Σε ασφυκτικό κλοιό θέτει πλέον τους οφειλέτες του Δημοσίου το υπουργείο Οικονομικών, καθώς επισπεύδονται όλες οι διαδικασίες για την είσπραξη περίπου 1,5 δισ. ευρώ από 500.000 υπόχρεους με ληξιπρόθεσμα χρέη.
Συγκεκριμένα, με βάση τις διατάξεις του φορολογικού νόμου, που έχουν τεθεί σε εφαρμογή από τις 23 Απριλίου, επιταχύνονται και απλοποιούνται οι διαδικασίες για την κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων που έχουν όσοι χρωστούν στο δημόσιο, με εξαίρεση πάντα μισθούς και συντάξεις, ενώ επισπεύδονται και οι πλειστηριασμοί ακινήτων.
Από την άλλη πλευρά, για πρώτη φορά, θεσμοθετείται η δυνατότητα χορήγησης διοικητικής αναστολής πληρωμής, άπαξ, μέρους ή του συνόλου ληξιπρόθεσμης οφειλής εφόσον αποδεδειγμένα ο υπόχρεος έχει περιέλθει σε πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία καταβολής οποιουδήποτε ποσού της οφειλής του. Επισημαίνεται ότι δεν επιτρέπεται επανεξέταση αιτήματος για αύξηση αριθμού δόσεων για οφειλές από παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι εκτός από τη δυνατότητα ρύθμισης των ληξιπροθέσμων χρεών με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους έως τις 31 Μαΐου, με τις διατάξεις του νέου φορολογικού νόμου παρέχεται η δυνατότητα για την ίδια οφειλή να χορηγηθούν μέχρι τρεις διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής.
Για πρώτη φορά μάλιστα θεσπίζεται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, απαλλαγή του οφειλέτη από την πληρωμή μέρους των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής της οφειλής.
Επισημαίνεται ότι επανεξέταση αιτήματος διευκόλυνσης για αύξηση αριθμού δόσεων δεν επιτρέπεται για οφειλές από παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, όπως Φ.Π.Α., Φ.Μ.Υ., κ.λπ., καθώς και για οφειλές από φόρο εισοδήματος που προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων για το τρέχον, κάθε φορά, οικονομικό έτος.
Σε κάθε περίπτωση πάντως ο οφειλέτης εκπίπτει του ευεργετήματος της διευκόλυνσης με τη μη καταβολή τριών συνεχών μηνιαίων δόσεων αυτής.
Απώλεια επέρχεται και σε περίπτωση μη καταβολής της προτελευταίας ή της τελευταίας δόσης της διευκόλυνσης, εφόσον παρέλθει αντίστοιχο χρονικό διάστημα, δηλαδή καθυστέρηση καταβολής της προτελευταίας ή της τελευταίας δόσης πέραν των τριών συνεχών μηνών.
Αυτά γνωστοποιήθηκαν αρμοδίως με την υπ' αρίθμ. ΠΟΛ. 1055/12.5.2010 εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις που περιέχονται στο κεφάλαιο ΣΤ «Θέματα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων» του νόμου 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α 23.04.2010) «Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις» και συγκεκριμένα στα άρθρα 65, 67 και 68, ενώ υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 66 «Μεταβατική διάταξη καταβολής εφάπαξ ληξιπρόθεσμων οφειλών» έχει κοινοποιηθεί με την ΠΟΛ 1047/2010.
Η εγκύκλιος
Αναλυτικότερα, οι οδηγίες και διευκρινίσεις που δόθηκαν όσον αφορά στην είσπραξη των δημοσίων εσόδων έχουν ως εξής:
Με τις διατάξεις του άρθρου 65 (ισχύουν από 24/05/2010):
* τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν.2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α΄), ως προς την αρμοδιότητα των οργάνων για την εξέταση αιτήματος χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής και επανεξέτασης διευκολύνσεων, ανάλογα με το ύψος της βασικής οφειλής
* συγκροτείται επιτροπή στη Δ.Ο.Υ. ή το Τελωνείο, η οποία έχει κατά περίπτωση αρμοδιότητα εξέτασης των προαναφερόμενων αιτημάτων. Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα αρμοδιότητα επανεξέτασης είχε μόνο ο Υπουργός Οικονομικών
* θεσμοθετείται για πρώτη φορά η δυνατότητα χορήγησης διοικητικής αναστολής πληρωμής, άπαξ, μέρους ή του συνόλου ληξιπρόθεσμης οφειλής υπό προϋποθέσεις
* αντικαθίσταται το άρθρο 18 του ιδίου νόμου, στο οποίο ορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής και επανεξέτασης αυτών από τα αρμόδια όργανα. Επισημαίνεται, ότι δεν επιτρέπεται επανεξέταση αιτήματος για αύξηση αριθμού δόσεων για οφειλές από παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, καθώς και από φόρο εισοδήματος τρέχοντος έτους, παρά μόνο με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων
* αντικαθίσταται το άρθρο 19 του ιδίου νόμου στο οποίο αναφέρονται τα ευεργετήματα που παρέχονται στους οφειλέτες που συμμορφώνονται στις χορηγηθείσες διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής από τα αρμόδια όργανα. Για πρώτη φορά θεσπίζεται απαλλαγή του οφειλέτη από την πληρωμή μέρους των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής της οφειλής υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Με τις διατάξεις του άρθρου 67 (ισχύουν από 23.04.2010):
* τροποποιείται το άρθρο 33 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90΄Α))ως προς τις συνέπειες της μη υποβολής δήλωσης τρίτου ή εκπρόθεσμης υποβολής αυτής ή μη τήρησης του προβλεπόμενου τύπου μετά την επιβολή κατάσχεσης στα χέρια του
* προστίθεται νέο άρθρο με αριθμό 30 Α στον Κ.Ε.Δ.Ε. με το οποίο θεσπίζεται δυνατότητα τήρησης ειδικής διαδικασίας για τις κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων
* τροποποιείται το άρθρο 39 του ΚΕΔΕ στο οποίο προστίθεται νέα παράγραφος με την οποία εισάγεται νέα ρύθμιση ως προς το κατώτατο όριο της τιμής πρώτης προσφοράς ακινήτων που εκπλειστηριάζονται από το Δημόσιο
* τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 41 του Κ.Ε.Δ.Ε., με την οποία θεσπίζεται υποχρέωση έκδοσης προγράμματος πλειστηριασμού από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος
* προστίθενται δύο νέα εδάφια στην παράγραφο 6 του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. που αναφέρονται στις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, στο συμψηφισμό αμοιβαίων απαιτήσεων και στη δυνατότητα εγγραφής υποθήκης με τη διαδικασία του άρθρου 8 του Κ.Ε.Δ.Ε. κατά τη διάρκεια αναστολής που χορηγείται στα πλαίσια δικαστικής αμφισβήτησης
* καταργούνται οι διατάξεις περί προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο
* προβλέπεται η ανάλογη εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 58 του Κ.Ε.Δ.Ε., που αφορά στην προθεσμία άσκησης ανακοπής από το Δημόσιο κατά του πίνακα κατάταξης στην ατομική αναγκαστική εκτέλεση, και στους πίνακες διανομής που συντάσσονται από τους συνδίκους πτώχευσης κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007). Η ρύθμιση ισχύει για το Δημόσιο και όλα τα Ν.Π.Δ.Δ., οι απαιτήσεις των οποίων εισπράττονται κατά Κ.Ε.Δ.Ε.
