Η Ελλάδα βελτίωσε το 2002 τη θέση της ως προς τον μικροοικονομικό δείκτη ανταγωνιστικότητας. Κατέλαβε την 43η θέση από την 46η το 2001, αλλά ως προς τον δείκτη ανταγωνιστικότητας για την προώθηση της ανάπτυξης υποβιβάστηκε δύο θέσεις στην 38η.
Ο μικροοικονομικός δείκτης ανταγωνιστικότητας, μετράει την ικανότητα της οικονομίας να αξιοποιεί τους υπάρχοντες πόρους στη λειτουργία των επιχειρήσεων και τη στρατηγική τους και για τη βελτίωση της ποιότητας του εθνικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Ο δείκτης ανταγωνιστικότητας για την προώθηση της ανάπτυξης στο μέλλον συντίθεται από τρεις μεταβλητές: την τεχνολογία, την ποιότητα των δημοσίων θεσμών και το μακροοικονομικό περιβάλλον.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής επέστρεψαν στην κορυφή ως η πιο ανταγωνιστική οικονομία του κόσμου με τις καλύτερες προοπτικές για την ανάπτυξη τα προσεχή πέντε με οκτώ χρόνια, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) για το 2002 - 2003.
Η Φιλανδία πέρασε στη δεύτερη θέση, από την πρώτη που ήταν πέρυσι.
Η Ταϊβάν κατέχει την τρίτη θέση ως προς τον δείκτη ανταγωνιστικότητας για προώθηση της ανάπτυξης στο μέλλον (growth index), η Σιγκαπούρη διατηρεί την τέταρτη θέση, η Σουηδία ανεβαίνει στην πέμπτη από την ένατη και η Ελβετία στην έκτη από την 15η.
Η Ιαπωνία, της οποίας οποίας η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, βελτίωσε σημαντικά τη θέση της στη 13η από την 21η.
Τις πρώτες θέσεις βάσει και του μικροοικονομικού δείκτη ανταγωνιστικότητας κατέχουν επίσης οι ΗΠΑ και η Φιλανδία, με τρίτη τη Βρετανία, η οποία ανήλθε από την έβδομη θέση τον περασμένο χρόνο.