Το σ/ν για την αναβάθμιση της Επιτροπής Ανταγωνισμού

Τρίτη, 31 Μαρτίου 2009 14:52
UPD:18:04

Αιτιολογική Έκθεση

Σχέδιο Νόμου «Αναθεώρηση Διατάξεων περί Ανταγωνισμού»

Επί της αρχής του σχεδίου νόμου

O Ν. 703/1977 «Περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού», όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα, θεσπίζει κανόνες για τη λειτουργία της αγοράς μέσα από υγιείς συνθήκες ανταγωνισμού και επιβάλλει κυρώσεις σε επιχειρήσεις, που εφαρμόζουν συμπεριφορές και πρακτικές που διαστρεβλώνουν τον ανταγωνισμό. Οι ουσιαστικές διατάξεις του νόμου ακολουθούν τις αντίστοιχες διατάξεις του δικαίου της ΕΟΚ και μετά της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ενώ όμως κατά το ουσιαστικό του μέρος ο νόμος αυτός ήδη από το 1977 εισήγαγε στο ελληνικό δίκαιο διατάξεις που μπορούσαν να αποτελέσουν την βάση όχι μόνο για την αντιμετώπιση περιοριστικών του ανταγωνισμού πρακτικών, αλλά και την αποφυγή της διάρθρωσης ολόκληρων τομέων της επιχειρηματικής και οικονομικής δραστηριότητας με τρόπο ολιγοπωλιακό και αδιαφανή, η εφαρμογή του και η εξέλιξη του, ιδιαίτερα στην δεκαετία του 1980, δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

H εικόνα αρχίζει να αλλάζει αρχικά με τον Ν. 2996/1995 με τον οποίο η Επιτροπή Ανταγωνισμού απέκτησε τη μορφή ανεξάρτητης αρχής. Συνέχισε όμως να παρουσιάζει εκτεταμένες δυσλειτουργίες και ελλείψεις στην υποδομή της που δεν επέτρεψαν την εκπλήρωση του έργου που της ανατέθηκε. Πολύ μεγάλος αριθμός υποθέσεων παρέμεναν επί έτη ανοικτές λόγω της περιορισμένης υλικοτεχνικής υποδομής και της ανεπαρκούς στελέχωσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Μόνο μετά το 2004 και ιδίως με τον Ν. 3373/2005 η Επιτροπή Ανταγωνισμού απέκτησε διακεκριμένη νομική προσωπικότητα που της επιτρέπει να παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλήψεις της, της αναγνωρίστηκε αρμοδιότητα κανονιστικής παρέμβασης σε κλάδους της οικονομίας (άρθρο 5 του Ν. 703/1977) και επί πλέον διευρύνθηκαν οι ελεγκτικές της εξουσίες όπως διευρυνθήκαν και οι αρμοδιότητες της στην εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, συμφώνως προς τις διατάξεις του Κανονισμού 1/2003. Κυρίως ενισχύθηκε υλικοτεχνικά και σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού. Πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 2004-2005 η Επιτροπή χειρίστηκε 42 υποθέσεις εκ των οποίων 18 τέθηκαν τελικά στο αρχείο, κατά την περίοδο 2005-2006 χειρίστηκε 261 υποθέσεις εκ των οποίων 211 τέθηκαν στο αρχείο και κατά την περίοδο 2006-2007 χειρίστηκε 193 υποθέσεις εκ των οποίων 102 υποθέσεις τέθηκαν στο αρχείο. Ως προς την επιβολή κυρώσεων, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή κατά την περίοδο 1996-2000 διαπίστωσε 52 παραβάσεις και επέβαλλε πρόστιμα συνολικού ύψους 2.580.000 ευρώ, την περίοδο 2001-2003 διαπίστωσε 22 παραβάσεις και επέβαλλε πρόστιμα συνολικού ύψους 11.099.000 ευρώ και την περίοδο 2004-2007 διαπίστωσε 44 παραβάσεις και επέβαλλε πρόστιμα ύψους 102.014.000 ευρώ.

Καθώς η παρουσία και η παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην καθημερινότητα αυξάνεται, έχει καταστεί αναγκαίο να ληφθούν και νέα μέτρα που να ενισχύουν τον θεσμικό ρόλο της Επιτροπής Ανταγωνισμού και να δημιουργούν τις συνθήκες για την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων που εισάγονται σε αυτή. Ο ρόλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την λειτουργία του ανταγωνισμού προς όφελος των καταναλωτών, δεν πρέπει να περιορίζεται στην καταστολή. Ο στόχος της ορθής λειτουργίας του ανταγωνισμού προϋποθέτει σωστή χαρτογράφηση των αγορών που να επιτρέπει σωστότερη και πιο αποτελεσματική παρέμβαση στην διάρθρωση των αγορών, όπου και όταν οι συνθήκες το απαιτούν. Η θεμελιώδης για την λειτουργία της οικονομίας επιχειρηματική δραστηριότητα πρέπει να εκδηλώνεται και να αναπτύσσεται χωρίς τους φραγμούς και τις στρεβλώσεις της ανέλεγκτης μεγάλης οικονομικής δύναμης. Η κυβερνητική παρέμβαση είναι επιτυχής, όταν χωρίς να εκτρέπεται στον προστατευτισμό και τον απομονωτισμό, επιτυγχάνει τα παραπάνω προς όφελος του καταναλωτή. Με τον τρόπο αυτό ενισχύονται όσοι επιθυμούν να επενδύσουν, εισέρχονται νέοι παίκτες στην αγορά και ανατρέπονται τα στεγανά, δημιουργούνται νέες δουλειές και αναπτύσσεται η καινοτομία στην πραγματική οικονομία και πρωτίστως προστατεύεται ο καταναλωτής.

Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο υλοποίησης της ολοκληρωμένης στρατηγικής της για την διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού εποπτείας της λειτουργίας μιας αποτελεσματικής οικονομίας προς όφελος του καταναλωτή, έχει ήδη προχωρήσει σε συγκεκριμένα βήματα, αναθεωρώντας τον Αγορανομικό Κώδικα με τον ν. 3668/2008 και δημιουργώντας την Υπηρεσία Εποπτείας της Αγοράς με τον. 3728/2008. Η κορύφωση της κυβερνητικής στρατηγικής στο πεδίο αυτό αφορά την ολοκλήρωση της νομοθετικής παρέμβασης της στην οργάνωση και λειτουργία του μηχανισμού ελέγχου της τήρησης συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά, της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Στόχος του παρόντος σχεδίου νόμου είναι, έχοντας μελετήσει προσεκτικά την υφιστάμενη κατάσταση για τον τρόπο λειτουργίας των μηχανισμών τήρησης των συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, τόσο σε ελληνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να διαμορφωθεί ένα συνολικότερο θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των μηχανισμών εποπτείας του ανταγωνισμού, που να καθιστά την Επιτροπή Ανταγωνισμού ένα μηχανισμό άμεσης και αποτελεσματικής παρέμβασης, αξιοποιώντας και άλλους ελεγκτικούς μηχανισμούς που αφορούν στην αγορά.

Με το παρόν σχέδιο νόμου το ελληνικό δίκαιο εναρμονίζεται πλήρως προς το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού όπως αυτό έχει διαμορφωθεί με τον Κανονισμός 1/2003, ολοκληρώνοντας την εναρμόνιση που επιχειρήθηκε με τον Ν. 3373/2005. Με την εναρμόνιση αυτή επιτυγχάνεται ταυτοχρόνως και ένας δεύτερος στόχος, η ελάφρυνση του έργου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ώστε αυτή, κατά το πρότυπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να επικεντρωθεί στην καταπολέμηση των σοβαρών μορφών παραβάσεως του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως λ.χ. τα λεγόμενα οριζόντια καρτέλ και η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

Επί των άρθρων του σχεδίου νόμου

Με το άρθρο 1 του σχεδίου νόμου γίνεται μια ρύθμιση εναρμόνισης προς το κοινοτικό δίκαιο, σε συνέχεια του ν. 3373/2005, καθώς καταργείται το «σύστημα της κατ’ αρχήν απαγορεύσεως με δυνατότητα εξαιρέσεως» και εισάγεται σύστημα «εξαιρέσεων άμεσης εφαρμογής» (εκ του νόμου εξαιρέσεις). Βάσει αυτού οι συμπράξεις, οι οποίες εμπίπτουν κατ’ αρχήν στο άρθρο 1 παράγραφος 1, αλλά πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παράγραφος 3 του ν. 703/77, επιτρέπονται, προς τούτο δε δεν είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής αποφάσεως από διοικητική αρχή και συγκεκριμένα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. ¶μεση συνέπεια είναι ότι οι επιχειρήσεις φέρουν πλέον οι ίδιες την ευθύνη νομικής αξιολογήσεως των συμφωνιών που συνάπτουν και των πρακτικών που ακολουθούν ως προς τη συμβατότητά τους με το άρθρο 1 του ν. 703/77.

