει το 37,3% της πρόθεσης ψήφου,έναντι 37% για το SPD. Ακολουθούν το FDP με 10,15, οι Πράσινοι με με 7,2%, και το PDS με 4,4%. Το 1998 το Allenbach ήταν το μόνο ινστιτούτο δημοσκοπήσεων που είχε προβλέψει με ακρίβεια τη νίκη του Γκέρχαρντ Σρέντερ επί του Χέλμουτ Κολ.
Παλαιότερες δημοσκοπήσεις
Σημειώνεται ότι το Μάιο, σε δημοσκόπηση που δημοσίευσε το περιοδικό Stern, το κόμμα του Σρέντερ συγκέντρωνε 33% των ψήφων έναντι 41% του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών. Η απόσταση που χώριζε τους δύο αντιπάλους από το σημείο εκείνο και μετά άρχισε σταδιακά να μειώνεται. Στις 10 Ιουνίου, σύμφωνα με το ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Forsa, το SPD του Γκέρχαρντ Σρέντερ συγκέντρωνε 36% των προτιμήσεων, έναντι 38% του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών.
Συνολικά η Δεξιά (CDU, CSU, Φιλελεύθεροι της FDP) και Αριστερά (SPD, Πράσινοι και νεοκομμουνιστές της PDS) σημείωναν απόλυτη ισοπαλία, καθώς και τα δύο στρατόπεδα συγκέντρωναν το καθένα 48% των προτιμήσεων.
Παράλληλα, σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε στο Stern, η δημοτικότητα του καγκελαρίου Σρέντερ άρχισε να παρουσιάζει αισθητή βελτίωση. Εάν οι Γερμανοί εξέλεγαν τότε απευθείας τον πρόεδρο της κυβέρνησής τους, θα έδιναν 44% στον απερχόμενο Σοσιαλδημοκράτη και μόνο 28% στον υποψήφιο της συντηρητικής παράταξης Εντμουντ Στόιμπερ (CDU).
Αξιωματούχοι των Σοσιαλδημοκρατών ευελπιστούσαν τότε ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί η απρόσμενη ανάκαμψη του Χέλμουτ Κολ το 1994. Ο ανταγωνιστής του ήταν τότε ο Ρούντολφ Σάρπινγκ, του οποίου η εκστρατεία άλλαξε κατεύθυνση όταν ο πολιτικός «έμπλεξε» τους ακαθάριστους και τους καθαρούς μισθούς.
Ενώ βρισκόταν στη δεύτερη θέση για μήνες, οι προοπτικές του Κολ άρχισαν να βελτιώνονται από τον Ιούνιο. Οι εκλογές εκείνης της περιόδου είχαν προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο, δίδοντας έτσι στον Κολ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να καλύψει τη διαφορά και να αποκτήσει προβάδισμα.
Για τον Σρέντερ όμως η κάλυψη της διαφοράς θεωρήθηκε από αναλυτές πολύ πιο δύσκολο έργο, καθώς το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών έδειχνε να χάνει έδαφος σε δύο κατηγορίες: από τους απογοητευμένους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης, που αποτελεί το βασικό στήριγμα του κόμματος, και από τους ψηφοφόρους του κέντρου, που είχαν αποχωρήσει από τους Χριστιανοδημοκράτες το 1998 και απογοητευμένοι επιστρέφουν ξανά στο «στρατόπεδο» των Συντηρητικών.
Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα "Die Welt", η βελτίωση της εικόνας του Σρέντερ οφείλεται στη σθεναρή στάση που τηρεί ο Γερμανός καγκελάριος ως προς ενδεχόμενη στρατιωτική επίθεση εναντίον του Ιράκ, στην επικριτική θέσης του απέναντι στην πολιτική του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους, καθώς και στους επιτυχημένους χειρισμούς του στο θέμα των φυσκικών καταστροφών.
Οι επιχειρηματίες ψηφίζουν Στόιμπερ
Τον Εντμουντ Στόιμπερ εμπιστεύεται η πλειονότητα του γερμανικού επιχειρηματικού κόσμου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μηνιαίας δημοσκόπησης που συνέταξε η "Handelsblatt", το 54% των Γερμανών εταιρικών επικεφαλής αναμένουν ότι ένας συνασπισμός των Χριστιανοδημοκρατών και των Ελεύθερων Δημοκρατών θα είναι σε θέση να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις -συμπεριλαμβανομένων και των εταιρικών φοροπερικοπών- που χρειάζονται για την τόνωση της οικονομίας, αλλά και της αγοράς εργασίας της χώρας.
Μόνο το 8% των συμμετεχόντων στη δημοσκόπηση θεωρούν ότι ο τωρινός συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων θα είναι σε θέση να βοηθήσει την οικονομία της χώρας να ορθοποδήσει. Το εναπομείναν ποσοστό 38% δεν εμπιστεύεται κανέναν πολιτικό συνασπισμό για την προώθηση των θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων.
Ομοφώνως, τα ανώτατα στελέχη που διοικούν τις γερμανικές επιχειρήσεις επιθυμούν φοροαπαλλαγές, με το 78% να τονίζει ότι το πρόγραμμα αυστηρότητας του υπουργού Οικονομικών, Χανς Αϊχελ, θα πρέπει να είναι εφικτό. Μόλις το 19% θεωρεί ότι η επιβολή χαμηλότερης φορολογίας θα θέσει σε κίνδυνο το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Το σχέδιο των Συντηρητικών για την αναθεώρηση του φορολογικού συστήματος -στην περίπτωση εκλογικής νίκης- ευνοείται από το 80% των επιχειρηματικών ηγετών, παρ' όλο που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της εταιρικής φορολογίας.
Παράλληλα, το 53% των ανώτατων εταιρικών στελεχών της έρευνας πιστεύουν ότι οι επιχειρηματικές συνθήκες θα βελτιωθούν, ξεπερνώντας το ποσοστό των απαισιόδοξων για πρώτη φορά εδώ και χρόνια.
Όμως σε μια αγορά εργασίας με υψηλό μισθολογικό κόστος και ισχυρή παρουσία των σωματείων, οι προσδοκίες για βελτίωση των συνθηκών για τους εργοδότες παραμένουν περιορισμένες, με μόλις το 15% να εγκρίνει τις εργασιακές προτάσεις της κυβέρνησης.