Σαφές μήνυμα προς τις τράπεζες έστειλε η υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας από το βήμα της ημερίδας «Τράπεζες και οικονομία, το επόμενο βήμα», υπογραμμίζοντας την ανάγκη διοχέτευσης ρευστότητας στην αγορά.
Κατά την ομιλία της, η κ. Λούκα Κατσέλη σημείωσε επανειλημμένως ότι πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα η άμβλυνση του πιστωτικού κινδύνου πέρα από τη σημασία που δίνεται στην αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, «διότι αν συνεχιστεί η πιστωτική ασφυξία θα αυξηθούν οι επισφάλειες - και αυτό πρέπει να το προσέξουν οι τράπεζες - και θα τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα».
Όπως σημείωσε η υπουργός, υπάρχει συστημική διασύνδεση μεταξύ χρηματοπιστωτικού συστήματος και οικονομίας, η ανταγωνιστικότητα της πραγματικής οικονομίας επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και το αντίστροφο. Ετσι, πρόσθεσε, το επόμενο βήμα δεν μπορεί να είναι άλλο από ένα τρίπτυχο συνεκτικών δράσεων που μειώνουν τον πιστωτικό κίνδυνο στην οικονομία , αυξάνουν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και στηρίζουν την πραγματική οικονομία.
«Από τα 28 δισ. ευρώ που διατέθηκαν στις Τράπεζες, χρησιμοποίησαν μόλις 12-13 δισ.€. Από αυτά τα 4 ενίσχυσαν τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας τους, ενώ τα 9 στο σύνολό τους σχεδόν χρησιμοποιήθηκαν για την επαναχρηματοδότηση του δημοσίου μέσω της αγοράς τίτλων, στηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο και την κερδοφορία των Τραπεζών . Αγοράζοντας τίτλους του δημοσίου με επιτόκια από 3-5,5%, οι Τράπεζες επαναχρηματοδοτήθηκαν μέσω της ΕΚΤ με 1-1,5%. Η διαφορά αποτέλεσε το κέρδος τους, μια πηγή εσόδων μη επαναλαμβανόμενη», επεσήμανε η κ. Κατσέλη και πρόσθεσε:
«Ένα είναι βέβαιο: ότι δεν διοχετεύθηκε ρευστότητα στην αγορά ακόμα και όταν αυτό επιχειρήθηκε να γίνει με την εγγύηση του Δημοσίου . Η χρήση πχ. του ΤΕΜΠΜΕ ήταν τέτοια ώστε βασικά δεν δόθηκε φρέσκο χρήμα στην αγορά, αλλά έγινε ανακύκλωση υφιστάμενων οφειλών με την εγγύηση του δημοσίου. Αυτό οφείλεται στις προϋποθέσεις του ΤΕΜΠΜΕ, οι οποίες δεν προέβλεπαν ότι έστω ένα μικρό ποσοστό θα αφορά αύξηση των υφιστάμενων χρηματοδοτήσεων. Το ίδιο λάθος έγινε και με το πακέτο των 2 δισ. ευρώ που εδόθη για το σύνολο των επιχειρήσεων, το οποίο μοναδικό στόχο έχει τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Μη τροφοδοτώντας με νέο χρήμα την αγορά δεν δημιουργήθηκαν συνθήκες εξόδου από την ύφεση».
Γι αυτό, εξήγησε η κ. Κατσέλη, παράλληλα με τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, για τη μείωση του συνολικού πιστωτικού κινδύνου στην οικονομία «πρέπει να διοχετεύσουμε επαρκή ρευστότητα στην αγορά». «Είναι απαραίτητο να διοχετεύσουμε ρευστότητα σε επιχειρήσεις και σε νοικοκυριά που συνεισφέρουν στην παραγωγική διαδικασία και ανάπτυξη, αντιπαλεύοντας τις επιπτώσεις της κρίσης. Ώστε να μην μετατραπούν τυχόν ενήμερες οφειλές βιώσιμων επιχειρήσεων σε μη ενήμερη κατάσταση λόγω προβλημάτων ρευστότητας. Και να μην αποκλειστούν από την οικονομική ζωή νοικοκυριά που βρέθηκαν σε κατάσταση υπερχρέωσης αλλά να ενταχθούν σ’ αυτή συνεισφέροντας στην οικονομική δραστηριότητα και στο πιστωτικό σύστημα. Κι΄αυτό κάναμε με το νόμο που ψηφίσθηκε πρόσφατα για την ρύθμιση οφειλών επιχειρήσεων, επαγγελματιών και αγροτών καθώς και με το σχέδιο νόμου που κατατίθεται εντός των ημερών για την ρύθμιση χρεών υπερχρεωμένων νοικοκυριών», τόνισε η υπουργός.
