Αντιδράσεις εντός του κυβερνητικού συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων προκάλεσαν οι δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε περί ενδεχόμενης ενίσχυσης των εξουσιών της ΕΕ στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Σε συνέντευξή του προς την βρετανική εφημερίδα Financial Times που δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα, ο υπουργός είχε υποστηρίξει ότι η έκδοση ευρωομολόγων απαιτεί θεμελιώδεις αλλαγές στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Ωστόσο δεν απέκλεισε την εκχώρηση της αρμοδιότητας της δημοσιονομικής πολιτικής από το Βερολίνο στην ΕΕ, αν δινόταν χρόνος μερικών μηνών στην κυβέρνησή του να πείσει το γερμανικό κοινοβούλιο.
Οι επισημάνσεις του υπουργού Οικονομικών προκάλεσαν τις αντιδράσεις στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού.
«Είμαι κατά της κοινής δημοσιονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη, καθώς κάποιες χώρες είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν σκληρότερη πολιτική λιτότητας από κάποιες άλλες», δήλωσε ο εκπρόσωπος των Φιλελεύθερων για δημοσιονομικά θέματα Όττο Φρίκε.
«Εάν το κοινοβούλιό μας εκχωρήσει την αρμοδιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ, αυτό θα ήταν αντίθετο προς το Σύνταγμα της χώρας μας».
Ο ίδιος απέρριψε επίσης την πρόταση για την έκδοση κοινού ομολόγου για όλες τις χώρες της ευρωζώνης, υπογραμμίζοντας ότι «εάν ανακατέψουμε τις χρηματοοικονομικές ροές στην Ευρώπη δεν θα υπάρχει κανένα κίνητρο για να επιστρέψουν οι υπερχρεωμένες χώρες στο δρόμο της αρετής».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του Χριστιανοδημοκράτη βουλευτή Μίχαελ Φουξ. «Εάν υιοθετήσουμε το ευρωομόλογο καθιστούμε εαυτούς συνυπεύθυνους για τις χώρες που δημιουργούν χρέη. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται μεγάλο κόστος για τη Γερμανία, που θα κληθεί να καταβάλει υψηλότερα επιτόκια δανεισμού».