Η ικανότητα αφομοίωσης γνώσεων δεν μειώνεται με το πέρασμα των χρόνων και η δια βίου εκπαίδευση αποτελεί τρόπο αντιμετώπισης των συνεπειών των ραγδαίων δημογραφικών αλλαγών, διαπιστώνει το Adecco Institute, το διεθνές ινστιτούτο μελετών που διερευνά τις εξελίξεις στον εργασιακό χώρο.
Μετά από συνδυασμό αποτελεσμάτων ερευνών γνωστικού και κοινωνικού αντικειμένου το Adecco Institute δημοσίευσε συμπεράσματα αναφορικά με την ανάγκη σωστής προετοιμασίας και συνεχούς ανάπτυξης γνώσεων και δεξιοτήτων των εργαζομένων μέσω της δια βίου εκπαίδευσης, για την αντιμετώπιση των συνεπειών που επιφέρει η γήρανση του πληθυσμού στην αγορά εργασίας.
Στο εγγύς μέλλον οι εταιρίες θα αντιμετωπίσουν την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, λόγω της μείωσης του ενεργού πληθυσμού, η οποία υπολογίζεται να φτάσει στο 9% μέχρι το 2030, και της αύξησης του πληθυσμού που ανήκει στην ηλικιακή ομάδα των 55 έως 64 ετών κατά 1,3% ανά έτος.
Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει η αγορά στη δημογραφική αλλαγή είναι απαραίτητο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι να παραμείνουν ενεργοί, διατηρώντας και αναπτύσσοντας συνεχώς τις ικανότητες και δεξιότητές τους μέσω της δια βίου εκπαίδευσης. Η πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε το Adecco Institute παρουσιάζει τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν και τους τρόπους επιτυχημένης υλοποίησης των απαραίτητων εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Παρόλο που έχει πλέον αποδειχθεί η σημασία της διατήρησης των ικανών στελεχών σε μια εταιρία καθώς και τα πλεονεκτήματά της σε σχέση με την πρόσληψη νέου προσωπικού χωρίς εμπειρία σε εξειδικευμένους τομείς, η δια βίου εκπαίδευση δεν έχει υιοθετηθεί αποτελεσματικά εντός των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εργαζόμενοι άνω των 55 ετών σπάνια συμμετέχουν σε εκπαιδευτικά προγράμματα, παρόλο που δείχνουν ενδιαφέρον για διεύρυνση των ικανοτήτων τους.
Το Adecco Institute σε συνεργασία με το Jacobs University εντόπισαν έναν αριθμό εμποδίων που πρέπει να ξεπεραστούν για να κλείσει το κενό δεξιοτήτων λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Από την πλευρά των εργαζομένων το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι η εσφαλμένη εντύπωση πως μια επένδυση σε ανάπτυξη γνώσεων δεν θα έχει χρησιμότητα λόγω της επερχόμενης συνταξιοδότησής τους. Σημαντικό επίσης πρόβλημα αποτελεί το μεγάλο διάστημα κατά το οποίο δεν έχουν λάβει κάποια επίσημη εκπαίδευση, με αποτέλεσμα η διαδικασία να φαίνεται πλέον δύσκολη και κουραστική.
Από την πλευρά των εργοδοτών πρόβλημα αποτελούν η έλλειψη πόρων αλλά και τα στερεότυπα που επικρατούν σχετικά με το πέρας των χρόνων και τις συνέπειές τους στην ικανότητα αφομοίωσης της γνώσης. Το πρώτο πρόβλημα αφορά κυρίως μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις – μόνο το 37% αυτών προσφέρουν δυνατότητες εκπαίδευσης στο προσωπικό, σε αντιδιαστολή με τις μεγάλες επιχειρήσεις που το ποσοστό φτάνει το 95%. Τα στερεότυπα που συνοδεύουν την ηλικία αντίθετα, δημιουργούν πρόβλημα σε επιχειρήσεις κάθε μεγέθους.
Η γενικότερη αντίληψη που κυριαρχεί είναι πως οι νέοι εργαζόμενοι αφομοιώνουν καλύτερα τα εκπαιδευτικά προγράμματα, είναι πιο ευέλικτοι και δημιουργικοί, ενώ οι μεγαλύτερης ηλικίας χαρακτηρίζονται κυρίως για τους ηθικές τους αρχές και την ποιότητα στην εργασία τους, καθώς και για την αφοσίωσή τους στην εταιρία όπου απασχολούνται.
Παρόλα αυτά έρευνα σχετικά με τις γνωστικές ικανότητες αποδεικνύει πως η παραπάνω αντίληψη αποτελεί στερεότυπο που στην πραγματικότητα δεν υφίσταται. Ακόμα και αν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι φαίνεται να είναι λιγότερο δεκτικοί στην εκμάθηση νέων πρακτικών, αυτό οφείλεται στην έλλειψη εξάσκησης και όχι στην ηλικία τους.
Πράγματι, σε κάποιους τομείς οι νεότεροι άνθρωποι πλεονεκτούν. Αντιλαμβάνονται γρηγορότερα τις νέες πληροφορίες, αντιδρούν αμεσότερα σε αυτές και λειτουργούν καλύτερα υπό πίεση. Από την άλλη πλευρά, οι μεγαλύτεροι έχουν το πλεονέκτημα της μεγάλης εμπειρίας τους, του σφαιρικού τρόπου σκέψης και της οξυδέρκειας, στοιχεία τα οποία μπορούν να αξιοποιήσουν πολύ αποτελεσματικά κατά την εκπαίδευσή τους. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μείωση ικανότητας εκμάθησης λόγω της ηλικίας, αλλά για διαφοροποίηση των δεξιοτήτων που διαθέτει ο άνθρωπος μεγαλώνοντας.
Ο Wolfgang Clement, Πρόεδρος του Adecco Institute και πρώην Υπουργός Εργασίας και Οικονομικών της Γερμανίας, δήλωσε σχετικά: «Πρέπει να ξεπεράσουμε τις παρωχημένες αντιλήψεις σχετικά με τα ηλικιακά γκρουπ και να αρχίσουμε να αξιοποιούμε αποτελεσματικά τις ιδιαίτερες δεξιότητες τόσο των νέων όσο και των μεγαλύτερων εργαζομένων. Η δια βίου εκπαίδευση πρέπει να γίνει πραγματικότητα με την κυριολεκτική της έννοια, πρέπει να αποτελέσει μια διαδικασία συνεχούς εκμάθησης, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας ενός εργαζομένου, αλλά και ολόκληρης της ζωής του ανθρώπου».
Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει οι εταιρίες να ενθαρρύνουν τους εργαζομένους τους και να τους υποστηρίζουν στην προσπάθειά τους για μάθηση. Παρόλο που τα πεδία εκμάθησης πρέπει να πηγάζουν από τον ίδιο τον εργαζόμενο, οι προϊστάμενοι και οι εργοδότες είναι σημαντικό να βοηθούν τους εργαζομένους να αναγνωρίσουν τις ανάγκες τους σε εκπαίδευση και να τους τονώνουν διαρκώς το ενδιαφέρον γι’ αυτήν λειτουργώντας ως πρότυπα.
Φυσικά, κατά την επιλογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ηλικία του εκπαιδευόμενου, καθώς οι ανάγκες είναι διαφορετικές μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων σε ηλικία εργαζομένων. Κατά κανόνα, οι μεγαλύτεροι προτιμούν λιγότερο επίσημο και τυπικό περιβάλλον εκπαίδευσης και εάν έχει παρέλθει αρκετός χρόνος από την τελευταία εκπαιδευτική εμπειρία τους χρειάζονται επίσης χρόνο για να αναπτύξουν και πάλι τις αφομοιωτικές τους δυνατότητες.
Επειδή όμως οι γενιές μπορούν να διδάξουν πολλά η μία την άλλη, είναι επίσης πολύ αποτελεσματικό, να βρίσκονται σημεία επαφής τόσο στο χώρο εργασίας όσο και στα εκπαιδευτικά προγράμματα που παρακολουθούν και να δίνεται η δυνατότητα για δημιουργικό διάλογο.
Για την προσπέλαση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (έλλειψη πόρων), το Adecco Institute προτείνει οι εταιρίες να συνεργάζονται με δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς παροχής εκπαίδευσης, αξιοποιώντας επιδοτήσεις, προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο επαρκή εκπαίδευση στους εργαζομένους τους, χωρίς να σπαταλούν τους πόρους της εταιρίας.
Τέλος, προτείνεται να καθοριστεί συγκεκριμένο και σταθερό εκπαιδευτικό πλάνο, στο πλαίσιο της πολιτικής που ορίζει η κάθε εταιρία για τις εκπαιδευτικές ανάγκες της. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφευχθούν φαινόμενα όπως η έλλειψη χρόνου για παρακολούθηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε περιόδους οικονομικής ευημερίας, λόγω αυξημένων υποχρεώσεων των εργαζομένων, αλλά και η έλλειψη των αναγκαίων πόρων για διεξαγωγή εκπαιδεύσεων σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, φαινόμενα που παρατηρούνται σε εταιρίες χωρίς προγραμματισμό σε θέματα εκπαίδευσης.
Με τον απαραίτητο σχεδιασμό και τη σωστή διαχείριση των προσφερόμενων επιλογών σε θέματα εκπαίδευσης καθώς και με την στενή συνεργασία των εμπλεκομένων μερών, νέων και μεγαλύτερων εργαζομένων, εργαζομένων και εργοδοτών και οργανισμών μπορεί να επιτευχθεί η επιθυμητή δια βίου εκπαίδευση, προσφέροντας στις εταιρίες σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα.