Εθνική: Αναγκαία και ελκυστική επένδυση οι ΑΠΕ

Τετάρτη, 25 Ιουνίου 2008 13:36

Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) κερδίζουν συνεχώς έδαφος σε παγκόσμιο επίπεδο (σημειώνοντας ρυθμούς ανάπτυξης από 20% έως και 60% ετησίως) και αυτή τη στιγμή καλύπτουν σχεδόν το ¼ της συνολικής εγκαταστημένης ισχύος, επισημαίνει η Διεύθυνση Σχεδιασμού και Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος σε έκθεσή της:

Οι βασικές μορφές των ΑΠΕ είναι η υδροηλεκτρική (83% της εγκατεστημένης ισχύος των ΑΠΕ), η αιολική (9%), η βιομάζα (5%), η γεωθερμική (1%) και η φωτοβολταϊκή (1%). Η χρησιμοποίησή τους γίνεται επιτακτική, δεδομένων των αυξημένων ενεργειακών αναγκών αλλά και των περιβαλλοντικών ανησυχιών που προβληματίζουν όλες τις χώρες. Εξαιρώντας τα μεγάλα υδροηλεκτρικά, οι επενδύσεις σε νέα δυναμικότητα ΑΠΕ έφτασαν τα $55 δις. το 2006 ενώ η αντίστοιχη εγκατεστημένη ισχύς ανήλθε στα 207 GW. Οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις συνεισέφεραν 3,4% στην παγκόσμια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το 2006.

Περιορισμένη η ανάπτυξη στην ΕλλάδαM

Η συμμετοχή των ΑΠΕ στην εγχώρια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (εξαιρώντας τα μεγάλα υδροηλεκτρικά) παρουσιάζει έντονα ανοδική πορεία διαχρονικά – κυρίως μετά το 1999. Συνολικά η εγκατεστημένη ισχύς σε ΑΠΕ ανερχόταν στα 4.066 ΜW στο τέλος του 2007 και 1.048 MW αν εξαιρέσουμε τα μεγάλα υδροηλεκτρικά (σε σχέση με 159 ΜW το 1999). Οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις (εξαιρώντας τα μεγάλα υδροηλεκτρικά), αν και αποτελούν το 7% της συνολικής ισχύος, συμβάλλουν μόλις κατά 4% στη συνολική ηλεκτροπαραγωγή.

Εκτός από τα παραδοσιακά μεγάλα υδροηλεκτρικά που αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εγκαταστάσεων ΑΠΕ στην Ελλάδα, τα αιολικά πάρκα είναι η κυρίαρχη μορφή ηλεκτροπαραγωγής μέσω ΑΠΕ με ποσοστό 21% (δηλαδή, το 85% των ΑΠΕ εξαιρώντας τα μεγάλα υδροηλεκτρικά). Η κυριαρχία των αιολικών είναι εύλογη, καθώς αποτελούν μέχρι σήμερα την μορφή ΑΠΕ με το χαμηλότερο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας - λόγω πιο «ώριμης» τεχνολογίας σε σχέση με τις άλλες ΑΠΕ. Η εγκατεστημένη ισχύς σε φωτοβολταϊκά το 2007 καλύπτει μόλις το 0,2% των εγκαταστάσεων ΑΠΕ (περίπου το 1/100 της αντίστοιχης ισχύος των αιολικών εγκαταστάσεων), καθώς το υψηλό κόστος εγκατάστασης και η έλλειψη σαφούς ρυθμιστικού πλαισίου απέτρεπαν τους επενδυτές να εισέλθουν στη συγκεκριμένη αγορά τα προηγούμενα χρόνια.

H ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα μας προωθείται από:

(i) τους στόχους που έχουν τεθεί από την ΕΕ…

Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο για μείωση των εκπομπών των αερίων του Θερμοκηπίου, έχουν τεθεί ενδεικτικοί εθνικοί στόχοι για κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ αναφορικά με το ποσοστό εγχώριας ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας το οποίο πρέπει να καλυφθεί από ΑΠΕ μέχρι το 2010. Για την Ελλάδα το συγκεκριμένο ποσοστό ανέρχεται στο 20,1% της συνολικής κατανάλωσης και 29% για το 2020.

… (ii) την αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας …

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα έτη (ξεπερνώντας τις 80.000 GWh το 2020 από 53.750 GWh το 2007), καθώς και η ζήτηση αιχμής (προσεγγίζοντας τα 16.000 MW το 2020 από 10.600 MW το 2007). Ως εκ τούτου, δεν προβλέπεται οποιοδήποτε επενδυτικό εμπόδιο όσον αφορά τις ΑΠΕ από πλευράς ανεπαρκούς ζήτησης.

… (iii) τη διαχρονική συρρίκνωση του μεριδίου συμβατικών καυσίμων στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής

O διπλασιασμός του κόστους ηλεκτροπαραγωγής μέσω συμβατικών καυσίμων (λόγω του κόστους αγοράς δικαιωμάτων ρύπων: €25-50/τόνο εκπομπής), σε συνδυασμό με το γενναιόδωρο θεσμικό πλαίσιο για τις ΑΠΕ (σημαντικές επιδοτήσεις κεφαλαίου και υψηλές εγγυημένες τιμές αγοράς ενέργειας), αποτελεί βασικό μοχλό ανάπτυξης των ΑΠΕ.

Παρά τις προαναφερθείσες ευνοϊκές συνθήκες, σημαντικοί παράγοντες εμποδίζουν πρακτικά την ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα

Δυσχερής και χρονοβόρα διαδικασία αδειοδότησης

Λόγω έλλειψης χωροταξικού σχεδιασμού, η εγκατάσταση μονάδων με χρήση ΑΠΕ εγείρει συχνά την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων χορήγησης των αδειών

Η κατασκευή, λειτουργία και συντήρηση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής εξαρτάται από τους προμηθευτές και τη διαθεσιμότητα εξοπλισμού και πρώτων υλών

Η χρηματοοικονομική κατάσταση των εταιρειών του κλάδου παραγωγής αιολικής ενέργειας χαρακτηρίζεται υγιής και αναμένεται να βελτιωθεί διαχρονικά – αν και η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή…

Ο κλάδος παραγωγής αιολικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης του κύκλου εργασιών (της τάξης του 50% κ.μ.ο. ετησίως κατά την τελευταία πενταετία) και από υψηλά περιθώρια κερδοφορίας. Συγκεκριμένα, οι επιδοτούμενες τιμές οδηγούν τα περιθώρια λειτουργικού κέρδους μετά τις αποσβέσεις άνω του 30% το 2006, όταν για το σύνολο του εταιρικού τομέα στην Ελλάδα (εξαιρουμένων των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών) δεν ξεπερνούν το 10%. Η πορεία σύγκλισης της απόδοσης των επενδυμένων σε ΑΠΕ κεφαλαίων προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (με τα περιθώρια λειτουργικού κέρδους κοντά στο 50%) σε συνδυασμό με την αναμενομένη αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από αιολικά εκτιμάμε ότι θα οδηγήσει το ROE προ φόρων κοντά στο 30% το 2020 από περίπου 15% το 2006. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η πραγματοποίηση των επενδύσεων σε αιολικά πάρκα ενέχει σημαντική αβεβαιότητα, οι συνθήκες στον κλάδο δύναται να καταστούν λιγότερο ευνοϊκές σε σχέση με το βασικό μας σενάριο.

… ενώ τα φωτοβολταϊκά συστήματα αποτελούν μία αναδυόμενη αγορά η οποία, υπό προϋποθέσεις, υπόσχεται υψηλές αποδόσεις

Αν και η ελληνική αγορά φωτοβολταϊκών βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο, η πληθώρα των αιτήσεων αντικατοπτρίζει την αισιοδοξία της αγοράς ότι η επένδυση σε φωτοβολταϊκά εγγυάται γρήγορη απόσβεση του αρχικού κόστους και σημαντικά κέρδη. Τα χαρακτηριστικά που φαίνεται να έλκουν τους επενδυτές είναι: (i) η εγγυημένη αγορά της συνολικά παραγόμενης ενέργειας σε εγγυημένη υψηλή τιμή για 20 έτη (0,45 €/KWh έναντι της Οριακής Τιμής Συστήματος που είναι περίπου 0,07€/KWh κατά το πρώτο εξάμηνο του 2008), (ii) τα ελάχιστα έξοδα λειτουργίας, και (iii) η υψηλή επιδότηση για το κόστος εγκατάστασης (20%-40%). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, ο εσωτερικός βαθμός απόδοσης (IRR) από επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά κυμαίνεται μεταξύ 14% και 23% ετησίως για την επόμενη 20ετια, ενώ επιδεικνύει υψηλή ελαστικότητα σε ενδεχόμενες μεταβολές των παραμέτρων (τιμή αγοράς της ενέργειας, τοποθεσία εγκατάστασης και μέγεθος επένδυσης) – καθιστώντας έτσι κρίσιμο τον προσεκτικό σχεδιασμό στα αρχικά στάδια της επένδυσης.

H προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα έτη λόγω:

(i) πλούσιου αιολικού δυναμικού

Με τη χώρα μας να διαθέτει τεχνικά εκμεταλλεύσιμο αιολικό δυναμικό της τάξης των 11.000-14.000 MW, η ηλεκτροπαραγωγή από ανεμογεννήτριες εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει τις 12.000 GWh το 2020 (περίπου 5.000 MW εγκατεστημένης ισχύος) από περίπου 2.000 GWh το 2007 - καλύπτοντας έτσι το 15% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η αυξημένη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά πάρκα δεν συνεπάγεται υψηλότερο κόστος για την ελληνική οικονομία λόγω των επιδοτούμενων τιμών. Με δεδομένο ότι η επιδοτούμενη τιμή για τα αιολικά είναι υψηλότερη κατά €15/MWh από την τρέχουσα οριακή τιμή συστήματος, ενώ η επιβάρυνση λόγω αγοράς δικαιωμάτων ρύπων από λιγνιτικούς σταθμούς θα προσεγγίσει τα €35/MWh για το διάστημα μετά το 2013, η παραγωγή των 12.000 GWh το 2020 από αιολικά προσφέρει στην οικονομία ετήσιο όφελος €240 εκατ. Ακόμα και αν συνυπολογίσουμε τις επιδοτήσεις κεφαλαίου για τις ΑΠΕ, η προαναφερθείσα παραγωγή από αιολικά προσφέρει στην οικονομία ετήσιο όφελος της τάξης των €140 εκατ.

(ii) της ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών

Με τις αιτήσεις μέχρι τις αρχές του έτους να ξεπερνούν τις 7.900 (που αντιστοιχούν σε ισχύ 3.750 ΜW), η ηλεκτροπαραγωγή από φωτοβολταϊκά εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τις 900 GWh το 2020 (περίπου 700 MW εγκατεστημένης ισχύος) από περίπου 10 GWh το 2007 - καλύπτοντας έτσι το 1,1% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.

(iii) καθώς και των συμβατικών καυσίμων

Εξετάζοντας τα επιχειρηματικά σχέδια της ΔΕΗ και των ιδιωτών παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, εκτιμάμε ότι η εγκατεστημένη ισχύς σε συμβατικές μορφές ενέργειας θα προσεγγίσει τα 14.700 MW το 2020 (έναντι 10.200 MW το 2007), εκ των οποίων τα 10.500 MW θα προέρχονται από τη ΔΕΗ.

… καλύπτοντας έτσι την αυξημένη ζήτηση

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, οι συνολικές εγκαταστάσεις που αναμένονται για το 2020 φθάνουν τα 24.400MW (από 14.300 MW το 2007), με περίπου 6.000 ΜW να αφορούν ΑΠΕ. Λαμβάνοντας υπόψη την αποδοτικότητα κάθε μορφής ενέργειας, καταλήγουμε ότι οι συνολικές εγκαταστάσεις θα οδηγήσουν σε παραγωγή άνω των 90.000 GWh, υπερκαλύπτοντας έτσι την αναμενόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας για το 2020 (περίπου 80.000 GWh). Η συμμετοχή των ΑΠΕ στην άνω παραγωγή ενέργειας αναμένεται να προσεγγίσει το 17% (εξαιρώντας τα μεγάλα υδροηλεκτρικά).

Όσον αφορά, ωστόσο, τη ζήτηση αιχμής (16.000 MW το 2020), σημειώνουμε ότι η διαθέσιμη εγκατεστημένη ισχύς ενδέχεται να μην επαρκεί για την κάλυψη αυτής. Λόγω του υψηλού ποσοστού στη συνολική ηλεκτροπαραγωγή της αιολικής ενέργειας (η οποία ενδέχεται να μην αποδίδει κατά την περίοδο αιχμής), η ασφαλής κάλυψη της ζήτησης αιχμής (απαιτούμενη εφεδρεία 15%) απαιτεί επιπρόσθετη εγκατάσταση ισχύος. Ένας τρόπος για να καλυφθεί το συγκεκριμένο επίπεδο ασφάλειας είναι η διατήρηση των ρυπογόνων και προς απόσυρση μονάδων της ΔΕΗ σε ψυχρή εφεδρεία, καθώς η διαθεσιμότητα των εισαγωγών είναι αμφισβητήσιμη κατά την περίοδο αιχμής (με τις γειτονικές μας χώρες να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα περίοδο υψηλής ζήτησης).



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα