Σημαντική ώθηση στην κατεύθυνση μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού δίνει η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ δέκα χωρών για την κατασκευή θαλάσσιου δικτύου στη Βόρεια Θάλασσα.
Οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές του σχεδίου ισχυρίζονται ότι θα δώσει στην Ευρώπη πρόσβαση σε μια πηγή ενέργειας μεγαλύτερη ακόμη και από τους φυσικούς πόρους της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον θα βοηθήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει για μείωση της παραγωγής εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Το Μνημόνιο Συνεννόησης υπέγραψαν οι δέκα «Χώρες της Βόρειας Θάλασσας» -Σουηδία, Δανία, Γερμανία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Γαλλία, Βρετανία, Ιρλανδία, Νορβηγία και Βέλγιο. Τώρα θα πρέπει να συνεργαστούν με στόχο, σε πρώτη φάση, την κατάρτιση χρονοδιαγράμματος των επενδύσεων που απαιτούνται για την υλοποίηση του σχεδίου.
Μέχρι σήμερα, χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δημιουργήσει θαλάσσια αιολικά πάρκα μόνο για την παροχή ενέργειας σε εθνικό επίπεδο, κάτι που σημαίνει ότι η επιπλέον ενέργεια που παράγεται συχνά πηγαίνει χαμένη, ενώ θα μπορούσε να διοχετεύεται σε ένα υπερεθνικό δίκτυο.
Η συμφωνία «συνιστά απαραίτητο βήμα για την κατασκευή ενός θαλάσσιου δικτύου ηλεκτροδότησης, το οποίο αποτελεί και προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού», δήλωσε ο Κρίστιαν Χερ της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ένωσης, το «υπερ-δίκτυο» που είχε προαναγγελθεί από το Δεκέμβριο του 2009 θα μπορούσε να αυξήσει τη δυνατότητα παραγωγής αιολικής ενέργειας της Ευρώπης κατά 40GW έως το 2020. Απώτερος στόχος: η παροχή ανανεώσιμης ενέργειας σε ολόκληρη την ήπειρο μέσω της εκμετάλλευσης του μεσογειακού Ήλιου ή των κυμάτων και του ανέμου στο Βορρά.
Το υπερ-δίκτυο της Βόρειας Θάλασσας αναμένεται να στοιχίσει έως και 30 δισεκατομμύρια ευρώ. Εκτιμάται ωστόσο ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει ακόμη και 150.000 θέσεις απασχόλησης. Παρότι μένει να διευθετηθούν πολλές εκκρεμότητες, η Βελγική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιστεύει πως «ο στόχος της κάλυψης του 100% των ενεργειακών αναγκών από ΑΠΕ έως το 2050 δεν αποτελεί πλέον όνειρο».