Στο άρθρο 2 διευκρινίζεται ότι το άρθρο 4α του ν. 703/77 επιτελεί σκοπό αποκλειστικά χαρτογράφησης της αγοράς και μάλιστα τίθενται περιοριστικά τα στοιχεία τα οποία αποτελούν περιεχόμενο της γνωστοποίησης. Παράλληλα η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να προτείνει την αλλαγή των κριτηρίων που περιγράφονται στο άρθρο 4α ανάλογα με τις συνθήκες του ανταγωνισμού στις επιμέρους αγορές.

Με το άρθρο 3 διασφαλίζεται η δυνατότητα κάθε ενδιαφερομένου να παρέχει στοιχεία τα οποία θα είναι πιθανά χρήσιμα για την Επιτροπή Ανταγωνισμού τηρώντας φυσικά τα όρια του επιχειρηματικού απορρήτου. Παράλληλα η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να προτείνει την αλλαγή των κριτηρίων που περιγράφονται στο άρθρο 4β ανάλογα με τις συνθήκες του ανταγωνισμού στις επιμέρους αγορές

Στο άρθρο 4 του σχεδίου νόμου βελτιώνεται η διαδικασία προληπτικού ελέγχου των συγκεντρώσεων καθώς παρέχεται η δυνατότητα στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να συμφωνούν και να προβαίνουν σε αλλαγές της συγκέντρωσης, ενημερώνοντας πάντα την Επιτροπή Ανταγωνισμού, εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η έγκριση της συγκέντρωσης. Παράλληλα η Επιτροπή έχει την δυνατότητα να θέσει και η ίδια όρους και προϋποθέσεις, προκειμένου να καταστεί μια συγκέντρωση συμβατή με τις διατάξεις της νομοθεσίας. Η αναφορά στο άρθρο 4 παρ. 5 εξαλείφεται εν όψει της εξέλιξης και με το άρθρο 1 παρ. 3.

Με το άρθρο 5 του σχεδίου νόμου τονίζεται ακόμη περισσότερο η ενίσχυση του ρόλου της Επιτροπής Ανταγωνισμού καθώς πλέον η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει προσωρινά μέτρα στήριξης του υγιούς ανταγωνισμού σε περιπτώσεις συγκεντρώσεων που δεν έχουν ελεγχθεί ακόμη, ή έχει διαπιστωθεί παράβαση των όρων της απόφασης που εγκρίνει τη συγκέντρωση, ή η εν λόγω συγκέντρωση περιορίζει σημαντικά τον ανταγωνισμό. Επίσης ρυθμίζεται το κύρος των δικαιοπραξιών που γίνονται στα πλαίσια παρανόμων συγκεντρώσεων.

Κατά το άρθρο 6 του σχεδίου νόμου ενισχύεται έτι περισσότερο η κανονιστική αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού καθώς καταργείται η πρόβλεψη για έκδοση υπουργικής απόφασης που να ενεργοποιεί τις κανονιστικές αποφάσεις της Επιτροπής και οι εν λόγω αποφάσεις ισχύουν αυτοδικαίως από την έκδοση τους. Διευρύνονται τα χρονικά όρια που έχει στη διάθεση της η Επιτροπή για να ελέγξει κατά πόσο τα μέτρα που έθεσε σε ισχύ έχουν επιφέρει αποτελέσματα και ορίζονται οι κυρώσεις που έχει στη διάθεση της για όσες επιχειρήσεις δεν συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις της. Παράλληλα ρυθμίζονται τα μέσα ένδικης προστασίας των ενδιαφερομένων.

Με το άρθρο 7 του σχεδίου νόμου, προσαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία στο γεγονός ότι έληξε η ισχύς της Συνθήκης ΕΚΑΧ (23.7.2002), με την κατάργηση της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν. 703/77.

Στο άρθρο 8 περιλαμβάνονται οι ρυθμίσεις που επιφέρουν αλλαγές στη δομή και την οργάνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, οι οποίες ανταποκρίνονται στην ανάγκη για ταχύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία της. Ο αριθμός των μελών της περιορίζεται από 11 τακτικά και 11 αναπληρωματικά (σύνολο 22) σε 9 τακτικά και 5 αναπληρωματικά (σύνολο 14). Από τα μέλη της Επιτροπής ο Πρόεδρος και τέσσερα μέλη, που ονομάζονται Εισηγητές, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Κριτήριο για τον ορισμό κάποιου ως μέλος της Επιτροπής δεν είναι η κατοχή κάποιας τυπικής ιδιότητας (π.χ. δικαστικός ή μέλος Δ.Ε.Π.) αλλά η κατάρτιση και εμπειρία σε νομικά και οικονομικά θέματα που αφορούν στον ανταγωνισμό. Πάντως λαμβάνεται πρόνοια σε περίπτωση που τα μέλη της Επιτροπής έχουν κάποια τυπική ιδιότητα ώστε να μην υπάρχει πρόβλημα για τη συμμετοχή τους στην Επιτροπή. Η θητεία των μελών παραμένει τριετής με δυνατότητα μόνο μιας ανανέωσης. Γίνεται ρητή πρόβλεψη για τα ασυμβίβαστα των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού ώστε να μην υπάρχει ζήτημα μεροληψίας ή άλλης επιρροής στην άσκηση των καθηκόντων τους. Ρυθμίζεται επίσης και το καθεστώς της μεταβατικής περιόδου που μεσολαβεί από την λήξη της θητείας των μελών της Επιτροπής μέχρι τον ορισμό των νέων μελών.

Στο ίδιο άρθρο του σχεδίου νόμου πραγματοποιείται σημαντική τομή στη λειτουργία της Επιτροπής καθώς πλέον ένα μέλος της Επιτροπής επιλαμβάνεται άμεσα μιας υπόθεσης, επικουρούμενος από στελέχη της ΓΔ Ανταγωνισμού. Επίσης η Ολομέλεια της Επιτροπής προτεραιοποιεί την σπουδαιότητα των υποθέσεων χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια. Η Επιτροπή εξετάζει τις υποθέσεις κατά κανόνα σε 3μελή Τμήματα και η Ολομέλεια επιλαμβάνεται μόνο επί υποθέσεων μείζονος σημασίας και επί θεμάτων άσκησης κανονιστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής. Γίνεται λεπτομερής ρύθμιση των κανόνων απαρτίας και λειτουργίας των Τμημάτων και της Ολομέλειας της Επιτροπής, ακόμη και ως προς θέματα παρουσίας των ενδιαφερομένων μερών ενώπιον της Επιτροπής. Εξουσιοδοτούνται οι Υπουργοί Ανάπτυξης και Οικονομίας και Οικονομικών να ρυθμίσουν με απόφαση τους τις αποδοχές και τυχόν άλλες αποζημιώσεις των μελών και των στελεχών της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της αντίστοιχης Γενικής Διεύθυνσης, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων. Θεσμοθετείται Κώδικας Δεοντολογίας για τα μέλη και τα στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Για την αποφυγή καταχρηστικής συμπεριφοράς εις βάρος των μελών και των στελεχών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με την άσκηση ποινικών διώξεων και αστικών αξιώσεων, προβλέπεται νομική προστασία τους, κατά τα πρότυπα της Υπηρεσίας Εποπτείας της Αγοράς. Διατηρείται η δυνατότητα της Επιτροπής να συγκροτεί ειδικές ομάδες εργασίας για την ενδελεχέστερη μελέτη θεμάτων που την αφορούν. Προβλέπεται η νομική εκπροσώπηση των μελών και των στελεχών της Επιτροπής να ανατίθεται σε εξωτερικό δικηγόρο που θα επιλέγει η Ολομέλεια της Επιτροπής, και όχι στο αυτοτελές γραφείο νομικής υποστήριξης. Διατηρείται η υποχρέωση των μελών της Επιτροπής να μην καταλαμβάνουν θέσεις ή να παρέχουν υπηρεσίες σε επιχειρήσεις των οποίων υποθέσεις είχε χειριστεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού κατά τη θητεία τους.

Με το άρθρο 9 του σχεδίου νόμου σε συνδυασμό με το άρθρο 11, η ομαδική εξαίρεση συμπράξεων από την εφαρμογή του άρθρου 1 καθίσταται αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κάτι που συνιστά περαιτέρω ενίσχυση του ρόλου της.

Στο άρθρο 10 του σχεδίου νόμου ανακαθορίζονται μερικώς οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού ώστε να ανταποκρίνονται στις νέες ρυθμίσεις περί έγκρισης συμπράξεων, καθώς πλέον η τελική απόφαση ανήκει στην Επιτροπή. Επίσης ενισχύονται οι αρμοδιότητες της Επιτροπής ως προς την κανονιστική της αρμοδιότητα.

Με το άρθρο 11 του σχεδίου νόμου οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού προσαρμόζονται στη νέα δομή της Επιτροπής. Για την καλύτερη δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ανασυντίθεται το γραφείο νομικής υποστήριξης του οποίου πλέον προΐσταται πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και το οποίο θα στελεχωθεί από δικηγόρους που θα επιλεγούν για τον σκοπό αυτό. Οι σχετικές διατάξεις μεταφέρονται για λόγους συστηματικούς και νομοτεχνικούς στο άρθρο περί αρμοδιοτήτων του Προέδρου, λόγω ακριβώς της άμεσης υπαγωγής σε αυτόν. Παράλληλα η Επιτροπή διατηρεί τη δυνατότητα να αναθέσει σε εξωτερικό δικηγόρο ιδιαίτερα σημαντικές υποθέσεις που την αφορούν ως όργανο, εάν αυτό κριθεί αναγκαίο.

Στο άρθρο 12 του σχεδίου νόμου προβλέπεται η διοικητική αναδιάρθρωση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού σε τέσσερις Διευθύνσεις, με τη αναβάθμιση και του Τμήματος Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε Διεύθυνση και τη δημιουργία αυτοτελούς Διεύθυνσης Οικονομικής Τεκμηρίωσης για θέματα ανταγωνισμού. Στόχος είναι η ύπαρξη μιας επαρκούς υποστηρικτικής δομής για το έργο της Επιτροπής σε νομικό, οικονομικό και διοικητικό επίπεδο. Επίσης προβλέπεται ότι ο Γενικός Διευθυντής θα ορίζεται από την Ολομέλεια της Επιτροπής και όχι από τον Υπουργό Ανάπτυξης, ως στοιχείο ενίσχυσης της ανεξαρτησίας της Επιτροπής. Αυξάνονται οι οργανικές θέσεις της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού σε διακόσιες με ανώτατο όριο περαιτέρω αύξησης τις διακόσιες πενήντα. Καθορίζεται τέλος εκ νέου η διαδικασία απόσπασης και μετάταξης υπαλλήλων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Με το άρθρο 13 δημιουργείται Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, κάτι που αποτελεί αίτημα της ίδιας της Επιτροπής, με στόχο τη συστημική παρακολούθηση και βελτίωση της λειτουργίας και της απόδοσης της.

Με το άρθρο 14 του σχεδίου νόμου ρυθμίζεται η επιβολή υποχρεώσεων ή ανάληψη δεσμεύσεων από επιχειρήσεις για την συμβατότητα σύμπραξης με την νομοθεσία του ανταγωνισμού

Με το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου καταργείται το άρθρο 11 του ν. 703/1977 περί αρνητικών πιστοποιήσεων ως προς την παράβαση ή όχι των διατάξεων ανταγωνισμού και το άρθρο 10 εν όψει των αλλαγών στο άρθρο 1.

Στο άρθρο 16 αντικαθίσταται το άρθρο 11α ώστε να επιταχύνεται η διαδικασία και να μην επιβαρύνεται η Επιτροπή σε περιπτώσεις όπου προφανώς δεν έχει αρμοδιότητα ή δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού του ανταγωνισμού.

Με το άρθρο 17 του σχεδίου νόμου γίνεται ρύθμιση με την οποία η διάταξη του άρθρου 18 παράγραφος 2 του ν. 703/77, η οποία ρυθμίζει τα της παρεμπίπτουσας κρίσεως των (πολιτικών και ποινικών) δικαστηρίων ως προς το κύρος συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 1 ν. 703/77 ή 81 ΣυνθΕΚ, προσαρμόζεται στις αλλαγές που γίνονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του ν. 703/77.

Στο άρθρο 18 του σχεδίου νόμου απλοποιείται η υποχρέωση γνωστοποιήσεως των συμπράξεων και η σχετική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με την τροποποίηση του άρθρου 21 του ν. 703/77, καθώς απαριθμούνται τα στοιχεία η αναφορά των οποίων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού εξαντλεί την υποχρέωση γνωστοποίησης.

Στο άρθρο 219του σχεδίου νόμου προσδιορίζεται περιοριστικά το περιεχόμενο της γνωστοποίησης συμπράξεων, έτσι ώστε η ίδια να ορίσει στοιχεία που αφενός δεν θα δημιουργούν υπερβολικό φόρτο εργασίας αλλά αφετέρου θα συμβάλλουν ώστε η Επιτροπή να έχει σαφή εικόνα των συμπράξεων και της διαμόρφωσης της αγοράς.

Συνακόλουθα στο άρθρο 20 του σχεδίου νόμου προσδιορίζονται οι συνέπειες της γνωστοποίησης στο ίδιο πνεύμα απλοποίησης διαδικασιών και λαμβάνοντας υπόψιν τις νέες ρυθμίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 703/77.

Με το άρθρο 21 του σχεδίου νόμου ενισχύονται οι εξουσίες ελέγχου από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Στο άρθρο 22 του σχεδίου νόμου ενισχύεται η υποχρέωση εχεμύθειας που έχουν όλοι όσοι αναλαμβάνουν να μελετήσουν υποθέσεις για λογαριασμό της Επιτροπής.

Με το άρθρο 23 του σχεδίου νόμου επιδιώκεται η καλύτερη επιβολή του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού και η εμπέδωση νοοτροπίας ανταγωνισμού στην Ελλάδα, μέσω της επί το αυστηρότερο διαμόρφωσης των ποινών για παραβάσεις του ν. 703/1977. Με το άρθρο αυτό του νομοσχεδίου επιβάλλεται για πρώτη φορά στερητική της ελευθερίας ποινή, ήτοι ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον οκτώ (8) μηνών για την παράβαση των απαγορεύσεων του ν. 703/1977, ενώ αυξάνεται η σωρευτικά επιβαλλόμενη χρηματική ποινή για τις ίδιες παραβάσεις από το ποσό των 3.000-30.000 € στο ποσό των 15.000-150.000 €. Εξ άλλου για τις παραβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 703/1977 (παρακώλυση του ελέγχου από τα αρμόδια όργανα, άρνηση παροχής πληροφοριών ή παροχή ψευδών πληροφοριών στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, άρνηση ένορκης ή ανώμοτης καταθέσεως ή καταθέσεως ψευδών στοιχείων) η ποινή φυλακίσεως διπλασιάζεται από τουλάχιστον 3 μήνες σε τουλάχιστον έξι (6) μήνες, η δε χρηματική ποινή αυξάνεται από 5.000-15.000 € σε 10.000-50.000 €.

Το άρθρο 24 του σχεδίου νόμου ρυθμίζει εκ νέου τη διαδικασία κλήτευσης ενώπιον της Επιτροπής και των επιδόσεων των εγγράφων που αφορούν τις υποθέσεις τις οποίες μελετά η Επιτροπή.

Στο άρθρο 25 του σχεδίου νόμου περιλαμβάνονται μεταβατικές ρυθμίσεις για τις υποθέσεις που βρίσκονται ήδη ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού και για τις οποίες αλλάζει, με το σχέδιο νόμου, η νομική βάση εξέτασης τους. Με την ίδια διάταξη ορίζεται και η έναρξη ισχύος των ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου.

Σχέδιο Νόμου

«Αναθεώρηση Διατάξεων v. 703/1977 περί Ανταγωνισμού»

¶ρθρο 1

H παράγραφος 3 του άρθρου 1 του ν. 703/1977 (ΦΕΚ 278 Α΄), ως ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Συμφωνίες, αποφάσεις και περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής ή κατηγορίες αυτών, που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και γνωστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος, είναι εν όλω ή εν μέρει ισχυρές, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης, εφόσον πληρούν αθροιστικά τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

α) συμβάλλουν, με την εύλογη συμμετοχή των καταναλωτών στην προκύπτουσα ωφέλεια, στην βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου,

β) δεν επιβάλλουν στις οικείες επιχειρήσεις περιορισμούς πέραν των απολύτως αναγκαίων για την πραγματοποίηση των ανωτέρω σκοπών, και

γ) δεν παρέχουν στις επιχειρήσεις αυτές την δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της οικείας αγοράς.»

¶ρθρο 2

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 4α του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθορίζεται κάθε σχετικό θέμα με την γνωστοποίηση, η οποία σε κάθε περίπτωση αφορά αποκλειστικά την ταυτότητα των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην συγκέντρωση, τον χρόνο που ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση, τις σχετικές αγορές και τους κύκλους εργασιών σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»

2. Προστίθεται νέα παράγραφος 5 στο άρθρο 4α του ν. 703/1977, ως ισχύει σήμερα, η οποία έχει ως εξής

«5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Οικονομίας, μετά από εισήγηση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορεί να τροποποιούνται τα κατώτατα όρια και τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή να περιορίζεται η εφαρμογή του παρόντος άρθρου σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας. Η εισήγηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού βασίζεται σε στατιστικά στοιχεία τα οποία συγκεντρώνει αυτή κάθε τριετία και αφορούν την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και την κατάσταση του ανταγωνισμού κατά την προηγούμενη τριετία.»

¶ρθρο 3

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4β του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η προθεσμία των δέκα (10) εργασίμων ημερών αρχίζει από την επέλευση της πρώτης από τις πράξεις, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.»

2. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 4β του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα, προστίθεται νέα πρόταση η οποία έχει ως εξής:

«Το κείμενο της δημοσίευσης κοινοποιείται άμεσα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο που διατηρεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να υποβάλλει παρατηρήσεις ή να παρέχει στοιχεία επί της γνωστοποιουμένης συγκέντρωσης. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού λαμβάνει υπόψη το εύλογο έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στην συγκέντρωση, για διατήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου.»

3. Προστίθεται νέα παράγραφος 7 στο άρθρο 4β του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα, η οποία έχει ως εξής:

«7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Οικονομίας, μετά από εισήγηση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορεί να τροποποιούνται τα κατώτατα όρια και τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή να περιορίζεται η εφαρμογή του παρόντος άρθρου σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας. Η εισήγηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού βασίζεται σε στατιστικά στοιχεία τα οποία συγκεντρώνει αυτή κάθε τριετία και αφορούν την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και την κατάσταση του ανταγωνισμού κατά την προηγούμενη τριετία.»

¶ρθρο 4

1. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 4δ του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα, εισάγεται νέο εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:

«Από την γνωστοποίηση στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις της έναρξης διαδικασίας πλήρους διερεύνησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο 4, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μπορούν από κοινού να προβαίνουν σε τροποποιήσεις στην συγκέντρωση με σκοπό να μην προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό αυτής με τις απαιτήσεις λειτουργίας του ανταγωνισμού στις επί μέρους αγορές στις οποίες αφορά και να τις κοινοποιούν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Οι τροποποιήσεις και η γνωστοποίηση τους στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, μπορεί να γίνονται σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ενημέρωση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου»

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 4δ του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα, τροποποιείται ως εξής:

«6. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία εκδίδεται μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη γνωστοποίηση της συγκέντρωσης, σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 4γ, απαγορεύεται η συγκέντρωση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιτρέπει τη συγκέντρωση. Η πάροδος της προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών χωρίς την έκδοση απορριπτικής απόφασης, θεωρείται ως έγκριση της συγκέντρωσης εκ μέρους της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία εκδίδει υποχρεωτικώς τη σχετική διαπιστωτική πράξη.»

3. Η παράγραφος 7 του άρθρου 4δ του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα, τροποποιείται ως εξής:

«7. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να εγκρίνει συγκέντρωση, με την απόφαση της παραγράφου 6, με όρους και προϋποθέσεις που η ίδια επιβάλλει, προκειμένου να καταστεί η συγκέντρωση συμβατή με την παρ.1 του άρθρου 4γ ή προκειμένου να εξασφαλίζεται ή συμμόρφωση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων στις τροποποιήσεις της συγκέντρωσης που έγιναν από αυτές, προκειμένου να καταστεί η συγκέντρωση συμβατή με την παρ.1 του άρθρου 4γ. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί με την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου να απειλήσει κατά των συμμετεχουσών επιχειρήσεων πρόστιμο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των συμμετεχουσών επιχειρήσεων προς τους όρους ή προϋποθέσεις που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ή στις αλλαγές στην συγκέντρωση που αυτές έκαναν. Τα κατά το προηγούμενο εδάφιο απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φθάνει μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 4στ. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί με απόφαση της να θεωρήσει ότι κατέπεσε το πρόστιμο όταν με απόφαση της βεβαιώνεται η μη συμμόρφωση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων στους όρους ή προϋποθέσεις, που επιβλήθηκαν ή στις αλλαγές στην συγκέντρωση τις οποίες τοι ίδιες οι επιχειρήσεις έκαναν. Σε περίπτωση που οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις δεν συμμορφώνονται εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 4ε του παρόντος νόμου.»

¶ρθρο 5

1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 4ε του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει προσωρινά μέτρα κατάλληλα για την αποκατάσταση ή τη διατήρηση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην περίπτωση που μια συγκέντρωση:

α) έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και δεν έχει ακόμα ληφθεί απόφαση ότι δεν απαγορεύεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4γ.

β) έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση ενός όρου ή προϋπόθεσης που έχει επιβληθεί στις συμμετέχουσες επιχειρήσεων που συνοδεύει μια απόφαση βάσει της παραγράφου 6 του άρθρου 4δ

γ) έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, αν και με την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 4γ κηρύσσεται ότι περιορίζει σημαντικά τον ανταγωνι¬σμό στην εθνική αγορά ή σε ένα σημαντικό σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών τμήμα της και ιδίως με τη δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης.»

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 4ε του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Το κύρος των δικαιοπραξιών που καταρτίζονται κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου 1, εξαρτάται από την απόφαση που εκδίδεται κατ' εφαρμογή των παραγράφων 2, 3 και 6 του άρθρου 4δ ή κατ' εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.»

¶ρθρο 6

Η παράγραφος 6 του άρθρου 5 του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα καταργείται. Οι παράγραφοι 7,8,9,10,11 και 12 αναριθμούνται σε 6,7,8,9,10 και 11 αντίστοιχα και τροποποιούνται ως εξής:

«6. Το αργότερο μέσα σε δύο έτη από την έκδοση της απόφασης κατά την παράγραφο 5, η Επιτροπή Ανταγωνισμού οφείλει να κινήσει τη διαδικασία εξέτασης του σχετικού κλάδου της οικονομίας και να αξιολογήσει κατά πόσον έχουν αποκατασταθεί οι συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού ή κατά πόσον είναι αναγκαίο, να τροποποιηθούν τα μέτρα τα οποία έχει λάβει και να επιβληθούν μέτρα ελαφρύτερα ή βαρύτερα, κατά περίπτωση. Για το σκοπό αυτόν ακολουθείται η διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων. Σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί να υποβάλει σχετικό αίτημα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, πριν την συμπλήρωση των δύο ετών και πάντως τουλάχιστο ένα έτος μετά την έκδοση της απόφασης κατά την παράγραφο 5, εφόσον κρίνει ότι έχουν αποκατασταθεί οι συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού ή ότι είναι αναγκαίο, να τροποποιηθούν τα μέτρα τα οποία έχει λάβει και να επιβληθούν μέτρα ελαφρύτερα ή βαρύτερα, κατά περίπτωση.

7. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6, προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, από όποιον έχει προς τούτο έννομο συμφέρον.

8. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού ενεργεί σε ολομέλεια. Για την συλλογή των αναγκαίων στοιχείων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 25, 26 και 27 του ν.703/1977.

9. Σε κάθε επιχείρηση η οποία δεν εφαρμόζει τις αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 επιβάλλεται, με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν.703/1977, πρόστιμο τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, που μπορεί να φτάσει μέχρι ποσό ίσο με το 15% του ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης, που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4στ του ν. 703/1977.

10. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης η οποία εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ρυθμίζονται τα θέματα, που αφορούν στη δημόσια διαβούλευση, στις ελάχιστες προϋποθέσεις δημοσιότητας και στο περιεχόμενο αυτής, στη διαδικασία, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

11. Αν, από τη διαδικασία της έρευνας και της διαβούλευσης κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, προκύψει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού (Ε.Κ.) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 (L1/4.1.2003) και κατά περίπτωση οι διατάξεις του άρθρου αυτού που είναι σχετικές με τα προαναφερόμενα άρθρα της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και οι διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 επ. του ν. 703/1977.»

¶ρθρο 7

Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του ν. 703/1977 ως ισχύει σήμερα, καταργείται.

¶ρθρο 8

Θέματα Επιτροπής Ανταγωνισμού

1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 703/77 προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:

«Για την Επιτροπή Ανταγωνισμού εφαρμόζεται αναλογικά το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α).»

2. Οι παράγραφοι 3 έως και 20 του άρθρου 8 του ν.703/1977, ως ισχύει, αντικαθίστανται και προστίθενται παράγραφοι 21 εως και 25, ως εξής:

«3. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συγκροτείται από εννέα μέλη, από τα οποία ένα είναι ο Πρόεδρος και τέσσερις Εισηγητές και απαρτίζεται από πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους, που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στον νομικό και οικονομικό τομέα. Ο Πρόεδρος, και οι Εισηγητές, είναι κρατικοί λειτουργοί πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως και τελούν, κατά το χρόνο που κατέχουν τη θέση τους, σε αναστολή της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Εάν ο Πρόεδρος ή οι Εισηγητές είναι μέλη Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., τότε σε σχέση με την αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων τους ως μελών Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 5 του ν. 2530/1997. Επιπλέον των τακτικών μελών ορίζονται και πέντε αναπληρωματικά μέλη τα οποία πρέπει να πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας με τα τακτικά μέλη και τα οποία αναπληρώνουν, οποιοδήποτε τακτικό μέλος, εκτός του Προέδρου και των Εισηγητών, σε περίπτωση που αυτό είναι απόν, κωλυόμενο ή ελλείπον. Τον Πρόεδρο κωλυόμενο ή απόντα ή ελλείποντα αντικαθιστά ο αρχαιότερος των Εισηγητών.

4. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού επιλέγεται και διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης και γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τακτικά και αναπληρωματικά, διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης. Η θητεία του Προέδρου, και των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τακτικών και αναπληρωματικών, είναι τριετής και, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ανανεωθεί μόνο για μία επιπλέον θητεία.

5. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού τα οποία δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και τα αναπληρωματικά μέλη, δεν ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο δημόσιο λειτούργημα ή κάθε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα επιχειρηματική ή μη, που δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητα και τα καθήκοντα του μέλους της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ιδιαίτερα, δεν συνιστά ασυμβίβαστο για μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού τα οποία δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και για τα αναπληρωματικά μέλη, η άσκηση καθηκόντων μέλους διδακτικού προσωπικού Α.Ε.Ι. με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης. Τα τακτικά μέλη τα οποία δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και τα αναπληρωματικά μέλη υποχρεούνται να ενημερώνουν τον Πρόεδρο για τυχόν ανάληψη δραστηριοτήτων που δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητα και τα καθήκοντά τους. Για την ύπαρξη ή μη ασυμβιβάστου αποφασίζει, σε ολομέλεια, η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Το μέλος ή τα μέλη ή οι αναπληρωτές, για τα οποία προκύπτει ζήτημα ασυμβιβάστου απέχουν από τις συνεδριάσεις κατά τις οποίες λαμβάνεται η σχετική απόφαση. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, κοινοποιείται αμελλητί στον Υπουργό Ανάπτυξης και δημοσιεύεται, όπως ορίζεται στον παρόντα νόμο. Ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του η οποία εκδίδεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία επτά (7) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, να αναπέμψει σε αυτήν την υπόθεση, για λόγους νομιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που λαμβάνεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι ανέκκλητη και υποχρεωτικώς εκτελεστή.

6. Σε περίπτωση που λήξει πρόωρα η θητεία του Προέδρου ή μέλους, τακτικού ή αναπληρωματικού της Επιτροπής Ανταγωνισμού για οποιοδήποτε λόγο, στην κενή θέση διορίζεται νέος Πρόεδρος, ή νέο μέλος αντίστοιχα, για το υπόλοιπο της θητείας του αποχωρούντος. Δεν μπορούν να ορισθούν μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα πρόσωπα που έχουν εκπέσει από την ιδιότητα του μέλους αυτής για τους λόγους που ορίζονται στο νόμο αυτόν. Η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α’) εφαρμόζεται και για τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

7. Όλες τις υποθέσεις φέρει ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού ο Πρόεδρος είτε μετά από έρευνα της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που έχει διαταχθεί από τον ίδιο ή την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή μετά από αίτημα του Υπουργού Ανάπτυξης ή μετά από αίτημα, καταγγελία ή γνωστοποίηση από τρίτο πρόσωπο κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Με την εισαγωγή της κάθε υπόθεσης που αφορά περιπτώσεις των άρθρων 1,2,2α, και 5 η Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού μετά από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, ερευνά αν και πότε μία υπόθεση πρέπει να εξετασθεί κατά προτεραιότητα. Για την λήψη απόφασης λαμβάνονται υπόψιν οι διατάξεις του παρόντος, και η εκτιμώμενη επίδραση της εξεταζόμενης καταγγελίας, αίτησης, γνωστοποίησης ή έρευνας στην λειτουργία του αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

8. Η κάθε υπόθεση που αφορά περιπτώσεις των άρθρων 1,2,2α,, 4επ. και 5 ανατίθεται από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού σε έναν από τους Εισηγητές. Σε περίπτωση που η υπόθεση εισάγεται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο σε τμήμα, με την ίδια απόφαση της Ολομέλειας ορίζονται τα τακτικά μέλη της Επιτροπής πλην των Εισηγητών, που θα απαρτίσουν την σύνθεση του τμήματος που θα αναλάβει την κάθε υπόθεση. Εφόσον το επιθυμεί ο Πρόεδρος, η Ολομέλεια της Επιτροπής μπορεί να αναθέτει την προεδρία ενός τμήματος σε άλλο μέλος από τα τακτικά μέλη, εκτός του Εισηγητή. Ο Εισηγητής, στον οποίο ανατίθεται η κάθε υπόθεση, συνεπικουρείται από στελέχη της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που ορίζονται από τον Γενικό Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού μετά από πρόταση από τον αρμόδιο κατά περίπτωση Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Ο αριθμός των στελεχών της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που ορίζεται κατά περίπτωση εξαρτάται από την σοβαρότητα της υπόθεσης, αλλά δεν υπερβαίνει τα πέντε. Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε άλλη διάταξη του παρόντος νόμου, η εισήγηση πρέπει να κατατεθεί στην Ολομέλεια ή στο αντίστοιχο τμήμα κατά περίπτωση, εντός εξήντα ημερών από την ανάθεση της. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού μετά από αίτημα του Εισηγητή για χρόνο ο οποίος δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες. Στην περίπτωση γνωστοποίησης κατά το άρθρο 4β της παρούσης η εισήγηση πρέπει να κατατίθεται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού εντός σαρανταπέντε (45) ημερών από την γνωστοποίηση και η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται από τον Πρόεδρo της Επιτροπής Ανταγωνισμού μετά από αίτημα του Εισηγητή για χρόνο ο οποίος δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες.

9. Όλες οι υποθέσεις που αφορούν την εφαρμογή των άρθρων 1,2,2α,4επ., αν δεν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εισάγονται υποχρεωτικά σε τριμελή τμήματα, εκτός από τις υποθέσεις μείζονος σημασίας που εισάγονται με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην Ολομέλεια. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όλες οι υποθέσεις υπάγονται απευθείας στην Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

10. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεδριάζει νόμιμα σε Ολομέλεια, εφ’ όσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος και έξι (6) τουλάχιστον μέλη, τακτικά ή αναπληρωματικά, αποφασίζει δε κατά πλειοψηφία των παρόντων. Τα Τμήματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού συνεδριάζουν νόμιμα, εφ’ όσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο προεδρεύων, ο Εισηγητής και ένα επιπλέον τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή του προεδρεύοντος κατά περίπτωση. Τόσο στην Ολομέλεια όσο και σε κάθε τμήμα, συμμετέχουν τα στελέχη της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που συνεπικουρούν τον Εισηγητή και ο Γραμματέας της Ολομέλειας ή του Τμήματος που ορίζεται κατά περίπτωση από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού με τον Αναπληρωτή του και προέρχεται από τα στελέχη της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που απαρτίζουν το Γραφείο Προέδου.

11. Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι δυνατή, ούτε με αναπλήρωση η νόμιμη συγκρότηση τμήματος στο οποίο έχει εισαχθεί υπόθεση ή για σπουδαίο λόγο καθίσταται αδύνατη η λειτουργία του, η Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού αναλαμβάνει την υπόθεση ή την αναθέτει σε άλλο τμήμα που ορίζει με απόφαση της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, οπότε και με την εξαίρεση της διάταξης του άρθρου 4δ παράγραφος 6, οι προβλεπόμενες στο νόμο προθεσμίες επανεκκινούν. Μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού τα οποία απουσιάζουν χωρίς σπουδαίο λόγο για τρείς συνεχόμενες συνεδριάσεις είτε τμήματος στο οποίο συμμετέχουν ή της Ολομέλειας, εκπίπτουν αυτοδίκαια από την ιδιότητα τους. Η έκπτωση διαπιστώνεται με σχετική απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής.

12. Κατά την ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού συζήτηση επί των αιτήσεων και των καταγγελιών, που υποβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, μπορούν να παρίστανται αυτοπροσώπως ή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου αυτοί που υπέβαλαν αίτηση ή καταγγελία, οι οποίοι καλούνται προς τούτο τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση, καθώς και οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων κατά των οποίων κινήθηκε η ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαδικασία, οι οποίες καλούνται προς τούτο τριάντα (30) ημέρες πριν τη συζήτηση. Σε περίπτωση παράλειψης, μη προσήκουσας ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, αυτός που δεν παρέστη στη συζήτηση δικαιούται να υποβάλει αίτηση επανασυζήτησης ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης. Η προθεσμία κλήτευσης σύμφωνα με τα παραπάνω στις περιπτώσεις των άρθρων 4δ και 4ε, δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών. Τα κλητευόμενα μέρη δύνανται να παραιτούνται των προθεσμιών ή να ζητούν την σύντμηση τους. Σε περίπτωση περισσοτέρων κλητευομένων μερών απαιτείται παραίτηση από την νόμιμη προθεσμία ή αίτηση σύντμησης από όλα τα μέρη, για να παράγει αυτή αποτελέσματα.

13. Για το σύνολο της προφορικής διαδικασίας ενώπιον της ολομέλειας ή τμήματος της Επιτροπής Ανταγωνισμού και ιδίως για την εξέταση μαρτύρων, τηρούνται πρακτικά με ηλεκτρονικά μέσα. Τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά παραδίδονται στα μέρη εντός δέκα ημερών από το τέλος της κάθε συνεδρίας

14. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού κοινοποιούνται με επιμέλεια της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, στα μέρη που εμπλέκονται στις διαδικασίες του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού.

15. Οι αποδοχές του Προέδρου των Εισηγητών και των λοιπών τακτικών μελών, το ύψος της αποζημίωσης κατά συνεδρίαση που χορηγείται στον Πρόεδρο, στους Εισηγητές και στα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, στα μέλη της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που κατά περίπτωση ορίζονται να συνδράμουν τον Εισηγητή των υποθέσεων, στον γραμματέα της Επιτροπής Ανταγωνισμού και στους αναπληρωτές τους, καθορίζονται κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης.

16. Τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού και οι αναπληρωτές τους έχουν υποχρέωση να τηρούν την εμπιστευτικότητα των εμπορικών πληροφοριών.

17. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη υποβάλλουν κατ' έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη από το ν.1738/1987 δήλωση περιουσιακής κατάστασης.

18. Οι εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί, εφόσον διορίζονται μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορούν με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου να απαλλάσσονται από τα άλλα υπηρεσιακά τους καθήκοντα για το χρόνο που συμμετέχουν στην Επιτροπή. Οι λοιποί δημόσιοι λειτουργοί, δημόσιοι υπάλληλοι και υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον διορίζονται μέλη της ίδιας Επιτροπής, μπορούν να απαλλάσσονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και του προϊσταμένου τους Υπουργού από τα άλλα υπηρεσιακά τους καθήκοντα για το χρόνο που συμμετέχουν στην Επιτροπή, λαμβάνοντας το σύνολο των αποδοχών και των επιδομάτων της οργανικής τους θέσης, σε βάρος του προϋπολογισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ο χρόνος αυτός, για όλα τα παραπάνω μέλη, θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε συνέπεια, σε καμία δε περίπτωση η συμμετοχή τους δεν μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την υπηρεσιακή τους κατάσταση ή θέση.

19. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, μετά από γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, θεσπίζεται Κώδικας Δεοντολογίας που ρυθμίζει τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού και του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού.

20. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει διακεκριμένη νομική προσωπικότητα και παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της. Το άρθρο 18 του ν. 3728/2008 (ΦΕΚ Α’ 258) εφαρμόζεται αναλόγως για τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τακτικά και αναπληρωματικά και το προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, όταν δρουν εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 703/77..

21. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι να συγκροτεί με απόφασή της επιτροπές και ομάδες εργασίας για την εξέταση και έρευνα σε θέματα ανταγωνισμού και λειτουργίας της Επιτροπής και της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Στις επιτροπές και ομάδες εργασίας μπορεί να συμμετέχουν και πρόσωπα που δεν αποτελούν μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνεται με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτημα του Υπουργού Ανάπτυξης. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης καθορίζονται οι αμοιβές των προσώπων που συμμετέχουν στις πιο πάνω επιτροπές και ομάδες εργασίας.

22. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, μετά από πρόταση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθορίζεται το ύψος των δαπανών μετακίνησης, ημερήσιας αποζημίωσης και διανυκτέρευσης του προέδρου και των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθώς και του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, για εκτέλεση υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων.

23. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, Κανονισμός Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Με τον Κανονισμό ρυθμίζονται η εσωτερική λειτουργία, ο τρόπος διαχείρισης των πόρων της Επιτροπής, τα κωλύματα και η εξαίρεση του Προέδρου, των μελών και του Γραμματέα της, η προδικασία και διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, η κατάρτιση, δημοσίευση και κοινοποίηση των αποφάσεών της, η παροχή αντιγράφων ή αποσπασμάτων των αποφάσεων ή γνωμοδοτήσεών της και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

24. Η δικαστική υπεράσπιση και νομική υποστήριξη των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού και του προσωπικού που υπηρετεί και απασχολείται στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού με οποιαδήποτε έννομη σχέση, όταν ενάγονται ή κατηγορούνται για πράξεις ή παραλείψεις που ανάγονται αποκλειστικά στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους, ανατίθεται εφόσον αυτά επιθυμούν, σε εξωτερικό δικηγόρο που ορίζεται από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καλύπτει την σχετική δαπάνη το ύψος της οποίας προσδιορίζεται στην συγκεκριμένη απόφαση. Το ενδιαφερόμενο μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού και τα μέλη του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού μπορούν αν επιθυμούν να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες και άλλων δικηγόρων αλλά χωρίς επιβάρυνση της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Το μέλος ή ο υπάλληλος, ο οποίος θα καταδικασθεί αμετακλήτως, είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει στην Επιτροπή Ανταγωνισμού το σύνολο της δαπάνης αυτής. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και για τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, των οποίων έληξε η θητεία, καθώς και για το προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, το οποίο αποχώρησε από την Υπηρεσία, για όσα χρόνια απαιτούνται μέχρι να παραγραφεί η υποτιθέμενη παράβαση.

25. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν επιτρέπεται, για τρία (3) έτη μετά τη λήξη της θητείας τους με οποιονδήποτε τρόπο, να παρέχουν υπηρεσία με έμμισθη εντολή ή με οποιαδήποτε έννομη σχέση, σε εταιρεία ή επιχείρηση επί υποθέσεων των οποίων η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξέδωσε κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οποιαδήποτε απόφαση ή πράξη, καθώς και να αναλαμβάνουν γενικώς την υπεράσπιση υποθέσεων ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, πρόστιμο ίσο με το δεκαπλάσιο των συνολικών αποδοχών που έλαβε το μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της θητείας του.»

¶ρθρο 9

Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 8α του ν. 703/1977, ως ισχύει, καταργούνται.

¶ρθρο 10

1. Καταργούνται τα στοιχεία β’ και ια’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977 ως ισχύει.

2. Αντικαθίσταται το στοιχείο η’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/77, ως ισχύει, ως εξής:

«η) Με απόφαση της, η Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού επιτρέπει την εξαίρεση συμπράξεων κατά κατηγορίες, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 του παρόντος νόμου.»

3. Αντικαθίσταται το στοιχείο θ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/77, ως ισχύει, ως εξής:

«θ) Με απόφαση της, η Ολομέλεια προσδιορίζει κατηγορίες ή είδη συμπράξεων που δεν εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 1 του παρόντος νόμου».

4. Αντικαθίσταται το στοιχείο ιζ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/77, ως ισχύει, ως εξής

«ιζ) Με αιτιολογημένη απόφαση της σύμφωνα με το άρθρο 5, λαμβάνει κάθε απολύτως αναγκαίο κανονιστικό μέτρο που αφορά τη διάρθρωση της αγοράς και αποσκοπεί στην δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 5.»

¶ρθρο 11

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 8γ του ν. 703/77 ως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Τον Προέδρο απόντα, κωλυόμενο ή ελλείποντα αναπληρώνει ο αρχαιότερος των Εισηγητών.»

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8γ του ν. 703/77 ως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού μπορεί να εξουσιοδοτεί τον Γενικό Διευθυντή ή Διευθυντές της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού να ασκούν μέρος των διοικητικών αρμοδιοτήτων του».

3. Προστίθεται νέα παράγραφος 4 στο άρθρο 8γ του ν.703/77, η οποία έχει ως εξής:

«4. Ο Πρόεδρος ορίζει με απόφαση του τα μέλη του προσωπικού της Επιτροπής Ανταγωνισμού που απαρτίζουν το Γραφείο Προέδρου και το Γραφείο Εισηγητών και ορίζει τους προϊσταμένους των Γραφείων αυτών.»

5. Προστίθεται νέα παράγραφος 5 στο άρθρο 8γ του ν.703/77, η οποία έχει ως εξής:

«5. Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού συνιστάται αυτοτελές γραφείο νομικής υποστηρίξεως, το οποίο υπάγεται απ’ ευθείας στον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Του γραφείου νομικής υποστηρίξεως προΐσταται ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Το γραφείο νομικής υποστηρίξεως έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α) της δικαστικής και εξωδικαστικής εκπροσωπήσεως και υπερασπίσεως των συμφερόντων της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

β) της νομικής υποστηρίξεως των πράξεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού ενώπιον κάθε δικαστηρίου και αρχής της ημεδαπής και αλλοδαπής και της καθοδήγησης των ενεργειών της με νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθορίζονται ο αριθμός των οργανικών θέσεων των δικηγόρων του αυτοτελούς γραφείου νομικής υποστήριξης των οποίων η θητεία δεν δύναται να υπερβαίνει τα πέντε έτη και δεν είναι ανανεώσιμη, τα γενικά και ειδικά προσόντα αυτών, τα κριτήρια και η διαδικασία επιλογής τους, καθώς και η αμοιβή αυτών.

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού με απόφαση του Προέδρου, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης δικαιούται να προσφύγει στις υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου, εφ’ όσον κριθεί αναγκαίο από την ιδιαίτερη σπουδαιότητα της υπόθεσης. Με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ορίζονται οι αμοιβές που θα καταβάλλονται σε περίπτωση προσφυγής σε υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου.»

¶ρθρο 12

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8δ του ν.703/77, ως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού λειτουργεί Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της οποίας προΐσταται Γενικός Διευθυντής. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού αποτελείται από τέσσερις (4) Διευθύνσεις, μία (1) Διεύθυνση Νομικής Τεκμηρίωσης, μία (1) Διεύθυνση Οικονομικής Τεκμηρίωσης, μία (1) Διεύθυνση ΜΜΕ και μία (1) Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης. Οι Διευθύνσεις του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να μεταβάλλονται από τον Οργανισμό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Ο Γενικός Διευθυντής ασκεί καθήκοντα διεύθυνσης και εποπτείας εν γένει της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, για την ομαλή και αποδοτική λειτουργία της. Διορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με τετραετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται για ίσο χρονικό διάστημα μία ή περισσότερες, αλλά όχι συνεχόμενες, φορές. Η θέση του Γενικού Διευθυντή μπορεί να πληρούται και με μετάταξη ή απόσπαση, κατά παρέκκλιση από τις σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού. Για τη μετάταξη ή την απόσπαση δεν απαιτείται η γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της υπηρεσίας από την οποία μετατάσσεται ή αποσπάται ο υπάλληλος.

Ο Γενικός Διευθυντής λαμβάνει τις κάθε είδους αποδοχές, προσαυξήσεις και λοιπές παροχές που προβλέπονται για τους Γενικούς Διευθυντές των κεντρικών υπηρεσιών Υπουργείων.

Μετά τη λήξη της θητείας του και εφόσον ο Γενικός Διευθυντής ανήκει στο προσωπικό της Επιτροπής Ανταγωνισμού και έχει διατελέσει Διευθυντής για μια τριετία, διατηρεί το βαθμό του Διευθυντή και ασκεί καθήκοντα τα οποία καθορίζονται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες.»

2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 8δ του ν.703/77, ως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο αριθμός των θέσεων του προσωπικού κάθε κατηγορίας ορίζεται στις διακόσιες (200). Η αύξηση του αριθμού των θέσεων γίνεται με προεδρικό διάταγμα, κατά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τις διακόσιες πενήντα (250).

3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8δ του ν.703/77, αντικαθίσταται ως εξής:

«Η μετάταξη και η απόσπαση διενεργούνται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Εσωτερικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, κατά τις κείμενες διατάξεις.»

¶ρθρο 13

1. Tα άρθρα 8ε, 8στ και 8ζ του ν. 703/1977 αναριθμούνται σε 8στ, 8ζ και 8η αντίστοιχα και εισάγεται νέο άρθρο 8ε το οποίο έχει ως εξής:

«¶ρθρο 8ε

Σύσταση Αυτοτελούς Γραφείου Εσωτερικού Ελέγχου

Συστήνεται Αυτοτελές Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου που:

α) είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της λειτουργίας της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού και των Υπηρεσιών του Προέδρου και των Εισηγητών αυτής, καθώς και της τήρησης από το υπαλληλικό προσωπικό εν γένει, της νομοθεσίας.

β) είναι αρμόδιο για την εκπόνηση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής Ανταγωνισμού και την παρακολούθηση της λειτουργίας της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και των υπηρεσιών του Προέδρου και των Εισηγητών αυτής, ώστε να εξασφαλίζεται η νόμιμη λειτουργία τους καθώς και η διασφάλιση και ορθή διαχείριση των πόρων της. Το Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου υπάγεται απ’ ευθείας στην Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

γ) κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του μπορεί να λαμβάνει γνώση και να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και των Υπηρεσιών Προέδρου και Εισηγητών που οφείλουν να του παρέχουν όλα τα μέσα για τη διευκόλυνση του έργου τους.

δ) Τα πρόσωπα που συγκροτούν το Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου αναφέρονται απευθείας στην Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού και δεν υπάγονται ιεραρχικά σε καμία άλλη υπηρεσιακή μονάδα της. Ορίζονται από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού μετά από γνωμοδότηση του Γενικού Διευθυντή. Ο προϊστάμενος του εν λόγω γραφείου, που ορίζεται από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού υποβάλλει υποχρεωτικά ανά εξάμηνο έκθεση σχετικά με το έργο της. Η θητεία των μελών και του Προέδρου του Γραφείου Εσωτερικού Ελέγχου είναι τριετής και δύναται να ανανεώνεται αλλά δεν επιτρέπεται να υπάρχουν δύο συνεχείς θητείες.

ε) Οι εκθέσεις της προηγούμενης παραγράφου συμπεριλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση που υποβάλλει η Επιτροπή Ανταγωνισμού τον Ιούνιο κάθε έτους, σύμφωνα με το άρθρο 13γ του ν/703/77 και η οποία διαβιβάζεται από τον Πρόεδρο της Βουλής στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής.»

2. Οι παράγραφοι 1 και 2 του νέου άρθρου 8στ του ν.703/77, ως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού παρέχει τη γνώμη της για θέματα της αρμοδιότητάς της, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε ύστερα από αίτημα που υποβάλλει ο Υπουργός Ανάπτυξης ή οποιοσδήποτε άλλος, κατά περίπτωση, αρμόδιος Υπουργός ή ενώσεις επιμελητηρίων και ενώσεις εμπορικών και βιομηχανικών συλλόγων.

2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού γνωμοδοτεί επί προτάσεων τροποποίησης του παρόντος νόμου, ύστερα από αίτηση του Υπουργού Ανάπτυξης ή εισηγείται κατά περίπτωση τροποποιήσεις.»

¶ρθρο 14

1. Στο τέλος της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 9 προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αν, κατά τη διάρκεια σχετικής έρευνας που διεξάγεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας ή αίτησης του Υπουργού Ανάπτυξης, πιθανολογεί παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 1 του άρθρου 2 και του άρθρου 4 παράγραφος 5 ή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μπορεί με απόφαση της να αποδέχεται, εκ μέρους των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, την ανάληψη δεσμεύσεων προς παύση της πιθανολογούμενης παράβασης, και να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων. Η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον πιθανολογείται ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι για περαιτέρω δράση αυτής. Η Επιτροπή μπορεί, ύστερα από αίτημα που υποβάλλει κάθε ενδιαφερόμενος ή αυτεπαγγέλτως, να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία όταν:

- υπήρξε ουσιαστική μεταβολή των γεγονότων στα οποία βασίσθηκε η απόφαση, ή

- οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αθετήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, ή

- η απόφαση βασίσθηκε σε ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, καθορίζει, με απόφαση της, τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία αποδοχής δεσμεύσεων εκ μέρους των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 τροποποιείται ως εξής:

«2. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστού 15% των ακαθαρίστων εσόδων της επιχείρησης της χρήσης κατά την οποία έπαυσε η παράβαση, ή, αν αυτή συνεχίζεται μέχρι την έκδοση της απόφασης, της τρέχουσας χρήσης ή της προηγούμενης της αντιστοίχως.»

3. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 9 προστίθεται νέο εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση που επιβάλλεται πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων, το επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ακαθαρίστων εσόδων των μελών αυτής, της τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης».

4. Στο άρθρο 9 προστίθεται νέα παράγραφος 4 και αναριθμούνται αντίστοιχα οι υφιστάμενες παράγραφοι 4,5,6 και 7 σε 5,6,7 και 8. Η νέα παράγραφος 4 έχει ως εξής:

«4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δύναται με απόφαση της να επιβάλλει σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης τους με προγενέστερη απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Το κατά το προηγούμενο εδάφιο επιβαλλόμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) των ακαθαρίστων εσόδων της επιχείρησης της τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης»

¶ρθρο 15

Το άρθρο 11 του ν.703/77, ως ισχύει, καταργείται.

¶ρθρο 16

Στην αρχή του άρθρου 11α προστίθεται νέο εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:

«Καταγγελίες περί ζητημάτων που δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού βάση των διατάξεων του παρόντος τίθενται στο Αρχείο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού με πράξη του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ύστερα από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης.»

¶ρθρο 17

Η παράγραφος 2 του άρθρου 18 του Ν.703/77, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, τα δικαστήρια κάθε δικαιοδοσίας μπορούν να κρίνουν παρεμπιπτόντως το κύρος των συμφωνιών και αποφάσεων, καθώς και την ύπαρξη απαγορευμένης εναρμονισμένης πρακτικής κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού ή κατά το άρθρο 81 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης κατά το άρθρο 2 του νόμου αυτού ή κατά το άρθρο 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή την καταχρηστική εκμετάλλευση σχέσης οικονομικής εξάρτησης κατά το άρθρο 2α του νόμου αυτού. Από την κρίση αυτή δεν δεσμεύονται η Επιτροπή Ανταγωνισμού, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίνουν με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού.»

¶ρθρο 18

Η παράγραφος 1 του άρθρου 21 του ν.703/77, όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:

«1. Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 1 παρ. 1 συμφωνίες, αποφάσεις και περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής πρέπει να γνωστοποιούνται από τις συμπράττουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη σύναψη, λήψη ή τέλεσή τους. Η γνωστοποίηση συνίσταται αποκλειστικά στην παροχή στοιχείων που αφορούν την ταυτότητα των επιχειρήσεων, το αντικείμενο της σύμπραξης, την αγορά που αφορούν, τον χρόνο σύναψης και την διάρκεια της.»

¶ρθρο 19

Το άρθρο 22 του ν. 703/77, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«¶ρθρο 22

Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορεί να καθορίζονται το περιεχόμενο, ο τύπος κι ο τρόπος υποβολής και καταχώρισης:

α) των κατά τα άρθρα 21 γνωστοποιήσεων,

β) των κατά το άρθρο 10 αιτήσεων περί εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 1,

γ) των κατά το άρθρο 24 παρ. 1 καταγγελιών παραβάσεως των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 2α,

δ) κάθε άλλου συναφούς προς τις ανωτέρω γνωστοποιήσεις, αιτήσεις και καταγγελίες θέματος.»

¶ρθρο 20

Το άρθρο 23 του ν.703/77, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής

«¶ρθρο 23

Η γνωστοποίηση σύμβασης, σύμπραξης ή πρακτικής που γίνεται κατά το άρθρο 21 δεν έχει ως αποτέλεσμα την υποχρεωτική εξέτασή της από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να διεξάγει έρευνα για συγκεκριμένη γνωστοποίηση οποτεδήποτε είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας και να ζητεί, για το σκοπό της έρευνας, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων και την παροχή διευκρινίσεων από τα εμπλεκόμενα μέρη. Συμπράξεις που γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 δεν λογίζονται προσωρινά έγκυρες, εκτός και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1.»

¶ρθρο 21

1. H παράγραφος 2 του άρθρου 26 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Για τη διαπίστωση των παραβάσεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 και των άρθρων 2α και 4 έως 4στ και για την εφαρμογή του άρθρου 5, καθώς και για τη διαπίστωση παραβάσεων των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι εντεταλμένοι υπάλληλοι της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού, έχοντας εξουσίες φορολογικού ελεγκτή, μπορούν ιδίως:

α) να ελέγχουν κάθε είδους και κατηγορίας βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων περιλαμβανομένης της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθύνοντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων καθώς και του προσωπικού των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσης τους, και οπουδήποτε και εάν αυτά φυλάσσονται, και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα τους.

β) να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων, και άλλων στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, τα οποία αποτελούν υποθέματα επαγγελματικών πληροφοριών.

γ) να ελέγχουν και να συλλέγουν πληροφορίες και δεδομένα κινητών τερματικών, φορητών συσκευών καθώς και των εξυπηρετητών τους σε συνεργασία με τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές, που βρίσκονται εντός ή εκτός των κτιριακών τους εγκαταστάσεων.

δ) να ενεργούν έρευνες στα γραφεία και τους λοιπούς χώρους και τα μεταφορικά μέσα των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων,

ε) να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, βιβλία ή έγγραφα, κατά την περίοδο που διενεργείται ο έλεγχος και στο μέτρο των αναγκών αυτού,

στ) να ενεργούν έρευνες στις κατοικίες των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες, ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα που συνδέονται με την επιχείρηση και το αντικείμενο του ελέγχου,

ζ) να λαμβάνουν, κατά την κρίση τους, ένορκες ή ανώμοτες καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.), και να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις.

η) Η διαδικασία συλλογής, φύλαξης και επεξεργασίας ηλεκτρονικών αρχείων και αλληλογραφίας, που συλλέγονται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, καθορίζεται με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Κατά την άσκηση των εξουσιών τους σύμφωνα με τα ανωτέρω υπό στοιχεία α` έως δ`, οι υπάλληλοι Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος για το άσυλο της κατοικίας.»

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 26 αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Με την επιφύλαξη των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 29 του παρόντος νόμου, επιβάλλεται με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού πρόστιμο τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ με ανώτατο όριο τις εκατό χιλιάδες (100.000,00) ευρώ στις επιχειρήσεις, στις ενώσεις επιχειρήσεων ή σε αυτούς που κατά οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν τις έρευνες κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού, καθώς και στις επιχειρήσεις, στις ενώσεις επιχειρήσεων ή σε αυτούς που αρνούνται να επιδείξουν τα αιτούμενα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα και να χορηγήσουν αντίγραφα ή αποσπάσματα τους».

¶ρθρο 22

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 27 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Τα απόρρητα στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με την εφαρμογή του παρόντος νόμου αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου. Οι ως άνω υπάλληλοι υποχρεούνται να τηρούν εχεμύθεια, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 37 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο στοιχεία. Οι προϋποθέσεις, η έκταση, οι εξαιρέσεις, ο χρόνος και η διαδικασία πρόσβασης στο διοικητικό φάκελο των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, κατά των οποίων κινήθηκε η ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαδικασία, και των φυσικών ή νομικών προσώπων, που υπέβαλλαν καταγγελία, η διαδικασία χρήσης και δημοσιοποίησης των προαναφερόμενων απορρήτων στοιχείων από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται, κατά παρέκκλιση από την γενικές διατάξεις περί του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, από τον Κανονισμό Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Τα απόρρητα στοιχεία, που αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου, μπορούν να αποτελέσουν μέρος του φακέλου, ο οποίος υποβάλλεται στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τα οποία αποβάλλουν έκτοτε τον απόρρητο χαρακτήρα τους.»

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 27 του ν.703/77, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Με τις ποινές της παραγράφου 5 τιμωρείται και κάθε πρόσωπο, στο οποίο η Επιτροπή Ανταγωνισμού αναθέτει την εκπόνηση μελέτης για λογαριασμό της, ή συμμετέχει σε ομάδα έργου την οποία έχει συστήσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, εφόσον στη σχετική σύμβαση έχει περιληφθεί ρήτρα για υποχρέωση εχεμύθειας κατά τις παραγράφους 2 και 3, καθώς και οι δικηγόροι οι οποίοι συμμετέχουν στο Νομικό Γραφείο της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για τους προστιθέντες του αναδόχου εκπόνησης μελέτης, εφόσον έλαβαν γνώση της παραπάνω ρήτρας εχεμύθειας.»

¶ρθρο 23

Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 29 του Ν.703/77, ως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Όποιος ατομικώς ή ως εκπρόσωπος νομικού προσώπου συνάπτει συμφωνίες, λαμβάνει αποφάσεις ή εφαρμόζει εναρμονισμένη πρακτική, από αυτές που απαγορεύονται από το άρθρο 1 του νόμου αυτού, καθώς και από το άρθρο 81 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και όποιος ενεργεί κατά παράβαση των άρθρων 4 έως 4στ του νόμου αυτού, καθώς και όποιος με τις ιδιότητες αυτές, κατά παράβαση του άρθρου 2 του νόμου αυτού, καθώς και του άρθρου 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καταχράται τη δεσπόζουσα θέση στην αγορά του ίδιου ή της επιχειρήσεως που εκπροσωπεί ή κατά παράβαση του άρθρου 2α του νόμου αυτού καταχράται τη σχέση οικονομικής εξαρτήσεως προς αυτόν ή προς την επιχείρηση που εκπροσωπεί ή παραβαίνει την παράγραφο 10 του άρθρου 5 του νόμου αυτού, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον οκτώ (8) μηνών και με χρηματική ποινή από δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ έως εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής τα παραπάνω όρια χρηματικής ποινής διπλασιάζονται.

2. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (έξι) μηνών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ τιμωρούνται:

α) Όποιος παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου εκ μέρους των κατά το άρθρο 26 αρμόδιων οργάνων, ιδίως με την παρεμβολή προσκομμάτων ή απόκρυψη στοιχείων.

β) Όποιος αρνείται ή κωλυσιεργεί στην παροχή των κατά το άρθρο 25 πληροφοριών στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ή τα αρμόδια για τον έλεγχο όργανα.

γ) Όποιος παρέχει, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 25 και 26 στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ή στα αρμόδια για τον έλεγχο όργανα, εν γνώσει, ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτει αληθείς.

δ) Όποιος αρνείται, αν και έχει κληθεί για το σκοπό αυτόν από εντεταλμένο, κατά το άρθρο 26 παράγραφοι 1-3, υπάλληλο της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή άλλο αρμόδιο για τον έλεγχο όργανο, να προβεί σε ένορκη ή ανώμοτη κατάθεση ενώπιόν του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 2, καθώς και όποιος, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, εν γνώσει καταθέτει ψευδή ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθή.

Σε περίπτωση υποτροπής τα παραπάνω όρια χρηματικής ποινής διπλασιάζονται.»

¶ρθρο 24

Το άρθρο 34 αντικαθίσταται ως εξής:

«¶ρθρο 34

Εφαρμογή διατάξεων περί κλητεύσεων και επιδόσεων.

Για όλες τις προβλεπόμενες από τον παρόντα νόμο κλητεύσεις ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, όπως και για όλες τις επιδόσεις αποφάσεων και εισηγήσεων αυτών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις περί επιδόσεων των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η επίδοση των υπολοίπων εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των επιστολών συλλογής στοιχείων του άρθρου 25 του ν.703/77, μπορεί να γίνεται με συστημένη επιστολή.»

¶ρθρο 25

Τελικές και μεταβατικές διατάξεις

1.Οι διατάξεις του παρόντος νόμου τίθενται σε ισχύ μετά πάροδο τριάντα ημερών από την δημοσίευση του στην Εφημερίδα της κυβερνήσεως.

2. Γνωστοποιήσεις συγκεντρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 4β του ν,703/1997, που γίνονται πριν την θέση σε ισχύ του παρόντος, δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις της παρούσης, με εξαίρεση τις διατάξεις του άρθρου 9 του παρόντος νόμου στην έκταση που αφορούν την σύνθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

3. Μετά την θέση σε ισχύ του παρόντος, κάθε υπόθεση για την οποία δεν έχει εκδοθεί απόφαση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου

4. Κάθε διάταξη νόμου, προεδρικού διατάγματος, υπουργικής απόφασης ή άλλου οργάνου με κανονιστική ισχύ που έρχεται σε αντίθεση με διατάξεις της παρούσας, παύουν να ισχύουν από την θέση σε ισχύ της παρούσας



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα