ΑΠΟΤΟΜΗ πτώση σημείωσαν σήμερα οι γενικοί δείκτες των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων καταγράφοντας νέα αρνητικά ρεκόρ πενταετίας.
Στο Λονδίνο, ο δείκτης FTSE 100 έκλεισε στις 3.739,4 μονάδες μειωμένος κατά 3,13%, στο Παρίσι ο δείκτης CAC 40 στις 2.794,31 μονάδες σημειώνοντας πτώση κατά 3,34% και ο δείκτης DJ Stoxx 50 στις 2.301,26 μονάδες με απώλειες 3,63%.
Στη χρηματιστηριακή αγορά της Φρανκφούρτης, περίπου δύο ώρες πριν από τη λήξη της συνεδρίασης, ο δείκτης Xetra DAΧ υποχωρεί κατά 4,55%, στις 2.926 μονάδες.
Αφορμή για νέες ρευστοποιήσεις έδωσαν μία σειρά απογοητευτικών εταιρικών ανακοινώσεων, κυρίως από πλευράς αμερικανικών επιχειρήσεων, η είδηση ότι ο δείκτης βασικών οικονομικών δεικτών στις ΗΠΑ υποχώρησε για τρίτο κατά σειρά μήνα και η συνακόλουθη σημαντική πτώση των μετοχών στη Wall Street.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη Γερμανία, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η κατακόρυφη πτώση του δείκτη Xetra DAX αντανακλά τις ανησυχίες των επενδυτών ως προς τη δυνατότητα της νέας κυβέρνησης να προωθήσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία.
Εκτιμούν μάλιστα ότι εάν οι Συντηρητικοί του Έντμουντ Στόιμπερ κέρδιζαν την εκλογική αναμέτρηση θα προχωρούσαν σε δραστικές περικοπές φόρων και γενικότερα σε ευνοϊκότερες μεταρρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις.
«Σίγουρα ο Στόιμπερ θα γινόταν ευνοϊκότερα δεκτός από τις αγορές λόγω των προγραμμάτων του για διαρθρωτικές αλλαγές. Από την άλλη πλευρά, η εκλεγείσα κυβέρνηση δεν συγκέντρωσε ισχυρή πλειοψηφία που θα της επέτρεπε να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις», δήλωσε ο αναλυτής της ING Barings Γκάρεθ Ιβανς.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί η αβεβαιότητα που δημιουργεί το ενδεχόμενο αμερικανικής επίθεσης κατά του Ιράκ και οι συνέπειες από τη μεγάλη άνοδο των τιμών του «μαύρου χρυσού» στην παγκόσμια οικονομία.
Το Ιράκ ξεκαθάρισε σήμερα ότι δεν πρόκειται να δεχθεί μία απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας με την οποία θα τίθενται νέοι όροι για τον αφοπλισμό του, ενώ ο στρατηγός Τόμι Φρανκς, διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου, δήλωσε το πρωί πως τα στρατεύματά του είναι έτοιμα για ανάληψη δράσης κατά του Ιράκ, εάν ο πρόεδρος Μπους αποφασίσει να προχωρήσει σε πόλεμο.