Αυστηρή εποπτεία των αμοιβών που λαμβάνουν τα υψηλόβαθμα χιλιάδων πιστωτικών ιδρυμάτων και δραστική μείωση των μισθών σε επτά τραπεζικούς ομίλους που έλαβαν ομοσπονδιακά κεφάλαια ύψους δισεκατομμυρίων, ανακοίνωσε χθες η αμερικανική κυβέρνηση.
Παρότι η δυναμική αυτή παρέμβαση της κυβέρνησης Ομπάμα έχει συζητηθεί έντονα το τελευταίο διάστημα, τα μέτρα που εξήγγειλαν χθες η Fed και το Υπουργείο Οικονομικών σηματοδότησαν τον ουσιαστικό ρόλο που σκοπεύει να διαδραματίσει η κυβέρνηση στη διαμόρφωση της πολιτικής αμοιβών, η οποία μέχρι πρότινος ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των διοικητικών συμβουλίων και των μετόχων.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, δύσκολα θα μπορέσουν οι επιχειρήσεις να διαφύγουν τον αυστηρό έλεγχο του κράτους, ενώ ο μόνος τρόπος να διατηρήσουν τα στελέχη «ανέπαφες» τις απολαβές τους θα είναι να μεταπηδήσουν στα αντισταθμιστικά κεφάλαια, στα ιδιωτικά κεφάλαια και σε άλλες χρηματοοικονομικές εταιρείες που δεν υπόκεινται στην ομοσπονδιακή εποπτεία.
Ορισμένες εποπτικές αρχές δήλωσαν, επίσης, ότι σκοπεύουν να επεκτείνουν τα μέτρα και σε κρατικές τράπεζες που δεν έλαβαν κεφάλαια διάσωσης από της Fed. Όπως ήταν αναμενόμενο, το κορυφαίο στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών, Κένεθ Φάινμπεργκ, ανακοίνωσε ότι οι μισθοί των υψηλόβαθμων στελεχών στις εταιρείες που έλαβαν ομοσπονδιακά κεφάλαια δεν δύνανται να υπερβαίνουν τα 500.000 δολάρια ετησίως.
Οι νέοι κανονισμοί θα τεθούν άμεσα σε ισχύ, το Νοέμβριο ή το Δεκέμβριο, σύμφωνα με τους ειδικούς. Οι εργαζόμενοι που λαμβάνουν υψηλότερη αμοιβή δεν θα υποχρεωθούν να επιστρέψουν τη διαφορά, ωστόσο, οι μισθοί του επόμενου έτους θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους νέους περιορισμούς μέχρις ότου οι εταιρείες αποπληρώσουν στο κράτος τα κεφάλαια διάσωσης.
Για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση των εταιρειών με τους νέους κανονισμούς, ο κ. Φάινμπεργκ επιβάλει πρόσθετες απαιτήσεις δημοσιοποίησης στοιχείων για τα ανώτατα στελέχη και τα μέλη διοικητικού συμβουλίου. Ο αξιωματούχος του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ εξέφρασε, τέλος, την ελπίδα του ότι τα νέα πρότυπα θα «υιοθετηθούν οικειοθελώς» από τον επιχειρηματικό κόσμο των ΗΠΑ.
Πηγή: The Wall Street Journal