Τις θέσεις του για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και με αφορμή τη νέα φορολογική πολιτική που αναμένεται να εφαρμόσει η κυβέρνηση, εκφράζει το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας (ΒΕΑ).
«Μέχρι σήμερα οι ελεγκτικές διαδικασίες επέμεναν στις ίδιες παλαιές υποθέσεις, εξαντλώντας τις δυνατότητες των υπαρχόντων ελεγκτικών μηχανισμών και δημιουργώντας μεγάλα περιθώρια συναλλαγής, δίχως να αποδίδουν για το κράτος τα αναμενόμενα αποτελέσματα, παρά τις συνεχείς παρατάσεις των χρόνων παραγραφής», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Επιμελητήριο.
Τονίζει επίσης πως «οι υποθέσεις αυτές πρέπει να κλείσουν έστω και με τις όποιες απώλειες και ότι «η φορολογική πολιτική πρέπει να διαπνέεται από το πνεύμα μιας νέας αρχής».
Συγκεκριμένα, το ΒΕΑ υποστηρίζει τα ακόλουθα:
Μεγάλη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στον έλεγχο νέων επιχειρήσεων που δημιουργούνται και εξαφανίζονται προς εξυπηρέτηση φορολογικών σκοπών. Στη κατεύθυνση αυτή θεωρούνται αναγκαίοι οι φορολογικοί έλεγχοι για την ύπαρξη και τη λειτουργία των νέων επιχειρήσεων ιδιαίτερα μετά το Α΄ εξάμηνο της λειτουργίας τους και μάλιστα με έμφαση σε κλάδους ιδιαίτερης φορολογικής παραβατικότητας.
Το ΒΕΑ δηλώνει ότι τα Επιμελητήρια είναι σε θέση με τη γνώση και την εμπειρία τους να στηρίξουν το έργο αυτό των ελεγκτικών μηχανισμών για την προστασία και ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Για την βελτίωση των σχέσεων φορολογούμενου και πολιτείας και καταπολέμηση των δυνατοτήτων συναλλαγής το ΒΕΑ προτείνει ένα διαφοροποιημένο ρόλο του υπαλλήλου ΔΟΥ, που επισκέπτεται την επιχείρηση και που θα έχει το χαρακτήρα του φορολογικού συμβούλου ο οποίος θα δίδει εγγράφως συγκεκριμένες οδηγίες και στον λογιστή των οποίων η εφαρμογή θα παρακολουθείται και ο οποίος θα ενημερώνει τον έφορο για τις τυχόν παραβάσεις που διαπιστώνει.
Το προτεινόμενο σύστημα του point system με κανόνες διάκρισης της σοβαρότητας της φορολογικής παράβασης και με την δυνατότητα ηλεκτρονικής διασταύρωσης στοιχείων και την σύνδεση της ΔΟΥ με τραπεζικούς λογαριασμούς και ασφαλιστικά ταμεία θα συμβάλλουν στην αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και θα δώσουν ένα σύγχρονο πλαίσιο εντοπισμού διαφεύγουσας φορολογητέας ύλης.
Παράλληλα η τήρηση των φορολογικών υποχρεώσεων θα εξυπηρετείται καλύτερα, εάν λειτουργούσε ένα αυστηρότερο πλαίσιο ελέγχων στη διακίνηση που θα εντόπιζε και το παρεμπόριο και θα οδηγούσε στη διεύρυνση της φορολογικής συνείδησης.
Στο πλαίσιο των ελέγχων για αναζήτηση της φοροδιαφυγής το ΒΕΑ σημειώνει ακόμη τα εξής:
Η συνυπευθυνότητα του αποδέκτη πλαστών- εικονικών τιμολογίων μόνο συμβολικό χαρακτήρα θα μπορούσε να λάβει, δεδομένου ότι ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις όπου ο κάτοχος και όχι εκδότης του προβληματικού φορολογικού στοιχείου γνωρίζει το πρόβλημα.
Ευθύνη πάντως θα πρέπει να αναζητηθεί αντίστοιχα και από τον λογιστή της επιχείρησης εκδότη του προβληματικού παραστατικού.
Σε ό,τι αφορά τις συζητήσεις για αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ, το ΒΕΑ τοποθετείται υπέρ των αυστηρών ελέγχων για το ΦΠΑ, αλλά και κατά της αύξησης του συντελεστή του, γεγονός που θα δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις και αύξηση του κινδύνου φοροδιαφυγής με συμφωνία των δύο μερών, ιδίως σε επαγγέλματα παροχής υπηρεσιών.
Το ΒΕΑ καταλήγοντας σημειώνει οι ελεγκτικοί μηχανισμοί πρέπει να στοχεύουν στην εξεύρεση φορολογικής ύλης που διαφεύγει και να μην ασκήσουν περαιτέρω πίεση στις φορολογικά συνεπείς επιχειρήσεις. Ο προβληματισμός και η ανησυχία επικεντρώνεται στο κατά πόσο τα νέα μέτρα θα μπορούσαν εύκολα και άμεσα να εφαρμοστούν, διότι εάν οι συζητήσεις δεν καταλήξουν σε ολοκληρωμένη εφαρμογή ενός νέου συστήματος με νέα αντίληψη και ανάλογη δημιουργία υποδομής θα κινούμαστε στο ίδιο «κυνήγι μαγισσών» και μάλιστα σε μεγαλύτερους κύκλους φορολογικών απωλειών γιατί φορολογική πίεση δίχως τη λειτουργία δίκαιου, απόλυτα μελετημένου και ολοκληρωμένου συστήματος, θα δημιουργήσει νέες παράπλευρες απώλειες.
Τέλος το ΒΕΑ θεωρεί ότι τα Επιμελητήρια θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία εμπέδωσης της φορολογικής τάξης και δικαιοσύνης σε συνεργασία με την πολιτεία».