Με τις διατάξεις του άρθρου 68 (ισχύουν από 23.04.2010):
Καθορίζεται η διαδικασία εντόκου επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων εσόδων, που επιδικάζονται ή έχουν επιδικαστεί με διαφορετικό επιτόκιο από αυτό των εντόκων γραμματίων του δημοσίου τρίμηνης διάρκειας.
Ειδικότερα :
Α. Διατάξεις άρθρου 65 - Διευκολύνσεις Τμηματικής Καταβολής
1. Με την παράγραφο 1 καταργήθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 13 του ν.2648/98 και προστέθηκε ως παράγραφος 2 α,β στο άρθρο 19 του ν. 2648/98 ΦΕΚ 238 Α όπως αναλύεται παρακάτω.
2. Με την παράγραφο 2 αντικαθίσταται το άρθρο 14 του ν.2648/98
Συγκεκριμένα:
I. Αρμόδια όργανα χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής
α) ο προϊστάμενος της Δ.O.Y. ή του Τελωνείου, για βασική βεβαιωμένη οφειλή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ,
β) επιτροπή, που συγκροτείται από τον προϊστάμενο της Δ.O.Y. ή του Τελωνείου, ως πρόεδρο και μέλη το νόμιμο αναπληρωτή του και τον προϊστάμενο του δικαστικού τμήματος ή του αντίστοιχου γραφείου, για βασική βεβαιωμένη οφειλή που υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, και μέχρι τις οκτακόσιες χιλιάδες (800.000) ευρώ.
Γραμματέας ορίζεται από τον πρόεδρο της επιτροπής ένας από τους υπαλλήλους της υπηρεσίας.
γ) O Yπουργός Oικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 2648/98 για βασική βεβαιωμένη οφειλή, που υπερβαίνει το ποσό ων οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) ευρώ.
Επισημαίνεται ότι, αιτήματα διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής επιχειρήσεων και οργανισμών του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, εταιρειών υπό εκκαθάριση κ.λπ. που με τις προγενέστερες διατάξεις εξετάζονταν αποκλειστικά από τον Υπουργό Οικονομικών από 24.05.2010 και μετά εξετάζονται από τα ως άνω όργανα ανάλογα με το ύψος της βασικής οφειλής.
ΙΙ. Αρμόδιο όργανο επανεξέτασης διευκόλυνσης
α) Η προαναφερθείσα επιτροπή (παράγραφος Ιβ) που συγκροτείται στη Δ.Ο.Υ. ή το Τελωνείο για βασική βεβαιωμένη οφειλή μέχρι του ποσού των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.
β) ο Υπουργός Οικονομικών μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 2648/98 για βασική βεβαιωμένη οφειλή άνω των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ. Επισημαίνεται ότι, με τις προγενέστερες διατάξεις, αρμόδιο όργανο για την εξέταση οποιουδήποτε αιτήματος επανεξέτασης, ανεξαρτήτως ύψους ποσού βασικής οφειλής για αύξηση του αριθμού δόσεων χορηγηθείσας διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής ήταν ο Υπουργός Οικονομικών μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 2648/98.
Επανεξέταση διευκόλυνσης μπορεί να γίνει άπαξ μόνο κατά τη διάρκεια της πρώτης διευκόλυνσης. Αιτήματα επανεξέτασης της δεύτερης ή της τρίτης διευκόλυνσης απορρίπτονται ως απαράδεκτα.
* Αιτήματα επανεξέτασης βασικής οφειλής μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ δεν θα αποστέλλονται στην επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 2648/98 μετά τις 14.05.2010 αλλά θα παραμένουν στη Δ.Ο.Υ. ή το Τελωνείο προκειμένου να εξεταστούν από τις 24.05.2010 και μετά.
* Η αρμόδια επιτροπή της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου θα αρχειοθετεί τα πρακτικά σε σχετικό φάκελο, μαζί με τα στοιχεία που αποδεικνύουν την οικονομική αδυναμία ή/και στηρίζουν την αιτιολογία της απόφασης.
ΙΙΙ. Διοικητική αναστολή πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών
α) Αρμοδιότητα
Τα αρμόδια όργανα για τη χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής δύνανται να χορηγούν διοικητική αναστολή πληρωμής μέρους ή του συνόλου συγκεκριμένης ληξιπρόθεσμης οφειλής υπό προϋποθέσεις.
β) Δικαιούχος
Δικαιούχος της διοικητικής αναστολής είναι ο οφειλέτης, ο συνυπόχρεος, ο εγγυητής καθώς και ο καθ' οιονδήποτε τρόπο ευθυνόμενος πχ. ποινικά υπεύθυνος, που έχει αποδεδειγμένα περιέλθει σε πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία καταβολής οποιουδήποτε ποσού της οφειλής του.
γ) Περιεχόμενο - Εφαρμογή
Για την εξέταση του αιτήματος χορήγησης διοικητικής αναστολής ο αιτών καταθέτει σχετική αίτηση στη Δ.Ο.Υ. ή το Τελωνείο που είναι βεβαιωμένη η οφειλή, ο οποίος οφείλει να αποδείξει την ακρίβεια των προβαλλόμενων λόγων αναστολής υποβάλλοντας και τα στοιχεία που αποδεικνύουν την οικονομική του αδυναμία.
Η ανωτέρω αναστολή :
* χορηγείται μια και μόνο φορά για καθένα από τα ανωτέρω πρόσωπα, για συγκεκριμένη ληξιπρόθεσμη οφειλή και παρέχει τη δυνατότητα μετάθεσης του χρόνου εκπλήρωσης μέρους ή του συνόλου αυτής για διάστημα μέχρι πέντε (5) μηνών.
* δεν χορηγείται για χρέη για τα οποία έχει χορηγηθεί διευκόλυνση τμηματικής καταβολής και δεν έχει απολεσθεί.
* δύναται να ανακληθεί από το αρμόδιο όργανο, εφόσον κατά τη διάρκεια ισχύος της παύσουν να υφίστανται οι προϋποθέσεις χορήγησης αυτής.
* παρέχει αποκλειστικά και μόνο στον αιτούντα και όχι στα τυχόν συνυπόχρεα, από κάθε αιτία, κατά τα ανωτέρω, πρόσωπα, τα ευεργετήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του ν.2648/1998, όπως αναλύονται παρακάτω στις περιπτώσεις α έως δ
* δεν απαλλάσσει τα χρέη από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατ' εφαρμογή της διάταξης της παρ.6 του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε.
* το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα επιβολής κατάσχεσης στα χέρια τρίτων, καθώς και τα δικαιώματα του άρθρου 20 του ν.2648/1998, ήτοι :
- να επιβάλλει κατασχέσεις και να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του δικαιούχου της διοικητικής αναστολής -εφόσον είναι αστικά υπεύθυνος- όσο και των λοιπών συνυποχρέων ή των εγγυητών, εφόσον το χρέος δεν είναι διασφαλισμένο.
Επισημαίνεται ότι, σε οφειλέτη που έχει χορηγηθεί διοικητική αναστολή και το χρέος είναι αδιασφάλιστο κρίνεται σκόπιμο να επιλέγεται η εγγραφή υποθήκης σε ακίνητα αυτού αντί της επιβολής κατάσχεσης.
- να μην χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας στον δικαιούχο της διοικητικής αναστολής, για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων, όπως για τη μεταβίβαση ακινήτου, εφόσον το χρέος δεν είναι διασφαλισμένο
- να δίνει εντολή παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του δικαιούχου της διοικητικής αναστολής κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας ζητείται το αποδεικτικό ενημερότητας.
- να συμψηφίζει τις χρηματικές απαιτήσεις του δικαιούχου της διοικητικής αναστολής κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των ληξιπρόθεσμων χρεών του, κατά της διατάξεις του άρθρου 83 του ν.δ.356/74 (Κ.Ε.Δ.Ε.)
δ) Ζητήματα Παραγραφής
Με τη χορήγηση διοικητικής αναστολής πληρωμής των χρεών, αναστέλλεται ο χρόνος παραγραφής αυτών κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 87 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄), καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 88 του ίδιου νόμου, οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά. Ειδικότερα, αναστέλλεται η παραγραφή τους για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο για τον οποίο χορηγήθηκε στον υπόχρεο και στον καθ' οιονδήποτε τρόπο συνυπόχρεο ή υπεύθυνο κατά την τελευταία διετία της παραγραφής αυτών και δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο έτους από τη λήξη αυτής. Η κατά τα ανωτέρω αναστολή της παραγραφής ως προς τον ένα εξ αυτών ενεργεί και κατά των λοιπών.
IV. Ορισμός βασικής οφειλής
Ως βασική οφειλή, για τον προσδιορισμό του αρμόδιου οργάνου εξέτασης του αιτήματος διευκόλυνσης, επανεξέτασης ή αναστολής, θεωρείται το σύνολο των βεβαιωμένων οφειλών (ληξιπροθέσμων και μη) όπως αυτό διαμορφώνεται την ημέρα υποβολής της αίτησης, χωρίς τις προσαυξήσεις του άρθρου 6 του ν.δ. 356/74.
3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 65 αντικαθίσταται το άρθρο 18 του ν. 2648/1998:
Συγκεκριμένα :
Ι. Προϋποθέσεις εξέτασης αιτήματος χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής
α) υποβολή αίτησης από τον οφειλέτη, στην οποία πρέπει να αναφέρονται και οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η διευκόλυνση.
β) καταβολή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου σε ποσοστό πέντε τοις χιλίοις (5‰) επί της βασικής οφειλής για την οποία ζητείται η διευκόλυνση. Το ύψος του παραβόλου δεν μπορεί να υπερβεί τα χίλια (1.000) ευρώ.
ΙΙ. Υπαγόμενες οφειλές :
Στη διευκόλυνση υπάγεται το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
Εφόσον κατά την υποβολή της αίτησης υφίστανται στην ίδια οφειλή για την οποία ζητείται διευκόλυνση και μη ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτής, το ποσόν αυτών περιλαμβάνεται υποχρεωτικά στην απόφαση της διευκόλυνσης.
Επιπλέον, αν υπάρχει οφειλή που η περιοδικότητα καταβολής των κατά νόμο δόσεων είναι μεγαλύτερη του μήνα, οι μη ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτής συμπεριλαμβάνονται στην διευκόλυνση, εφόσον ζητηθεί από τον οφειλέτη.
Στις δόσεις που προκύπτουν από το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων του οφειλέτη, προστίθεται ο αριθμός των δόσεων που δεν είναι ληξιπρόθεσμες. Αν υπάρχουν δύο ή περισσότερες οφειλές με μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, προστίθεται ο αριθμός των δόσεων της οφειλής με τις περισσότερες μη ληξιπρόθεσμες δόσεις. Ο συνολικός αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης δεν μπορεί να υπερβεί τις σαράντα οκτώ (48).
ΙΙΙ. Μέγιστος αριθμός χορηγούμενων διευκολύνσεων για την ίδια οφειλή.
Για την ίδια οφειλή δύναται να χορηγηθούν μέχρι τρεις (3) διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής με την παρακάτω διαδικασία.
α) Πρώτη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής.
Ο αριθμός των δόσεων της πρώτης διευκόλυνσης καθορίζεται με βάση το άθροισμα των συντελεστών αξιολόγησης των κριτηρίων του άρθρου 17 του ν.2648/98.
β) Δεύτερη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής.
Η δεύτερη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της πρώτης και ο αριθμός των δόσεων αυτής καθορίζεται με την ίδια ως άνω διαδικασία. Η πρώτη δόση όμως αυτής θα είναι τουλάχιστον ίση με ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της οφειλής για την οποία ζητήθηκε η δεύτερη διευκόλυνση.
γ) Τρίτη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής.
Η τρίτη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της δεύτερης, με προϋπόθεση όμως την κατάθεση εγγυητικής επιστολής πιστωτικού ιδρύματος, αορίστου διάρκειας, με την οποία θα διασφαλίζεται η πληρωμή των δόσεων αυτής και θα προβλέπεται ότι θα καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου για την εξόφληση του συνόλου του οφειλόμενου ποσού της διευκόλυνσης σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης πληρωμής έστω και μιας δόσης της διευκόλυνσης. Η εγγυητική επιστολή επιστρέφεται στον καταθέτη με την πληρωμή και της τελευταίας δόσης της διευκόλυνσης.
Ο αριθμός των δόσεων της τρίτης διευκόλυνσης δεν μπορεί να υπερβεί τον εναπομείναντα αριθμό των δόσεων της δεύτερης διευκόλυνσης.
Η πρώτη δόση αυτής θα είναι τουλάχιστον ίση με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της οφειλής για την οποία ζητήθηκε η τρίτη διευκόλυνση.
* Σημειώνεται ότι οι διευκολύνσεις χορηγούνται ανά οφειλή ανεξάρτητα αν η αίτηση υποβάλλεται από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο.
* Σε κάθε περίπτωση χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής για αναστολή μέτρου είσπραξης ή για χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας μπορεί να τίθεται αυξημένο ποσό πρώτης δόσης, πέραν των οριζομένων, κατά την κρίση του οργάνου που τη χορηγεί.
* Επισημαίνεται ότι στη χορήγηση της πρώτης και της δεύτερης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής πρέπει ο αριθμός των δόσεων να καθορίζεται υποχρεωτικά με βάση το άθροισμα των συντελεστών αξιολόγησης των κριτηρίων του άρθρου 17 του ν.2648/98 και ως εκ τούτου δεν δύναται ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου ή οι αρμόδιες επιτροπές στις ανωτέρω υπηρεσίες να ορίζουν δόσεις περισσότερες από το άθροισμα αυτό.
ΙV. Απώλεια διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.
Ο οφειλέτης εκπίπτει του ευεργετήματος της διευκόλυνσης με την μη καταβολή τριών συνεχών μηνιαίων δόσεων αυτής.
Απώλεια επέρχεται και σε περίπτωση μη καταβολής της προτελευταίας ή της τελευταίας δόσης της διευκόλυνσης, εφόσον παρέλθει αντίστοιχο χρονικό διάστημα (ήτοι καθυστέρηση καταβολής της προτελευταίας ή της τελευταίας δόσης πέραν των τριών συνεχών μηνών).
V. Επανεξέταση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.
Επανεξέταση αιτήματος αύξησης του αριθμού των δόσεων επιτρέπεται μόνο κατά την διάρκεια της πρώτης διευκόλυνσης, η απόφαση δε αυτή θεωρείται συνέχεια της πρώτης διευκόλυνσης και ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνονται στην επανεξέταση νέα ληξιπρόθεσμα χρέη.
Η κατάθεση της σχετικής αίτησης επιτρέπεται άπαξ, και μέσα σε δύο μήνες από την τελευταία εμπρόθεσμη καταβολή δόσης της πρώτης διευκόλυνσης.
Μαζί με την αίτηση υποβάλλονται και τα στοιχεία που αποδεικνύουν την αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης του οφειλέτη στην πρώτη διευκόλυνση. Σημειώνεται ότι τα σχετικά αιτήματα θα πρέπει να ικανοποιούνται μόνο εφόσον συντρέχουν λόγοι αποδεδειγμένης οικονομικής αδυναμίας καταβολής των ποσών της δόσης της πρώτης διευκόλυνσης.
Υποβολή δεύτερης αίτησης επανεξέτασης διευκόλυνσης για την ίδια οφειλή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Ο αριθμός των δόσεων της πρώτης διευκόλυνσης, της οποίας ζητήθηκε η επανεξέταση, μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, να αυξηθεί μέχρι του τριπλασίου, κατ' ανώτατο όριο, του αθροίσματος των συντελεστών αξιολόγησης των κριτηρίων του άρθρου 17 του ν. 2648/98, αλλά ο συνολικός αριθμός των δόσεων, δεν μπορεί να υπερβεί τις σαράντα οκτώ (48).
Κατά την εκτέλεση της απόφασης, επί αιτήματος επανεξέτασης πρώτης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, αφαιρείται ο αριθμός των δόσεων που έχουν ήδη καταβληθεί κατά την πρώτη διευκόλυνση και το ποσό της νέας δόσης καθορίζεται επί του εναπομείναντος ανείσπρακτου υπολοίπου.
Επισημαίνεται ότι επανεξέταση αιτήματος διευκόλυνσης για αύξηση αριθμού δόσεων δεν επιτρέπεται για οφειλές από παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, όπως Φ.Π.Α., Φ.Μ.Υ., κ.λπ., καθώς και για οφειλές από φόρο εισοδήματος που προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων για το τρέχον, κάθε φορά, οικονομικό έτος.
Το αίτημα για επανεξέταση πρώτης διευκόλυνσης για οφειλές της προηγούμενης παραγράφου εξετάζεται μόνο στην περίπτωση που κατατίθεται εγγυητική επιστολή πιστωτικού ιδρύματος με την οποία θα διασφαλίζεται η πληρωμή των δόσεων αυτής. Η εγγυητική επιστολή θα καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου για την εξόφληση του συνόλου του οφειλόμενου ποσού της διευκόλυνσης σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης πληρωμής μιας δόσης της διευκόλυνσης. Η εγγυητική επιστολή επιστρέφεται στον καταθέτη με την πληρωμή και της τελευταίας δόσης της διευκόλυνσης.
4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 65 αντικαθίσταται το άρθρο 19 του ν. 2648/1998.
Συγκεκριμένα :
Ι. Ευεργετήματα λόγω συμμόρφωσης σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής
α) καθίσταται ο οφειλέτης και οι κατά οποιονδήποτε τρόπο συνυπόχρεοι, περιλαμβανομένων και των εγγυητών, ενήμεροι για τα χρέη προς το Δημόσιο και χορηγείται σε αυτούς αποδεικτικό ενημερότητας για κάθε χρήση, με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί όλες οι δόσεις της διευκόλυνσης μέχρι την ημερομηνία χορήγησης του αποδεικτικού, πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 ν.1882/90 και δεν υφίστανται άλλες δεσμεύσεις χορήγησής του, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20 του ν.2648/98
β) αναστέλλεται η λήψη ή η εκτέλεση κάθε μέτρου σε βάρος του οφειλέτη με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20 του ν.2648/1998 ή άλλων ειδικών διατάξεων (ήτοι αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως π.χ. η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού κλπ)
γ) αναστέλλεται η εκτέλεση του μέτρου που προβλέπεται από το άρθρο 7 του ν.2120/1993 (ΦΕΚ 24 Α), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ.3 ν.2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α), ήτοι η αναστολή λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων επιτηδευματιών
δ) αναστέλλεται η ποινική διαδικασία που αφορά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 25 του ν.1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α') όπως ισχύει σήμερα, σύμφωνα με τις οποίες αναστέλλεται η ποινική δίωξη για όσο διαρκεί η διευκόλυνση και ο οφειλέτης είναι συνεπής με τους όρους αυτής, καθώς επίσης αναβάλλεται η εκτέλεση της καταγνωσθείσας ποινής ή εάν άρχισε, διακόπτεται η εκτέλεσή της. Αναστέλλεται επίσης η εφαρμογή της παρ.10 του άρθρ.22 του ν.2523/97 (ΦΕΚ Α' 179).
ε) ι. Μείωση κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν το ποσό της κάθε δόσης της πρώτης διευκόλυνσης από την ημέρα χορήγησης αυτής και μετά,
ιι. Απαλλαγή του συνόλου των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν την τελευταία δόση της πρώτης διευκόλυνσης, όπως αυτές διαμορφώνονται με βάση τα στοιχεία της βεβαίωσης την ημέρα καταβολής αυτής. Σημειώνεται ότι η απαλλαγή αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει σε ποσοστό το σαράντα τοις εκατό (40%) των συνολικών προσαυξήσεων της οφειλής.
* Τα ευεργετήματα της ανωτέρω παραγράφου (ε) αφορούν οφειλή που έχει υπαχθεί σε πρώτη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής και παύουν να ισχύουν με την καθυστέρηση καταβολής μιας δόσης αυτής.
ΙΙ. Διευκόλυνση τμηματικής καταβολής - εγγυητική επιστολή.
Όταν κατατίθεται εγγυητική επιστολή ταυτόχρονα με την αίτηση για χορήγηση οποιασδήποτε διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αναγνωρισμένου στην Ελλάδα πιστωτικού ιδρύματος, η οφειλή απαλλάσσεται των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν το ποσό όλων των δόσεων της διευκόλυνσης από την ημέρα χορήγησης αυτής και μετά.
Η εγγυητική επιστολή πρέπει να είναι αορίστου χρονικής διάρκειας με τον όρο ότι θα καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου για την εξόφληση του συνόλου του οφειλόμενου ποσού της διευκόλυνσης, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης πληρωμής έστω και μίας δόσης της διευκόλυνσης.
Η εγγυητική επιστολή επιστρέφεται στον καταθέτη με την πληρωμή και της τελευταίας δόσης της διευκόλυνσης.
* Όταν κατατίθεται εγγυητική επιστολή με την χορήγηση πρώτης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής τότε και σε αυτή την περίπτωση ισχύει η απαλλαγή του συνόλου των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν την τελευταία δόση της πρώτης διευκόλυνσης με τον περιορισμό να μην υπερβαίνει η απαλλαγή αυτή σε ποσοστό το σαράντα τοις εκατό (40%) των συνολικών προσαυξήσεων της οφειλής.
ΙΙΙ. Εφάπαξ εξόφληση.
