«Τέσσερα είναι τα βασικά συστατικά του επιχειρηματικού μας μοντέλου: προϊόν, διανομή, επικοινωνία και τιμή», εξηγεί ένα στέλεχος του ομίλου LVMH. «Η δουλειά που κάνουμε στα τρία πρώτα είναι τόσο καλή που οι πελάτες ξεχνούν το τέταρτο», τονίζει. Το «καμάρι» του μεγαλύτερου ομίλου πολυτελών προϊόντων είναι, φυσικά, η Louis Vuitton, η οποία προσφέρει περιθώρια κέρδους 40-45% –τα μεγαλύτερα από οποιαδήποτε άλλη αλυσίδα ειδών πολυτελείας.
Τα έσοδα του ομίλου το πρώτο εξάμηνο του 2009 διατηρήθηκαν στα ίδια επίπεδα με το προηγούμενο έτος, ενώ τα κέρδη υποχώρησαν κατά 12%. Το μεγαλύτερο χτύπημα δέχθηκαν οι τομείς των κρασιών και των ποτών, καθώς και των κοσμημάτων, με τα έσοδα να καταγράφουν πτώση 17% και τα κέρδη κατά 41% και 73% αντίστοιχα.
Οι απώλειες, ωστόσο, αντισταθμίστηκαν από τη Vuitton, της οποίας τα έσοδα αυξήθηκαν με διψήφιο ποσοστό καταγράφοντας κέρδη σε όλες τις αγορές. «Είναι απίστευτο ότι εν μέσω επιβράδυνσης οι καταναλωτές συνεχίζουν να αγοράζουν τόσες τσάντες Louis Vuitton», παρατηρεί η Μελανί Φλουκέ, αναλύτρια του κλάδου ειδών πολυτελείας στη JPMorgan.
Ο «άσσος» που κρύβει στο μανίκι της η Vuitton είναι η ισχυρή θέση που έχει αποκτήσει στην πολυπληθέστερη χώρα: την Κίνα. «Ο Κινέζος καταναλωτής είναι ερωτευμένος με την επωνυμία Louis Vuitton», τονίζει η κα Φλουκέ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της LVMH το πρώτο εξάμηνο, το 18% των εσόδων της Vuitton προήλθαν από την κινεζική αγορά, στην οποία η εταιρεία κατέχει τη δεύτερη μεγαλύτερη πελατειακή βάση μετά την Ιαπωνία. Το κλειδί της επιτυχίας είναι, σύμφωνα με τον κ. Αρνό, η αντιμετώπιση της αγοράς ως αναπτυσσόμενη. «Αντιμετωπίζουμε τους Κινέζους πελάτες ως εκλεκτικούς», επισημαίνει.