«Oι Κινέζοι επενδυτές θα πρέπει να συνεργαστούν με τις ελληνικές επιχειρήσεις και όχι να τις παρακάμψουν», τονίζει η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), σχολιάζοντας τη διπλή συμφωνία διακρατικής συνεργασίας της χώρας μας με την Κίνα στον τομέα των επενδύσεων, καθώς και την προώθηση έντεκα επιχειρηματικών συμφωνιών συνεργασίας στους κλάδους της ναυτιλίας, του εμπορίου και του τουρισμού.
Η ΕΣΕΕ αναφέρει πως «την τελευταία πενταετία, από την οπτική του εμπορικού ισοζυγίου, παρατηρείται ένα χάσμα μεταξύ εισαγωγών - εξαγωγών από και προς την Κίνα» και πως «το άνοιγμα όλο και περισσότερων εμπορικών επιχειρήσεων ασιατικών συμφερόντων, που χαρακτηρίζει τα κέντρα των μεγάλων ελληνικών πόλεων, έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην εμπορική δραστηριότητα της εγχώριας αγοράς».
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε», συνεχίζει, «ότι το 70% των προϊόντων “μαϊμού”, με προορισμό την Ελλάδα, έχουν χώρα προέλευσης την Κίνα και ενδιάμεσο σταθμό την Ιταλία. Από τα 20 δισ. ευρώ του παρεμπορίου σχεδόν το 50%, δηλαδή τα 9 δισ. ευρώ, υπολογίζεται ότι προέρχεται από τα συγκεκριμένα προϊόντα, ενώ το υπόλοιπο 50% διακινείται από την «China Town» γύρω από την Ομόνοια»'.
Το ζητούμενο από την ΕΣΕΕ είναι η συνεργασία μεταξύ των κινεζικών και ελληνικών επιχειρήσεων να διέπεται από αμοιβαίο σεβασμό, έτσι ώστε να διαψευστούν όλοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο «Κινέζικος Δράκος» θα κατακτήσει την ελληνική αγορά, διεισδύοντας όλο και περισσότερο στις εγχώριες εμπορικές δραστηριότητες και ιδιαίτερα του λιανεμπορίου.
«Το κράτος οφείλει να διευκολύνει, στο μέτρο του δυνατού, τις κινεζικές επενδύσεις και να δώσει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις των δύο πλευρών να δημιουργήσουν ισχυρές και μόνιμες επιχειρηματικές σχέσεις χωρίς σύγκρουση συμφερόντων, βασισμένες στην ειλικρίνεια και στην εμπιστοσύνη. Υπό αυτήν την έννοια, οι Κινέζοι επενδυτές θα πρέπει να συνεργαστούν με τις ελληνικές επιχειρήσεις και όχι να τις παρακάμψουν», σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση και προστίθεται:
«Δεν θα πρέπει λοιπόν να δώσουμε «γη και ύδωρ» και να επιτρέψουμε σε οποιαδήποτε δραστηριότητα κινείται στα όρια της νομιμότητας να παρουσιάζεται ως επένδυση, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις».