Ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα έρευνας που διενήργησε η Ernst & Young σε στελέχη 570 πολυεθνικών, από την οποία προκύπτει το μέγεθος της επίδρασης της διεθνούς ύφεσης σε αυτούς.
Η σύγκριση με παρόμοια έρευνα που διενεργήθηκε τον Ιανουάριο αποκαλύπτει ότι, ενώ το δυσκολότερο μέρος της κρίσης έχει παρέλθει, η πλειοψηφία των εταιρειών είναι επικεντρωμένη ακόμη στην επιβίωση τους, ενώ υπάρχει και μια σημαντική μειοψηφία επιχειρήσεων που αναζητούν τρόπους να εκμεταλλευτούν την συγκυρία και να αδράξουν νέες ευκαιρίες.
Στο πλαίσιο της έρευνας «Ευκαιρίες μέσα στο δυσμενές περιβάλλον: επιταχύνοντας την αλλαγή», περίπου οι μισοί από τους ερωτηθέντες (43%) απάντησαν ότι το λειτουργικό τους μοντέλο έχει αλλάξει μόνιμα μετά τα γεγονότα των τελευταίων 18 μηνών. Ένα πρόσθετο 45% δήλωσε ότι η επίδραση που είχαν ήταν προσωρινή.
Αντίστοιχα, το 56% των στελεχών δήλωσαν ότι οι διαδικασίες διαχείρισης ρίσκου της εταιρείας τους άλλαξαν μόνιμα, ενώ για το 33% η αλλαγή ήταν προσωρινή. Για το 45% των στελεχών, το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την επιχειρηματική δραστηριότητα των εταιρειών τους άλλαξε εκ βάθρων.
Οι ερωτώμενοι αντιμετώπισαν τις λοιπές αλλαγές του λειτουργικού τους μοντέλου όπως η μεταβλητότητα τιμών, η κερδοφορία, η ένταση του ανταγωνισμού και η οικονομική σταθερότητα, ως προσωρινού χαρακτήρα, ενώ υπήρξε και μια σημαντική μειοψηφία – που ξεπέρασε κατά περίπτωση το 20% - η οποία θεώρησε ότι οι ανωτέρω αλλαγές είναι πιο μόνιμου χαρακτήρα.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Ernst & Young Ελλάδας, κ. Θέμης Λιανόπουλος, σχολίασε, «Η έρευνα αυτή όχι μόνο καταδεικνύει τις μόνιμες επιδράσεις των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στους τελευταίους 12 μήνες, αλλά επιπρόσθετα παρουσιάζει το πόσο άμεσές ήταν οι αλλαγές και πόσο λίγοι τις είχαν προβλέψει. Πάνω από τα τρία τέταρτα των στελεχών που ρωτήσαμε δήλωσαν έκπληξη τόσο για τη σφοδρότητα όσο και για την ταχύτητα της πτώσης.»
Η κατάσταση παραμένει ακόμη ιδιαίτερα δύσκολη
Πριν από πέντε μήνες, η Ernst & Young διενήργησε μια αντίστοιχη έρευνα. Τα στελέχη, με τα οποία μιλήσαμε τότε και οι χιλιάδες εταιρείες με τις οποίες συζητήσαμε τα αποτελέσματα της έρευνας από εκείνη τη στιγμή και μετά, βλέπουν ακόμη τεράστιο ανταγωνισμό σε τιμολογιακό επίπεδο. Οι εταιρείες ακόμη βλέπουν σημαντικό αριθμό χρεωκοπιών και τους ανταγωνιστές τους να αποσύρονται, ωστόσο υπήρξε και κάποια αύξηση στους οργανισμούς που ανέφεραν νέες εισόδους στον κλάδο τους.
Το γενικότερο κλίμα παραμένει αρνητικό. Παρά το γεγονός ότι το 64% των στελεχών δήλωσαν ότι κατάφεραν να κάνουν περικοπές κόστους, το 31% αναφέρει ότι βελτίωσε τα έσοδα, ενώ πάνω από το ένα τρίτο δήλωσε ότι το περιβάλλον ήταν πιο θετικό σε επίπεδο στρατηγικών εξαγορών. Η πλειοψηφία των στελεχών διαπίστωσε πτώση στα έσοδα (58%) και την κερδοφορία (56%). Μόνο το 20% είδε βελτίωση στην εμπιστοσύνη των επενδυτών, ενώ ένας αντίστοιχα περιορισμένος αριθμός στελεχών είδε βελτίωση όσον αφορά στην πρόσβαση σε προσιτά κεφάλαια ή πιστώσεις.
Επιπρόσθετα, ο Αντιπρόεδρος Διεθνών Αγορών κ. John Murphy σημειώνει «Δεδομένων των πιέσεων στις οποίες υπόκεινται τα στελέχη, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι μια μικρή πλειοψηφία είδε τις επιχειρήσεις τους είτε να βελτιώνονται είτε να παραμένουν σταθερές κατά τους τελευταίους 12 μήνες. Η πρόκληση σε διοικητικό επίπεδο για την χρονιά που έρχεται αφορά στην πιο άμεση και αποφασιστική δράση.
Τα χειρότερα πέρασαν;
Μια μικρή μεταστροφή της έμφασης από τις απαντήσεις του Ιανουαρίου, προσδίδει αξιοπιστία στο σκεπτικό ότι τα χειρότερα δεινά της ύφεσης είναι πίσω μας. Στην τελευταία έρευνα, το 82% δήλωσε ότι το επίκεντρο της δουλειάς τους ήταν η αναδιοργάνωση της επιχείρησης, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ύφεση ενώ το 74% φρόντιζε απλά και μόνο για την επιβίωση της τρέχουσας δραστηριότητας.
Τα ανωτέρω ποσοστά έχουν τώρα υποχωρήσει σε 74% και 65% αντίστοιχα και αν και παραμένουν σε υψηλά ακόμη επίπεδα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η αναλογία εταιρειών που δήλωσαν ότι «εκμεταλλεύονται την ύφεση με στόχο την επιδίωξη νέων δραστηριοτήτων» έχει αυξηθεί από το 59% στο 69%, υποδηλώνει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός εταιρειών διεκδικούν ευκαιρίες «υπογείως».
Ο Pip McCrostie, Διεθνής Αντιπρόεδρος, Συμβουλευτικών Υπηρεσιών για Συναλλαγές, δήλωσε σχετικά: «Αρκετά περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται πλέον σε χαμηλότερες αξίες σε σχέση με την προηγούμενη διετία, γεγονός που ελκύει τους κερδοσκόπους αγοραστές. Ο αριθμός των στελεχών της έρευνάς μας οι οποίοι δήλωσαν πρόθεση για την ανάληψη στρατηγικών εξαγορών σε νέες αγορές, αυξήθηκε κατά 7% τον Ιανουάριο πλησιάζοντας το ένα τέταρτο. Δεδομένης της συνεχιζόμενης συρρίκνωσης της ρευστότητας, αναμένουμε πιο δημιουργικές δομές στις συμφωνίες καθώς και εναλλακτικά χρηματοδοτικά σχήματα.»
Τα μετρητά περιορίζονται περαιτέρω
Τον Ιανουάριο πάνω από το 25% των στελεχών δήλωναν ότι η ρευστότητα δεν ήταν πρόβλημα. Το ποσοστό αυτό υποχώρησε στο 18%. Επίσης οι συμμετέχοντες στην έρευνα επισήμαναν την αυξανόμενη επικοινωνία είτε με πιστωτές είτε με οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Παρόλα αυτά η διάθεση παγίων για την δημιουργία ρευστότητας συζητιόταν ολοένα και λιγότερο.
Αντί αυτού, ολοένα και περισσότερες εταιρίες επικεντρώθηκαν στην αναμόρφωση των ρητρών και όρων δανεισμού τους. Τα τρία τέταρτα των συμμετεχόντων της έρευνάς μας δήλωσαν ότι η εταιρεία τους προχώρησε σε πλήρη επισκόπηση της διαχείρισης του κεφαλαίου κίνησης και των ταμειακών ροών. Ο Murphy σχολιάζοντας δήλωσε ότι: «Χωρίς εύκολη πρόσβαση σε πιστώσεις, η διαχείριση της ρευστότητας γίνεται ακόμη πιο αναγκαία λειτουργία – αυξάνοντας την προσοχή στους πελάτες, ασκώντας σφιχτή πολιτική με τους προμηθευτές καθώς και με συνεχή καταμέτρηση της διαθέσιμης ρευστότητας στα ταμεία».
Ποια ήταν η αντίδραση των εταιρειών βραχυπρόθεσμα;
Στην προηγούμενη χρήση, το 86% των στελεχών δήλωσαν ότι εντατικοποίησαν το πλάνο μείωσης του κόστους, το 52% ότι επιτάχυναν τα πλάνα αναδιοργάνωσης και το 38% ότι εκίνησαν «προγράμματα μείωσης του εργατικού δυναμικού». Όταν ερωτήθηκαν για το ποιά είναι τα κίνητρα τους βραχυπρόθεσμα, δήλωσαν ότι είναι η κερδοφορία (73%), η τιμολογιακή πολιτική (55%) και η σχέση τους με τους πελάτες (52%). Εσωτερικά, δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι το 38% πρόβλεπε αύξηση της ενασχόλησης με την διαχείριση των κινδύνων.
Ευκαιρίες από φορολογική άποψη
Ενώ η διαχείριση διαθεσίμων είναι πάντα σημαντική, η κρίση ρευστότητας έχει πραγματικά εντείνει την πίεση για την εξασφάλιση ταμειακών ροών. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η φορολογία αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά κονδύλια στην κατάσταση αποτελεσμάτων, πολλές επιχειρήσεις δεν έχουν ερευνήσει σε όλη τους την έκταση τις στρατηγικές διαχείρισης των φορολογικών πληρωμών που έχουν στην διάθεσή τους.
Όπως εξηγεί ο Επικεφαλής του Φορολογικού Τμήματος της Ernst & Young Ελλάδας, Στέφανος Μίτσιος, «Το Τμήμα Φορολογίας παρέχει ένα ευρύ φάσμα στρατηγικών για σχεδόν οποιοδήποτε τύπο εταιρείας προκειμένου αυτή να διατηρήσει, να αποκτήσει ή να μεγιστοποιήσει τα ταμειακά διαθέσιμα που χρειάζονται για να υποστηρίξουν τους συνολικούς επιχειρηματικούς της στόχους. Επιπλέον, με τα νέα δημοσιονομικού χαρακτήρα φορολογικά μέτρα που υιοθετούν οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, μια σειρά από νέες ευκαιρίες αναδύονται σχεδόν κάθε μέρα.
Αν και αυτές οι στρατηγικές σχεδιασμού και τα προγράμματα κινήτρων αποδίδουν σημαντικά οφέλη, αρκετά συχνά περιλαμβάνουν πολύ στενά προκαθορισμένες περιόδους επιλεξιμότητας. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα άμεσης αξιολόγησης και δράσης αποτελεί κρίσιμο χαρακτηριστικό επιτυχίας».
Τι προβλέπεται μακροπρόθεσμα;
Όσον αφορά την μετά ύφεση εποχή, τα στελέχη ήταν ισομερώς διαφοροποιημένα σχετικά με την γεωγραφική επέκταση, με την αυξημένη χρήση στρατηγικών συνεργασιών, εξαγορών και τη διάθεση και διάσπαση μη στρατηγικών δραστηριοτήτων. Ο Norman Lonergan, Διεθνής Αντιπρόεδρος Συμβουλευτικής σχολίασε σχετικά: «Στην πρόσφατη αναφορά μας διαπιστώσαμε ότι, αντίθετα με τις προσδοκίες, η κρίση επιταχυνόταν ανασκευάζοντας τις τάσεις. Αυτό συνεχίστηκε και βλέπουμε ολοένα και περισσότερες εταιρείες με τρέχοντα σχέδια που προβλέπουν ριζικές αλλαγές της δραστηριότητας.»
Και πότε θα γίνει η αναστροφή;
Οι απόψεις των συμμετεχόντων μας ποίκιλλαν με το ένα τέταρτο από αυτούς να ισχυρίζονται ότι τα χειρότερα πέρασαν, το 42% δήλωναν ότι τα πρώτα σημάδια αναθέρμανσης της παγκόσμιας οικονομίας είναι εμφανή ή θα γίνουν εμφανή προς το τέλος του χρόνου, ενώ μία σημαντική μειοψηφία 21% δεν αναμένουν αναθέρμανση της παγκόσμιας οικονομίας το νωρίτερο πριν το δεύτερο ήμισυ του 2010. Κάποιοι κλάδοι της οικονομίας διαφαίνονται πιο αισιόδοξοι από κάποιους άλλους – και συγκεκριμένα οι κλάδοι των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, του πετρελαίου και του αερίου – ενώ άλλοι κάδοι αναμένουν παρατεταμένη περίοδο ύφεσης, όπως ο κλάδος διαχείρισης κεφαλαίων, ο κλάδος των ακινήτων και ο κατασκευαστικός κλάδος. Οι συμμετέχοντες από την Ευρώπη ήταν πιο απαισιόδοξοι σε σχέση με τους συμμετέχοντες από την Ασία ή την Αμερικάνικη Ήπειρο.