Ληξιπρόθεσμη οφειλή η οποία θα εξοφληθεί εφάπαξ, στο σύνολό της, απαλλάσσεται ποσοστού σαράντα τοις εκατό (40%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί την ημέρα υποβολής της αίτησης (και της εφάπαξ εξόφλησης).
Σε περίπτωση ύπαρξης ληξιπρόθεσμων οφειλών που έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, αυτές περιλαμβάνονται υποχρεωτικά στην εφάπαξ εξόφληση, για τις υπολειπόμενες δόσεις της διευκόλυνσης.
Η ανωτέρω απαλλαγή ισχύει και στην απευθείας εξόφληση της οφειλής, μέσω δανείου από αναγνωρισμένο στην Ελλάδα πιστωτικό ίδρυμα. Στην περίπτωση αυτή εκδίδεται τραπεζική επιταγή σε διαταγή της υπηρεσίας όπου είναι βεβαιωμένη η οφειλή.
Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για οφειλές υπέρ ξένων κρατών καθώς και για οφειλές που από ειδικές διατάξεις δεν επιτρέπεται απαλλαγή από προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
5. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 65 αρχίζει ένα μήνα από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 24.05.2010.
Β. Διατάξεις άρθρου 67 - Θέματα Αναγκαστικής Είσπραξης Οφειλών
1. Συνέπειες μη υποβολής δήλωσης τρίτου
Με την παράγραφο 1 αντικαθίσταται το άρθρο 33 του ΚΕΔΕ και ρυθμίζονται οι συνέπειες της επιβολής κατάσχεσης στα χέρια τρίτου στις περιπτώσεις της παράλειψης υποβολής δήλωσης του τρίτου, της εκπρόθεσμης υποβολής αυτής ή της μη τήρησης του τύπου που προβλέπεται από το άρθρο 32 του ΚΕΔΕ.
Ειδικότερα στις ανωτέρω περιπτώσεις, διατηρείται το τεκμήριο οφειλής εκ μέρους του τρίτου, όλης της απαίτησης του Δημοσίου κατά του καθού για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, πλην όμως το παραπάνω τεκμήριο τώρα γίνεται μαχητό, και παρέχεται η δυνατότητα στον τρίτο να το ανατρέψει, προσβάλλοντας δικαστικά τη σε βάρος του ταμειακή βεβαίωση και αποδεικνύοντας, ότι η οφειλή του προς τον καθού η κατάσχεση είναι ανύπαρκτη ή μικρότερη του ποσού για το οποίο έγινε κατάσχεση, οπότε απαλλάσσεται ή ευθύνεται μέχρι του ύψους της οφειλής του κατά περίπτωση.
2. Κατασχέσεις στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων
Με την παράγραφο 2 προστίθεται νέο άρθρο με αριθμό 30 Α του ΚΕΔΕ με το οποίο θεσπίζεται δυνατότητα τήρησης ειδικής διαδικασίας για τις κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων και συγκεκριμένα :
α) Παρέχεται η δυνατότητα επιβολής σε βάρος περισσοτέρων του ενός οφειλετών του Δημοσίου του αναγκαστικού μέτρου της κατάσχεσης εις χείρας του πιστωτικού ιδρύματος με το ίδιο κατασχετήριο έγγραφο. Στο κατασχετήριο έγγραφο αυτό επισυνάπτεται για τον κάθε οφειλέτη χωριστά, πίνακας στον οποίο αναφέρεται το είδος και το ποσό κάθε οφειλής, καθώς και ο αριθμός και η χρονολογία βεβαίωσής της.
β) Τα αποτελέσματα της κατάσχεσης επέρχονται με την κοινοποίηση του κατασχετηρίου εγγράφου είτε στο κεντρικό κατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος, είτε σε οποιοδήποτε υποκατάστημα αυτού, χωρίς να απαιτούνται οι πρόσθετες διατυπώσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 90 του ν.δ. 17.7/ 13.8.1923 (Α΄224) περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών, που ορίζει ότι, η κατάσχεση στα χέρια τρίτου επιτρέπεται μόνο στο κατάστημα ή υποκατάστημα, όπου υπάρχει η κατάθεση ή άλλη οφειλή προς τον καθού η κατάσχεση.
γ) Η δήλωση του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32, γίνεται κοινή για όλους τους οφειλέτες του κατασχετηρίου εγγράφου και συνοδεύεται απαραίτητα από παραστατικό κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού του κάθε οφειλέτη για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ημερών πριν την ημερομηνία επίδοσης του κατασχετηρίου εγγράφου και μιας (1) ημέρας μετά από αυτήν, άλλως θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ δήλωση.
δ) Καθιερώνεται η υποχρέωση απόδοσης των κατασχεθέντων στην Υπηρεσία που επέβαλε την κατάσχεση εντός δέκα (10) ημερών από την υποβολή της δήλωσης τρίτου, χωρίς την τήρηση άλλης ειδικής διαδικασίας που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ν.δ. 17.7/ 13.8.1923 (Α΄224) και ορίζουν τη δυνατότητα κατάθεσης των κατασχεθέντων δικαστικώς και την ανάληψη των κατατεθέντων μόνο με άδεια του δικαστηρίου.
ε) Για την ανωτέρω διαδικασία δεν καταβάλλονται έξοδα.
3. Τιμή Πρώτης Προσφοράς
Με την παράγραφο 3 προστίθεται νέα παράγραφος με αριθμό 6 στο άρθρο 39 του Κ.Ε.Δ.Ε. η οποία ορίζει ότι, για τα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχή, όπου ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, η τιμή της πρώτης προσφοράς - όπως προσδιορίζεται από τις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 39 του Κ.Ε.Δ.Ε.- δεν μπορεί να υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας τόσο κατά το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης, όσο και κατά το χρόνο έκδοσης του προγράμματος πλειστηριασμού αντίστοιχα.
Με τη νέα διάταξη εισάγεται απαγόρευση διενέργειας πλειστηριασμών ακινήτων από το Δημόσιο σε τιμή κατώτερη της αντικειμενικής αξίας τους. Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται και για τα προγράμματα πλειστηριασμού που εκδίδονται βάσει προγενέστερων της δημοσίευσης του νόμου αυτού κατασχέσεων.
4. Προθεσμίες έκδοσης προγραμμάτων πλειστηριασμού ακινήτων
Με την παράγραφο 4 αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 41 του Κ.Ε.Δ.Ε. και εισάγεται νέα διάταξη με την οποία θεσπίζεται υποχρέωση έκδοσης προγράμματος πλειστηριασμού ακινήτων και ορισμού ημερομηνίας πλειστηριασμού αυτών από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος μετά την επιβολή της κατάσχεσης. Ειδικότερα:
α) O προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μετά την παρέλευση τουλάχιστον σαράντα (40) ημερών και το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την κατάσχεση, εκδίδει πρόγραμμα πλειστηριασμού και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού το αργότερο σε πέντε (5) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του προγράμματος.
Επισημαίνεται ότι για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας πλειστηριασμού θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 41 του ΚΕΔΕ, σύμφωνα με τις οποίες οι κοινοποιήσεις, οι τοιχοκολλήσεις και οι δημοσιεύσεις ενεργούνται είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής του.
β) Ειδικά για την περίπτωση που ο πλειστηριασμός δεν διενεργηθεί την ορισθείσα με το πρόγραμμα ημέρα, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. εκδίδει νέο πρόγραμμα το αργότερο εντός έτους από την ορισθείσα ημέρα του μη διενεργηθέντος πλειστηριασμού ή επί αναστολής αυτού, από την ημέρα που έπαυσε η αναστολή και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού κατά τα ανωτέρω.
γ) Επισημαίνεται ότι, η υποχρέωση έκδοσης προγράμματος πλειστηριασμού εντός των ανωτέρω προθεσμιών, δεν υφίσταται, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος (όπως πχ. όταν πρόκειται για ακίνητο του οφειλέτη, το οποίο αποδεδειγμένα αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία του και η οποία καλύπτει τις στοιχειώδεις ανάγκες στέγασης, η αξία της οποίας δεν απέχει σημαντικά από τα όρια που τίθενται από τις κείμενες διατάξεις για την απαλλαγή Φ.Μ.Α. ως πρώτης κατοικίας), ο οποίος αναφέρεται σε αιτιολογημένη έκθεση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.
δ) Για τις κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί πριν την ισχύ του παρόντος , τα προγράμματα πλειστηριασμού εκδίδονται το αργότερο εντός έτους από την ημερομηνία αυτή.
5. Προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, συμψηφισμός και εγγραφή υποθήκης κατά τη διάρκεια δικαστικών αναστολών
Με την παράγραφο 5 προστίθενται δύο νέα εδάφια στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. και ειδικότερα :
Στο άρθρο 6 παράγραφος 6 του Κ.Ε.Δ.Ε ορίζεται ότι, αναστολές καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και των μετά τούτων συνεισπραττομένων, αναστολές λήψης αναγκαστικών μέτρων, ως και διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής που παρέχονται από τα αρμόδια όργανα ή τα δικαστήρια δεν απαλλάσσουν τα χρέη από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή ή η διευκόλυνση.
Με τα νέα εδάφια του νόμου ορίζεται ότι:
« Το ίδιο ισχύει και για τις αναστολές είτε του νόμιμου τίτλου είτε της ταμειακής βεβαίωσης είτε των πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, που χορηγούνται στα πλαίσια δικαστικής αμφισβήτησης, για το ποσό που οφείλεται τελικά με βάση τη δικαστική απόφαση.
Οι ως άνω αναστολές δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 8, καθώς και του άρθρου 83 του παρόντος» .
Κατά συνέπεια από την ισχύ του νόμου (από τις 23/04/2010 και μετά) τα ποσά που καταβάλλονται τελικά με βάση τις αποφάσεις των δικαστηρίων, ενώ είχε προηγηθεί ταμειακή βεβαίωση και χορηγήθηκε οποιουδήποτε είδους δικαστική αναστολή αυτών, επιβαρύνονται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσης, εκτός εάν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα επιβαρύνονται με άλλες προσαυξήσεις όπως π.χ. πρόσθετοι φόροι (φορολογικές προσαυξήσεις).
Με την ίδια διάταξη θεσπίζεται η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. (συμψηφισμός αμοιβαίων απαιτήσεων) σε όλες τις περιπτώσεις που τα βεβαιωμένα χρέη τελούν σε αναστολή.
Ως εκ τούτου από την ημερομηνία αυτή και μετά δε θα λαμβάνονται υπόψη οι εγκύκλιοι κατά το μέρος που αναφέρονται στα θέματα αυτά, όπως οι ΠΟΛ 1140/2001 -γνωμοδότηση 426/2000, και ΠΟΛ 1021/1994-γνωμοδότηση 641/1993.
Με το δεύτερο εδάφιο παρέχεται η δυνατότητα, κατά τη διάρκεια των ανωτέρω αναστολών, εφαρμογής των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 8 του ΚΕΔΕ, ήτοι η εγγραφή υποθήκης σε βάρος ακινήτων οφειλετών του Δημοσίου, τηρουμένης της διαδικασίας που περιγράφεται στο άρθρο αυτό. Ειδικότερα για τη διαδικασία αυτή απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Ειρηνοδίκη της έδρας της Δ.Ο.Υ. ή εφόσον δεν υπάρχει Ειρηνοδικείο η σύμφωνη γνώμη του Διοικητή της Αστυνομικής Αρχής της έδρας της Δ.Ο.Υ. Η σύμφωνη αυτή γνώμη διατυπώνεται σε πρακτικό που συντάσσεται για το σκοπό αυτό.
6. Κατάργηση προσωπικής κράτησης
Με την παράγραφο 6 καταργείται το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κράτησης προς είσπραξη δημοσίων εσόδων. Ειδικότερα καταργούνται οι διατάξεις της περίπτωσης 3 του άρθρου 9 του ΚΕΔΕ, των άρθρων 231-245 του ν.2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄), των διατάξεων των άρθρων 1 έως 11 του ν.1867/1989 (ΦΕΚ 227 Α΄) καθώς και κάθε άλλη σχετική διάταξη που αναφέρεται στο θέμα αυτό.
Οι αποφάσεις, που διατάσσουν προσωπική κράτηση για βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο και δεν έχουν εκτελεσθεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται και ο κρατούμενος απολύεται. Εκκρεμείς αιτήσεις, καθώς και ένδικα μέσα κατά των ανωτέρω αποφάσεων δεν εισάγονται για συζήτηση και οι υποθέσεις τίθενται στο αρχείο.
* Ζητήματα παραγραφής
Η αναστολή της παραγραφής των χρεών, που άρχισε με την υποβολή αίτησης προσωπικής κράτησης, λήγει με τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, η παραγραφή των χρεών αυτών δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο τουλάχιστον έτους από τη λήξη της αναστολής.
7. Προθεσμία για την άσκηση ανακοπής από το Δημόσιο κατά πινάκων διανομής, που συντάσσουν οι σύνδικοι πτώχευσης κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας)
Με την παράγραφο 7 προβλέπεται ανάλογη εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 58 του Κ.Ε.Δ.Ε. στους πίνακες διανομής που συντάσσουν οι σύνδικοι πτώχευσης στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας του ν. 3588/2007. Η ρύθμιση ισχύει για το Δημόσιο και όλα τα Ν.Π.Δ.Δ., οι απαιτήσεις των οποίων εισπράττονται κατά Κ.Ε.Δ.Ε.
Συγκεκριμένα, για την άσκηση ανακοπής από το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., οι απαιτήσεις των οποίων εισπράττονται κατά Κ.Ε.Δ.Ε., κατά του πίνακα διανομής που συντάσσει ο σύνδικος της πτώχευσης σύμφωνα με τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007) ορίζεται προθεσμία 30 ημερών, που αρχίζει από την επίδοση του πίνακα διανομής στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα, κατ' ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 58 του Κ.Ε.Δ.Ε.
Επομένως, με τη νέα αυτή διάταξη διευρύνεται για το Δημόσιο και τα ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής που προβλέπει η γενική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 161 του Πτωχευτικού Κώδικα (10 ημέρες από την τελευταία χρονολογικά δημοσίευση του πίνακα διανομής κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 153 του ίδιου νόμου) και για την έναρξή της απαιτείται επίδοση του πίνακα διανομής στο Δημόσιο (και τα λοιπά -κατά περίπτωση- Ν.Π.Δ.Δ.). Ειδικότερα, κατ' ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 58 του Κ.Ε.Δ.Ε., για την έναρξη της τριακονθήμερης προθεσμίας ανακοπής του Δημοσίου κατά πίνακα διανομής απαιτείται επίδοση τόσο στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που αναγγέλθηκε όσο και στον Υπουργό Οικονομικών (Α.Π. 1635/2002 Ελλ. Δνη 2003, 745, Α.Π. 1320/2003 Ελλ. Δνη 2005, 115, Α.Π. 432/2002 Ε.Ε.Ν. 2003, 367, Ε.Α. 10708/1991 Δίκη 23, 540, Ε.Α. 4651/1990 Ελλ. Δνη 31, 1517), δηλαδή η προθεσμία αρχίζει από την τελευταία χρονικά επίδοση.
8. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 67 αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 23.04.2010.
Γ. Διατάξεις άρθρου 68 - Διαδικασία πληρωμής τόκου αχρεωστήτως εισπραχθέντων εσόδων
Μετά το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 38 ν.1473/1984 (ΦΕΚ 127 Α), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 ν.2120/1993, (ΦΕΚ 24 Α), προστέθηκε νέο εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση δικαστικής επιδίκασης τόκων με επιτόκιο διαφορετικό εκείνου των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, η επιστροφή των τόκων στο δικαιούχο γίνεται με την έκδοση χρηματικού εντάλματος από τις αρμόδιες υπηρεσίες δημοσιονομικού ελέγχου».
Σύμφωνα με τα ανωτέρω όταν προκύπτει θέμα εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων, με διαφορετικό επιτόκιο από αυτό των εντόκων γραμματίων του δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, π.χ. με επιτόκιο κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου ή με τις γενικές διατάξεις περί τόκων υπερημερίας, η πληρωμή των τόκων, που διατάσσεται από το δικαστήριο, γίνεται στο δικαιούχο με την έκδοση χρηματικού εντάλματος από τις αρμόδιες υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου.
Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για όλες τις εκκρεμείς έως σήμερα υποθέσεις.
Η διαδικασία που ακολουθείται για την πληρωμή τόκων είναι η συγκρότηση φακέλου της κάθε υπόθεσης με φωτοτυπίες των τίτλων έκπτωσης με τους οποίους επεστράφησαν τα ποσά των φόρων ή λοιπών εσόδων που προέκυψαν από τις νέες εκκαθαρίσεις με βάση τις δικαστικές αποφάσεις (οι οποίες επισυνάπτονται) και η άμεση αποστολή αυτών στη Γενική Δ/νση Διοικητικής Υποστήριξης - Δ/νση Οικονομικού (Δ.5) Καρ. Σερβίας 10 - 10184 Αθήνα με κοινοποίηση του εγγράφου χωρίς τον φάκελο στη Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής Γ.Λ.Κ. Γενική Δ/νση Θησαυροφυλακίων και Προϋπολογισμού (Δ.20) - Πανεπιστημίου 37 10165 Αθήνα, καθώς και στον δικαιούχο.
Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 68 αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 23.04.2010.