Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χαρακτηρίζεται από υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα, βρίσκεται ωστόσο σήμερα σε μια ιδιαίτερη συγκυρία που το φέρνει αντιμέτωπο με πολλές προκλήσεις.
Τα παραπάνω επεσήμανε ο Παύλος Μυλωνάς, γενικός διευθυντής και στρατηγικός σύμβουλος του ομίλου Εθνικής Τράπεζας, μιλώντας σε Συνέδριο της εφημερίδας «Απογευματινή».
Σύμφωνα με τον κ. Μυλωνία, η πρώτη πρόκληση έγκειται στον περιορισμό της εγχώριας ρευστότητας λόγω του περιορισμού των καταθέσεων, αλλά και των νέων επενδυτικών ευκαιριών που δημιουργούνται στις αγορές μετοχών και εμπορευμάτων, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης λόγω των εξελίξεων στην αγορά ομολόγων.
Η δεύτερη πρόκληση συνδέεται με την επιδείνωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου, εξαιτίας της μεγάλης αύξησης των δανείων σε καθυστέρηση, ή πάντως της δυσανάλογα μεγάλης ως προς το μέγεθος της ελληνικής ύφεσης.
Η τρίτη πρόκληση έχει να κάνει με την επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 4%.
Ο κ. Μυλωνάς, απαντώντας σε ερώτηση του κοινού, προέβλεψε περαιτέρω επιδείνωση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης έως ότου η ελληνική οικονομία αρχίσει να βγαίνει από την ύφεση, «και αν αυτό γίνει στο τρίτο τρίμηνο του 2010, δηλαδή στο τρίμηνο του τουρισμού, μιαν ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης από τότε, αλλά κινούμενης μάλλον σε μονοψήφιο επίπεδο».
Η τέταρτη πρόκληση συνδέεται με τις μεταβολές του θεσμικού πλαισίου περί ενίσχυσης των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας, περιορισμού των κινδύνων κλπ.
Ο στρατηγικός σύμβουλος του Ομίλου Εθνικής Τράπεζας έκανε, ωστόσο, λόγο και για ευκαιρίες, η σημασία των οποίων δεν πρέπει να αγνοείται.
Όπως εξήγησε, «πρώτον, στο πλαίσια της χαμηλής διείσδυσης δανείων που παρατηρείται στην Ελλάδα και σε επίπεδο νοικοκυριών και σε επίπεδο μικρομεσαίων επιχειρήσεων, υπάρχει θετική προδιάθεση για μελλοντικές προοπτικές ενίσχυσης των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης. Δεύτερον, έχει σημαντική θετική συμβολή η διαφοροποίηση της κερδοφορίας των τραπεζών χάρη στις επενδύσεις και την παρουσία τους σε δυναμικές γειτονικές χώρες, ιδίως της ΝΑ Ευρώπης. Τρίτον, ο έλεγχος του λειτουργικού κόστους αποκτά αυξανόμενη σημασία στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία αποτελώντας βασικό μοχλό της αποδοτικότητας των τραπεζών».
Από την πλευρά του ο κ. Σπύρος Παντελιάς, αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, μίλησε για την αναγκαία αλλά και επιτακτική πια αλλαγή του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου που ως τώρα στηρίχθηκε στην αύξηση των καταναλωτικών δαπανών και του δανεισμού.
Το ερώτημα σήμερα είναι σε ποιους επιχειρηματικούς κλάδους υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες, ποιοι κλάδοι μπορούν να προσθέσουν αξία στο ΑΕΠ και κατα πόσο ο ελληνικός τραπεζικός τομέας μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου καλύπτοντας τις ανάγκες των επιχειρήσεων, των εργαζομένων, των καταναλωτών και της οικονομίας εν γένει, υποστήριξε ο κ. Παντελιάς.
Ο Αλέξανδρος Μάνος, διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, περιέγραψε το σύνολο των επενδύσεων που μπορούν να τεθούν υπό την κατηγορία της πράσινης ανάπτυξης, και αναφέρθηκε στο βασικό τους χαρακτηριστικό τους ως 'πολύ μεγάλων επενδύσεων' και σε προβλήματα χρηματοδότησης που αυτό συνεπάγεται.
Στο πλαίσιο των προβλημάτων χρηματοδότησης λοιπόν, και με αφετηρία το παράδειγμα των αιολικών πάρκων, ο κ. Μάνος ανέδειξε πλήθος προβλημάτων, για τη λύση των οποίων απαιτούνται νέοι, διακριτοί και εξειδικευμένοι ρόλοι δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με κατάλληλους καταμερισμούς στα αδειοδοτικά, χρηματοδοτικά και κατασκευαστικά ζητήματα, προκειμένου να διευκολυνθούν όντως οι διαδικασίες και η χώρα να προσελκύσει μεγάλες ξένες επενδύσεις.
Με τη σειρά το ο κ. Γιάννης Μούργελας, πρόεδρος του «Τειρεσία» υπογράμμισε ότι η πρόληψη είναι για τις τράπεζες αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση για την προστασία των χρημάτων, που διαχειρίζονται.
Πρόσθεσε δε ότι ότι αποτελεσματικότητα στην αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας πρακτικά σημαίνει μείωση των επισφαλειών.
Ανέφερε λοιπόν ότι προϋπόθεση αυτής της αξιολόγησης ήταν και είναι η ύπαρξη επαρκούς και ακριβούς πληροφόρησης για τις οικονομικές δυνατότητες του πελάτη και την συνέπεια που αυτός επιδεικνύει στην εκπλήρωση οικονομικών υποχρεώσεων που έχει αναλάβει.
Όσο η πληροφόρηση αυτή περιορίζεται αντίστοιχα περιορίζεται και η ακρίβεια της αξιολόγησης και κατ΄ ακολουθία και οι επισφάλειες.
Σχετικά με το σφράγισμα των επιταγών, επεσήμανε ότι η μη εξόφληση μιας επιταγής συνεπάγεται πιθανότατα αθέτησης επόμενης οικονομικής υποχρέωσης άνω του 53%. Τέτοιες περιπτώσεις δημιουργούν πιστωτικό κίνδυνο, που οι τράπεζες δεν μπορούν να αναλάβουν και αρνούνται τη χορήγηση και έτσι οδηγούμαστε σε περιορισμό ρευστότητας.
Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος προτάθηκε ο περιορισμός της διαθέσιμης πληροφόρησης, ώστε να μην ανακοπεί ο ρυθμός χορήγησης δανείων λόγω δυσμενών πληροφοριών οικονομικής συμπεριφοράς.
Παρ΄όλα αυτά έρευνες δείχνουν ότι με τον περιορισμό της πληροφόρησης δε φαίνεται ότι επιτυγχάνεται ο κύριος στόχος της προσπάθειας, δηλαδή η αύξηση της ρευστότητας.
Οι συνεπείς πελάτες είναι τελικά αυτοί που θα επωμισθούν το πρόσθετο κόστος που προκαλούν οι ασυνεπείς. Σε αυτό φταίει, όπως σημείωσε ο κ .Μούργελας, η κακή εκπαίδευση των πολιτών, οι οποίοι μαθαίνουν ότι δεν πειράζει εάν δεν είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους.
Τέλος, ο Τρύφων Κολλίντζας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Attica Bank, υποστήριξε πως το θέμα της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία έχει να κάνει με πιέσεις που προέρχονται τόσο από την πλευρά των τραπεζών όσο και από την πλευρά των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, η αύξηση των χορηγήσεων που υπό τις σημερινές αντίξοες οικονομικές συνθήκες δημιουργούν επιπλέον κόστη για τον κλάδο, σε συνδυασμό με την οικονομική ύφεση που αυξάνει τις επισφάλειες, κάνουν τις τράπεζες πιο επιφυλακτικές στη χορήγηση δανείων.
Σε ό,τι αφορά την πλευρά των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων πάλι, υπάρχει μείωση ζήτησης γιατί βαραίνει το κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί εξαιτίας της ύφεσης σε συνδυασμό με το δημοσιονομικό πρόβλημα.
«Η έξοδος της Ελλάδας από την οικονομική ύφεση θα υστερήσει χρονικά σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες οικονομίες, οι οποίες θα συμπαρασύρουν την οικονομία της χώρας μας επαναφέροντάς την σε αναπτυξιακή τροχιά. Η δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας, και επομένως η άμβλυνση των προβλημάτων ρευστότητας για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων στους παραδοσιακά εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας είναι κρίσιμη για την οικονομική άνθηση», ανέφερε.
«Πρέπει να τονιστεί όμως ότι η φυγή της ελληνικής οικονομίας προς τα μπρος εξαρτάται από τη συνεπή και αποτελεσματική αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος χώρας. Η όσο το δυνατόν ταχύτερη λύση του προβλήματος θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και θα συμβάλλει στη μείωση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και στην αύξηση της ζήτησης τους για τραπεζικά προϊόντα γενικότερα», πρόσθεσε ο κ. Κολλίντζας.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