«Η κυβέρνηση αποδεικνύει καθημερινά ότι μπορεί να προωθήσει τις μεγάλες εκείνες τομές που έχει ο τόπος, ώστε η χώρα να επανέλθει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής. Κυβέρνηση, Τράπεζα της Ελλάδος, Χρηματοπιστωτικό σύστημα και παραγωγικοί φορείς, καλούμεθα να συνεργαστούμε στενά ώστε να στηρίξουμε την έξοδο της χώρας μας από την κρίση. Μπορούμε να το καταφέρουμε», κατέληξε στην ομιλία της η κ. Κατσέλη.
«Οι οίκοι αξιολόγησης μας περιμένουν στην γωνία»
«Η αξιοπιστία μας ως χώρα κατρακύλησε στο κατώτατο δυνατό επίπεδο όχι τόσο λόγω της δημοσιονομικής εκτροπής αυτής καθαυτής, αλλά κυρίως λόγω της ασυνέχειας που αποκαλύφθηκε στην διαχείριση των δημοσίων οικονομικών», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομικός αναλυτής της Alpha Bank, Μιχάλης Μασουράκης, μιλώντας στο ίδιο συνέδριο.
Τόνισε ακόμη ότι «η αξιοπιστία είναι δύσκολο πράγμα να αποκτηθεί - και άμα την χάσεις παίρνει πολύ χρόνο για να την ξαναβρείς. Σε κάθε περίπτωση, οι οίκοι αξιολόγησης μας περιμένουν στην γωνία. Στο πρώτο ολίσθημα, μπορεί να δεχθούμε μια νέα υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, με ακόμη χειρότερες επιπτώσεις από ότι έχουμε δει μέχρι σήμερα».
Χαρακτήρισε δε αστειότητες τις «κορώνες ότι δεν μπορούν οι οίκοι αξιολόγησης να καθορίζουν την δημοσιονομική πολιτική μιας κυβέρνησης, και ότι μέσω συνεννόησης σε υπερεθνικό επίπεδο πρέπει να απαλλαγούμε από την κηδεμονία, επιβουλή ή ομηρία τους, είναι όντως αστειότητες», επισημαίνοντας ότι αν μη τι άλλο, εάν δεν υπήρχαν οι οίκοι αξιολόγησης θα έπρεπε να εφευρεθούν, για να υπάρχει κάποιος να λέει τα δυσάρεστα σε κυβερνήσεις όταν ξεπερνούν τα όρια που θέτουν οι αντοχές της οικονομίας.
Στα πρόσθετα μέτρα που θα μπορούσαν να εξαγγελθούν προς ενίσχυση των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης αναφέρθηκε στην ομιλία του ο Γιάννης Στουρνάρας, καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών και Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ.
Σε αυτά, όπως σημείωσε, συγκαταλέγονται:
- Στον τομέα του Ασφαλιστικού η σύγκλιση των ασφαλιστικών παραμέτρων όλων των Ταμείων (και του δημοσίου) με αυτές του ΙΚΑ, η θέσπιση ενός απλού κανόνα βιωσιμότητας για όλα τα Ταμεία: Μεταβολή της μέσης σύνταξης κατά 1,5% λιγότερο από την αύξηση του μέσου μισθού και η αναθεώρηση καθεστώτος βαρέων και ανθυγιεινών και κατάργηση ασφαλιστικών διακρίσεων ανδρών-γυναικών.
- Στο Δημοσιονομικό τριετές (όσο δηλαδή η διάρκεια του ΠΣΑ) πάγωμα μισθών και προσλήψεων στο Δημόσιο, αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης και στα καύσιμα, αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ κατά μια εκατοστιαία μονάδα και επέκτασή του σε αγαθά και υπηρεσίες που σήμερα εξαιρούνται και εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων στους δημόσιους οργανισμούς και την τοπική αυτοδιοίκηση
- Στο τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών η άμεση απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, η άμεση άρση των περιορισμών στον ανταγωνισμό, ο ορισμός των δημόσιων φορέων /επιχειρήσεων που καταργούνται, συγχωνεύονται ή ιδιωτικοποιούνται και ο ορισμός της προς αξιοποίηση /εκμετάλλευση δημόσιας περιουσίας, των τρόπων αξιοποίησής της και των προσδοκώμενων εσόδων.