Το μεγαλύτερο ρίσκο για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης, επισήμανε χθες ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Μπεν Μπερνάνκι, σε τηλεοπτική συνέντευξή του στο CBS.
Όπως ανέφερε, η ύφεση στις ΗΠΑ θα τερματιστεί κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος του 2009 και η ανάκαμψη θα αρχίσει από το επόμενο έτος. Διαβεβαίωσε, παράλληλα, ότι ο κίνδυνος μίας μεγάλης ύφεσης, όπως εκείνη του 1929, είναι πλέον απομακρυσμένος.
«Η ανάκαμψη δεν θα έρθει μέχρις ότου οι χρηματοοικονομικές αγορές και οι τράπεζες σταθεροποιηθούν», δήλωσε ο Μπερνάνκι, σημειώνοντας πως το σχέδιο της αμερικανικής κυβέρνησης χρειάζεται «κάποια υπομονή και υποστήριξη».
Τα σχόλια του προέδρου της Fed φανερώνουν ότι ο ίδιος είναι έτοιμος να δεχτεί κριτική από τις νομοθετικές αρχές σχετικά με οποιαδήποτε αίτημα για επιπλέον χρηματοδότηση προς τους προβληματικούς χρηματοοικονομικούς ομίλους.
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιθνερ, δήλωσε αυτόν το μήνα πως το πρόγραμμα διάσωσης των αμερικανικών τραπεζών ενδεχομένως να χρειαστεί περισσότερα χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων.
Ο 55χρονος Μπερνάνκι δεν αποκάλυψε περισσότερες λεπτομέρειες για τα προγράμματα στήριξης των χρηματοοικονομικού συστήματος και δεν προέβη σε προβλέψεις για την οικονομία, κατά τη διάρκεια της χθεσινής του συνέντευξης.
«Νοιάζομαι για τη Wall Street για έναν και μοναδικό λόγο», δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο διοικητής της Fed. «Γιατί όσα συμβαίνουν στη Wall Street επηρεάζουν και τη Main Street», εξήγησε, σημειώνοντας πως «αν δεν σταθεροποιήσουμε τις χρηματοοικονομικές αγορές, αν δεν λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουμε ότι ρέουν και πάλι οι πιστώσεις, τότε ο πατέρας μου δεν θα μπορέσει να πάρει δάνειο για να φτιάξει το νέο του κατάστημα».
Όπως τόνισε, η δημιουργία του προγράμματος TARP, τον Οκτώβριο, απέτρεψε μια πιθανή «κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος». Αποφύγαμε τον κίνδυνο μας παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, δήλωσε χαρακτηριστικά. «Το πρόβλημα τώρα είναι να επανέλθει ο κλάδος σε κανονική λειτουργία.»
Αναφερόμενος στις αμερικανικές τράπεζες, επανέλαβε ότι, αν και είναι «φερέγγυες», οι έλεγχοι αντοχής της κυβέρνησης θα δείξουν πόσα επιπρόσθετα κεφάλαια χρειάζονται προκειμένου να διαθέτουν «επαρκή κεφαλαιοποίηση» σε δυσκολότερες συνθήκες.