Η Ευρώπη μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του χρέους και των ελλειμμάτων μόνο αν συνοδεύσει το μηχανισμό στήριξης του ευρώ με μέτρα ανάπτυξης, στα οποία θα περιλαμβάνονται μισθολογικές αυξήσεις στη Γερμανία, εκτιμούν 160 ακαδημαϊκοί σε ανοιχτή επιστολή τους για την ελληνική κρίση.
Σύμφωνα με τους ακαδημαϊκούς, το έκτακτο πακέτο των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν «απαραίτητο, αλλά αρκετά εκπρόθεσμο και δεν επαρκεί από μόνο του».
Στην ίδια επιστολή, σημειώνεται ότι η πολύ αργοπορημένη αντίδραση στην ελληνική κρίση οφείλεται σε «ευμετάβλητες αντιδράσεις της αγοράς, σε λαϊκιστές πολιτικούς και σε μέσα ενημέρωσης τα οποία πολύ συχνά επιδεικνύουν ουσιαστική άγνοια για τα θέματα».
Οι ακαδημαϊκοί εκτιμούν ότι «αυτό αύξησε δραματικά το κόστος και τους κινδύνους για την επίλυση της κρίσης».
Αναφερόμενοι στην Ελλάδα επισημαίνουν ότι «το μόνο που θα κάνει» η περικοπή δαπανών που επιβλήθηκε στη χώρα είναι «να συνθλίψει περαιτέρω τα εισοδήματα, την παραγωγή και την απασχόληση, την ώρα που τα επιτόκια αυξάνονται σε εξοντωτικά επίπεδα».
Σε ό,τι αφορά τα αίτια των δημοσιονομικών «πληγών» της Ελλάδας, αυτά, όπως υπογραμμίζουν, είναι: «ανικανότητα δημιουργίας φορολογικού εισοδήματος, φθίνουσα ανταγωνιστικότητα λόγω των αυξανόμενου κόστους της εργασίας και των τιμών, το εξωτερικό σοκ που προκλήθηκε στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τα υψηλά επιτόκια».
Όλα, τονίζουν, έχουν μια «ισχυρή ευρωπαϊκή διάσταση και απαιτούν ευρωπαϊκές λύσεις».
«Ιδιαίτερα, η απώλεια της ανταγωνιστικότητας από την Ελλάδα (...) αντανακλάται σε μια αύξηση στην ανάλογη ανταγωνιστικότητα άλλων, κυρίως της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας», επισημαίνουν οι ακαδημαϊκοί.
Οι 160 οικονομολόγοι απορρίπτουν την απεικόνιση των Ελλήνων ως «τεμπέληδων» από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, υποστηρίζοντας ότι εργάζονται περισσότερες ώρες από τους Γερμανούς και η παραγωγικότητά τους ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε με μεγαλύτερο από τον διπλάσιο ρυθμό από ό,τι της Γερμανίας από τότε που εισήχθη το ευρώ το 1999.
Επίσης παρατηρούν ότι η ρίζα του προβλήματος της ανταγωνιστικότητας είναι οι ονομαστικές αποδοχές και η διαμόρφωση των τιμών.
Το κόστος της ελληνικής ονομαστικής μονάδας εργασίας έχει αυξηθεί περισσότερο από 30% από τη θέσπιση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, υπογραμμίζουν, ενώ στη Γερμανία αυξήθηκε μόλις 8%, δημιουργώντας μισθολογικές και τιμαριθμικές αποκλίσεις που δεν μπορούν να διατηρηθούν σε μια νομισματική ένωση.
«Οι μισθοί και οι τιμές στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες χρειάζεται να πέσουν αναλογικά, αλλά πρέπει να αυξηθούν ταχύτερα στη Γερμανία, της οποίας η επιθετική πολιτική μείωσης των μισθών έχει αποπληθωριστικό αποτέλεσμα, αποθαρρύνει την εγχώρια ζήτηση, εξάγει ανεργία και απειλεί να προκαλέσει έκρηξη της νομισματικής ένωσης», αναφέρεται στην ανοιχτή αυτή επιστολή.
«Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για την επαναφορά της ισορροπίας στη ζώνη του ευρώ, ενώ παράλληλα θα αποφευχθεί ο τεράστιος κίνδυνος μιας αποπληθωριστικής δίνης», υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι.
Προειδοποιώντας για τον κίνδυνο πρόκλησης ενός φαινομένου «ντόμινο», με την Πορτογαλία να είναι η πιο εκτεθειμένη σε αυτόν, οι ακαδημαϊκοί τονίζουν ότι ο δανεισμός δημόσιου χρήματος στην Ελλάδα «δεν ήταν φιλανθρωπία», αλλά μια πράξη «προς το ζωτικό συμφέρον όλων των Ευρωπαίων».
Οι ακαδημαϊκοί καλούν, τέλος, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να βοηθήσει στην εδραίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και στην επαναφορά της ισορροπίας στη ζώνη του ευρώ, το οποίο «βραχυπρόθεσμα (...) σημαίνει δέσμευση για τη διατήρηση των βασικών της επιτοκίων κοντά στο μηδέν».
Πηγές: ΑΠΕ - ΜΠΕ, Reuters