Επιβεβλημένη και δεδομένη κρίνεται από το Σύνδεσμο Ελλήνων Αλευροβιομηχάνων η αύξηση στις τιμές των αλεύρων, ακολουθώντας τις τιμές του σίτου.
Σε ανακοίνωσή του, με αφορμή τις εξελίξεις στις τιμές των σιτηρών λόγω της απαγόρευσης εξαγωγών σιτηρών που επέβαλε η Ρωσία, ο Σύνδεσμος σημειώνει ότι «η σημερινή κατάσταση της αγοράς σιτηρών αποδεικνύει περίτρανα τις αδυναμίες του γεωργικού τομέα της χώρας μας εν γένει αλλά και του ίδιου του τομέα ειδικότερα».
Οι αδυναμίες αυτές, σύμφωνα με το Σύνδεσμό, είναι οι ακόλουθες:
1. Η αδυναμία έγκαιρης εκτίμησης σποράς-συγκομιδής-παραγωγής.
2. Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα του τομέα κυρίως λόγω του μικρού μεγέθους του κλήρου, του πολυτεµαχισµού της αγροτικής γης και της χαμηλής γονιμότητας των καλλιεργούμενων εδαφών
3. Η απουσία διαφοροποίησης μεταξύ του ποιοτικού από το μη ποιοτικό προϊόν
4. Η ποιοτική υστέρηση των παραγόμενου σίτου λόγω και των προσμείξεων του µε «ξένους σπόρους»
5. Η εμφανής και γνωστή ποιοτική ανομοιογένεια του παραγόμενου προϊόντος».
Τα παραπάνω, όπως αναφέρει ο Σύνδεσμος, «σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η τιμή των αγροτικών προϊόντων, και ειδικά των σιτηρών, είναι εξαρτώμενη και από τα καιρικά φαινόμενα δημιουργούν απορίες, γκρίνιες, αναστάτωση στην αγορά. ¶λλοτε δικαιολογημένες, άλλοτε όχι».
Όπως τονίζουν οι αλευροβιομήχανοι, «η Ελλάδα, αποτελούσε και αποτελεί ''μία κουκίδα'' στον παγκόσμιο αγροτικό χάρτη, μη μπορώντας να διαμορφώσει τις εξελίξεις στις αγορές των περισσότερων αγροτικών προϊόντων, ευρισκόμενη απλά να τις παρακολουθεί και να τις ακολουθεί, τις περισσότερες φορές. Ο τομέας των δημητριακών, και ειδικά του μαλακού σίτου δεν αποτελούσε και δεν αποτελεί την εξαίρεση».
«Διαχρονικά», προσθέτουν, «η παραγωγή ελληνικού μαλακού σίτου δεν επαρκεί για τις ανάγκες της εγχώριας αλευροβιομηχανίας και της εγχώριας κατανάλωσης, καλυπτόμενη κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από εισαγωγές».
Επισημαίνουν ακόμη ότι «παρά τα προβλήματά του όμως στην Ελλάδα οι τιμές που εισέπραττε και εισπράττει ο Έλληνας παραγωγός είναι μεγαλύτερες (για το όμοιο ποιοτικά σιτάρι) από αυτές που εισπράττει ο Ευρωπαίος, γεγονός που καθιστά αδύνατες τις εξαγωγές του ελληνικού μαλακού σίτου», προσθέτοντας ότι «η φετινή χρονιά, μετά την απόφαση της ρώσικης κυβέρνησης για απαγόρευση των εξαγωγών, ''πυροδότησε'' την παγκόσμια αγορά των σιτηρών με γιγαντιαίες αυξήσεις στις τιμές των σιτηρών που προσφέρονται στην εγχώρια αλευροβιομηχανία».
«Οι προσφερόμενες τιμές εισαγόμενου ποιοτικού σίτου στα μέλη μας, σήμερα, είναι δραματικά αυξημένες από αυτές που προσφέρονταν προ μικρού χρονικού διαστήματος», τονίζει ο Σύνδεσμός και συμπληρώνει ότι «υπό αυτές τις συγκυρίες η αύξηση στις τιμές των αλεύρων κρίνεται και επιβεβλημένη και δεδομένη, ακολουθώντας τις τιμές του σίτου. Όπως ακολουθώντας τις τιμές του σίτου, τα άλευρα, τα δύο περασμένα χρόνια, ήταν πάμφθηνα».
«Τα εκατομμύρια των πραγματοποιούμενων επενδύσεων στο χώρο της αλευροβιομηχανίας και οι χιλιάδες θέσεις εργασίας στην αλυσίδα σιτάρι-αλεύρι-ψωμί πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν», καταλήγουν οι αλευροβιομήχανοι.