Εντονη συγκέντρωση στην αγορά χαλυβδοσωλήνων

Ερευνα ICAP
Πέμπτη, 27 Μαρτίου 2008 16:47

Η ζήτηση για χαλυβδοσωλήνες συνδέεται άμεσα με την πορεία του κλάδου των κατασκευών (δημόσια και ιδιωτικά τεχνικά έργα, οικοδομική δραστηριότητα κλπ.). Με τη σειρά τους, οι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση για τα συγκεκριμένα προϊόντα εξαρτώνται από τη γενικότερη πορεία της οικονομίας, την εξέλιξη των επενδύσεων, τις χορηγήσεις δανείων κλπ. Οι τελευταίες εξελίξεις και οι προοπτικές της εγχώριας αγοράς χαλυβδοσωλήνων, αναφέρονται στη σχετική κλαδική μελέτη που εκπονήθηκε πρόσφατα από την ICAP AE:

Η εγχώρια αγορά των χαλυβδοσωλήνων χαρακτηρίζεται από έντονη συγκέντρωση των επιχειρήσεων, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής πραγματοποιείται από μικρό αριθμό μονάδων. Οι περισσότερες παραγωγικές επιχειρήσεις είναι σχετικά μεγάλου μεγέθους και ασχολούνται με την κατασκευή σωλήνων με ραφή, διαφόρων διαμέτρων, για τη μεταφορά ρευστών ή αερίων. Ορισμένες από τις εταιρίες δεν δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην παραγωγή χαλυβδοσωλήνων, αλλά κατασκευάζουν και άλλα προϊόντα, όπως κοίλους δοκούς, λαμαρίνες, εξαρτήματα, μεταλλικά φύλλα κ.ά. Το μεγαλύτερο μέρος των πρώτων υλών προέρχεται από το εξωτερικό και κυρίως από χώρες της Ευρώπης.

Οι χαλυβδοσωλήνες μεταφοράς ρευστών και αερίων διαχωρίζονται σε σωλήνες με ραφή και χωρίς ραφή. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει χαλυβδοσωλήνες μεγάλων διαμέτρων (από 4 ίντσες έως 2 μέτρα) και μικρών (από ½ έως 4 ίντσες). Η εγχώρια παραγωγή αφορά μόνο σωλήνες με ραφή, ενώ η ζήτηση σε χαλυβδοσωλήνες χωρίς ραφή καλύπτεται αποκλειστικά από εισαγωγές. Η χρήση των χαλυβδοσωλήνων χωρίς ραφή είναι σχετικά περιορισμένη και αφορά κατά κύριο λόγο περιπτώσεις που απαιτούν υψηλή ανθεκτικότητα σε πίεση και θερμοκρασία.

Το μέγεθος της κατανάλωσης χαλυβδοσωλήνων παρουσίασε αυξομειώσεις το χρονικό διάστημα 1994-2006. Το 2006 η εν λόγω αγορά μειώθηκε κατά 3,7% σε σχέση με το 2005. Οι χαλυβδοσωλήνες με ραφή καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική ετήσια αγορά χαλυβδοσωλήνων. Το 2006, οι χαλυβδοσωλήνες με ραφή κατέλαβαν το 96,6% της συνολικής αγοράς, ενώ αυτοί χωρίς ραφή απέσπασαν το υπόλοιπο 3,4%.

Τα προβλήματα

Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου σχετίζονται με το κόστος και τις διακυμάνσεις των τιμών της βασικής πρώτης ύλης (χάλυβας). Ωστόσο, προβλήματα δημιουργούνται ορισμένες φορές στους εγχώριους παραγωγούς και από τον εισαγόμενο ανταγωνισμό, όσον αφορά τις τιμές των εισαγόμενων χαλυβδοσωλήνων, κυρίως από την Τουρκία αλλά και από χώρες της Ασίας (Ινδία, Κίνα), οι οποίες κυμαίνονται σε χαμηλότερα επίπεδα έναντι των ελληνικών, λόγω του χαμηλότερου κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με παράγοντες του εξεταζόμενου κλάδου, σε ορισμένες περιπτώσεις εισαγόμενα προϊόντα διακινούνται στην εγχώρια αγορά χωρίς να πληρούν τις προδιαγραφές που απαιτούνται από συγκεκριμένες εφαρμογές. Παράλληλα, πρόβλημα δημιουργείται και από την υποκατάσταση των χαλυβδοσωλήνων σε ορισμένες εφαρμογές, από σωλήνες διαφορετικών υλικών. Για παράδειγμα, οι χαλυβδοσωλήνες μικρών διαμέτρων για ύδρευση αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό από χάλκινους και πλαστικούς σωλήνες. Επίσης, οι χαλυβδοσωλήνες που χρησιμοποιούνται σε αρδευτικά συστήματα, υποκαθίστανται τα τελευταία χρόνια από σωλήνες πολυαιθυλενίου.

Προβλέψεις

Παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις, η ελληνική αγορά χαλυβδοσωλήνων με ραφή θα παρουσιάσει άνοδο κατά τη διετία 2007-2008. Οι χαλυβδοσωλήνες μικρών διαμέτρων θα εξακολουθήσουν να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής κατανάλωσης των εξεταζόμενων προϊόντων. Η εγχώρια αγορά χαλυβδοσωλήνων χωρίς ραφή έχει περισσότερο περιστασιακό χαρακτήρα σε σύγκριση με την αγορά των σωλήνων με ραφή, η δε μελλοντική της πορεία θα εξαρτηθεί άμεσα από την εξέλιξη των εφαρμογών για τις οποίες προορίζονται τα συγκεκριμένα προϊόντα.

Αποτελέσματα

Πέρα από την ανάλυση της αγοράς, στη συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιείται και χρηματοοικονομική ανάλυση επιχειρήσεων παραγωγής χαλυβδοσωλήνων, με τη χρήση αριθμοδεικτών. Όπως προέκυψε από τον ομαδοποιημένο ισολογισμό 8 εταιρειών, το σύνολο του ενεργητικού τους παρουσίασε μείωση 2,5% το 2006 σε σχέση με το 2005, η οποία προήλθε κυρίως από τη μείωση των απαιτήσεων και του λογαριασμού «ταμείο και καταθέσεις». Αντίθετα, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων σημείωσε αύξηση κατά 36,9% έναντι του 2005. Οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις μειώθηκαν κατά 26,2% το διάστημα 2006/05, ενώ και οι βραχυπρόθεσμες εμφάνισαν μείωση κατά 7,6% την ίδια περίοδο.

Οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, κάλυψαν 63,3% των συνολικών υποχρεώσεων το 2006 και 57,8% το 2005. Οι συνολικές πωλήσεις παρουσίασαν αύξηση κατά 32,8% σε σχέση με το 2005, ενώ αυξήθηκε και το αντίστοιχο λειτουργικό περιθώριο. Το συνολικό καθαρό αποτέλεσμα των εταιρειών του δείγματος διαμορφώθηκε σε κέρδη το 2006 από ζημιές το 2005. Ο δείκτης δανειακής επιβάρυνσης βελτιώθηκε το 2006 σε σχέση με το προηγούμενο έτος (2006: 1,94:1, 2005: 3,13:1). Η κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων παρουσίασε βελτίωση, διαμορφούμενη σε 125 ημέρες το 2006 από 155 ημέρες το 2005.

Τόσο η γενική όσο και η άμεση ρευστότητα παρουσίασαν σχετικά μικρή επιδείνωση κατά το 2006. Ο μέσος όρος προθεσμίας είσπραξης απαιτήσεων βελτιώθηκε σε 79 ημέρες το 2006 από 107 ημέρες το 2005. Αντίθετα, επιδεινώθηκε ο μέσος όρος προθεσμίας εξόφλησης προμηθευτών/πιστωτών, διαμορφούμενος σε 108 ημέρες το 2006 έναντι 114 ημερών το 2005. Η σχέση μεταξύ των δύο ετήσιων δεικτών κρίνεται ως θετική για τη ρευστότητα των εταιρειών του δείγματος.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα