Την αντίθεσή της στην επιβολή ΦΠΑ στις δικηγορικές αμοιβές εκφράζει σε ανακοίνωσή της η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, επισημαίνοντας ότι δεν υφίσταται καμία υποχρέωση από το κοινοτικό δίκαιο επιβολής ΦΠΑ στις δικηγορικές υπηρεσίες.
Αντί της επιβολής ΦΠΑ, προτείνεται να δοθεί χρόνος για την εφαρμογή του πρόσφατου μέτρου της πλήρους έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα φυσικών προσώπων των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών των δικηγόρων.
Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίκωση:
«Δεν υφίσταται καμία υποχρέωση από το κοινοτικό δίκαιο επιβολής ΦΠΑ στις δικηγορικές υπηρεσίες. Αντίθετα, από το άρθρο 375 της ισχύουσας Οδηγίας ΦΠΑ (2006/112/ΕΚ) προκύπτει ότι η Ελλάδα έχει απεριόριστο χρονικά δικαίωμα να απαλλάσσει από ΦΠΑ τις υπηρεσίες δικηγόρων.
Στο παρελθόν (έτη 1992 και 2000) είχε γίνει απόπειρα υπαγωγής σε ΦΠΑ των υπηρεσιών δικηγόρων, πλην όμως οι σχετικές ρυθμίσεις ουδέποτε εφαρμόστηκαν.
Δικαιολογητικός λόγος της απαλλαγής ήταν και παραμένει ο χαρακτήρας του λειτουργήματος του δικηγόρου, ο οποίος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, καθώς και η προστασία του δικαιώματος του πολίτη για ακώλυτη πρόσβαση στα δικαστήρια και παροχή έννομης προστασίας από αυτά. Το κατοχυρωμένο τόσο στο Σύνταγμα (άρθρο 20§1) όσο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 6) δικαίωμα δικαστικής προστασίας και εκπροσώπησης από δικηγόρο προστατεύεται και θωρακίζεται ουσιαστικά μόνο όταν παρέχεται με τη μικρότερη δυνατή οικονομική επιβάρυνση για τον πολίτη. Για τον λόγο αυτό η απαλλαγή των υπηρεσιών δικηγόρων εντάσσεται στην ομάδα απαλλαγών που χαρακτηρίζονται ως δραστηριότητες γενικού συμφέροντος (νοσοκομειακή και ιατρική περίθαλψη, κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, προστασία παιδιών και νέων, σχολική και πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ορισμένες υπηρεσίες πολιτιστικού χαρακτήρα κλπ) τις οποίες το κράτος οφείλει να εξασφαλίζει ότι θα παρέχονται με το μικρότερο δυνατό κόστος για τον πολίτη. Όταν με βάση τα ανωτέρω το Υπουργείο Δικαιοσύνης αρνείται την έστω και οριακή αύξηση των ελάχιστων αμοιβών των δικηγόρων, ακριβώς λόγω της αύξησης του κόστους που αυτή συνεπάγεται για τους πολίτες, είναι δυνατόν το Υπουργείο Οικονομικών να θέλει να επιβάλλει την επιβάρυνσή τους κατά 19%;
Από πλευράς δημοσίων εσόδων, εξάλλου, η απόδοση του μέτρου αυτού είναι πολύ αμφίβολη όταν, όπως είναι γνωστό, αφενός το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων των δικηγόρων προέρχονται από επιτηδευματίες οι οποίοι έχουν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των δαπανών τους και αφετέρου το δικαίωμα έκπτωσης που θα γεννηθεί για τον ΦΠΑ των δαπανών των δικηγόρων θα είναι περίπου ίσο με τον ΦΠΑ των εσόδων τους από ιδιώτες μη-υποκείμενους σε ΦΠΑ.
Περαιτέρω, είναι κοινώς γνωστό ότι η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, ειδικά σε περίοδο οικονομικής κρίσης, όχι μόνο δεν άγει σε μείωση της φοροδιαφυγής αλλά, αντίθετα, δημιουργεί και κίνητρο για την περαιτέρω αύξησή της, αφού η μη έκδοση απόδειξης παροχής υπηρεσιών θα ωφελεί πλέον και τα δύο μέρη: τον δικηγόρο (ο οποίος θα καταβάλλει λιγότερο φόρο εισοδήματος) αλλά και τον εντολέα του (ο οποίος δεν θα καταβάλλει τον αναλογούντα ΦΠΑ).
Είναι, επομένως, σαφές ότι το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει η επιβολή ΦΠΑ στις υπηρεσίες δικηγόρων είναι η περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση των ιδιωτών εν μέσω της οικονομικής κρίσης χωρίς καμία δημοσιονομική ωφέλεια.
Για τους ανωτέρω λόγους θεωρούμε ότι η υπαγωγή των υπηρεσιών των δικηγόρων (όπως και των υπολοίπων νομικών επαγγελμάτων) σε ΦΠΑ, πέραν της τεράστιας αναταραχής που θα δημιουργήσει σε περίοδο οικονομικής κρίσης, δεν θα οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων και, αντίθετα, θα συντελέσει σε περαιτέρω αύξηση της φοροδιαφυγής.
Η πρότασή μας είναι να δοθεί χρόνος για την εφαρμογή του πρόσφατου μέτρου της πλήρους έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα φυσικών προσώπων των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών των δικηγόρων (άρθρο 7§1 ν.3790/2009), το οποίο είναι απλό στην εφαρμογή του και πλήττει στοχευμένα τους κατά σύστημα φοροδιαφεύγοντες».