Περαιτέρω υποχώρηση στους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ενδεχομένως και κάτω του 3,5% και επιτάχυνση του πληθωρισμού πάνω από το 4,3% σε ετήσια βάση, προβλέπει για το 2008 η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την Ελληνική Οικονομία.
Η έκθεση που είναι η δεύτερη για το τρέχον έτος και αξιοποιεί στοιχεία διαθέσιμα μέχρι και τις 16 Ιουνίου, επισημαίνει τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά ρευστό και με αυξημένες αβεβαιότητες, λόγω της διεθνούς συγκυρίας.
Η κύρια παρατήρηση που κάνει η έκθεση του ΙΟΒΕ, είναι ότι οι παράγοντες που συνέβαλαν τα τελευταία χρόνια στην άνοδο της εγχώριας ζήτησης, δηλαδή κατανάλωση και επενδύσεις, έχουν αρχίσει να εξασθενούν.
Το ερώτημα που θέτουν τα νέα δεδομένα, είναι κατά πόσο οι ενδείξεις αυτές προοιωνίζονται το τέλος μιας μακράς πορείας ανάπτυξης που υποστηρίχθηκε αποκλειστικά σχεδόν από την εγχώρια ζήτηση και ειδικότερα την ταχεία διεύρυνση της κατανάλωσης.
Σε ό,τι αφορά στον πληθωρισμό, η έκθεση του ΙΟΒΕ τον θεωρεί ως κύριο πρόβλημα, που οφείλεται πρωτίστως στην πλημμελή λειτουργία του ανταγωνισμού και στον έλεγχο και τις παρεμβατικές πολιτικές που ασκεί το κράτος σε πολλούς τομείς της οικονομίας.
Εκτιμά δε ότι οι παρεμβάσεις στους τομείς αυτούς θα μπορούσαν να γίνουν με την κατάργηση των ολιγοπωλιακών πρακτικών που τροφοδοτούνται από το κράτος και το άνοιγμα κλειστών αγορών στον ανταγωνισμό. Οσο για τα μέτρα και παρεμβάσεις που προωθεί η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πληθωριστικής έξαρσης, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι η απόδοσή τους μένει να αποδειχθεί, όταν τα μέτρα αρχίσουν να λειτουργούν στην πράξη. Πάντως. σημειώνει η έκθεση, η εμπειρία από την εφαρμογή αντίστοιχων πολιτικών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, δείχνει ότι η αποτελεσματικότητά τους είναι μικρή, αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές στους παράγοντες που τροφοδοτούν τον πληθωρισμό.
Τονίζει δε με έμφαση, ότι οι πολιτικές αυτές στην προσπάθεια τους να εντοπίσουν και τιμωρήσουν τους παραβάτες, δημιουργούν πρόσθετα γραφειοκρατικά εμπόδια για όλες τις επιχειρήσεις, έχουν δηλαδή παράπλευρες αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας.
Δημοσιονομική πολιτική
Τέλος, η έκθεση εκφράζει αμφιβολίες για τη δυνατότητα επίτευξης των στόχων της δημοσιονομικής πολιτικής υπό την παρούσα συγκυρία, δηλαδή μείωση του ρυθμού ανάπτυξης και αύξηση του πληθωρισμού. Εκτιμά δε ότι θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα με στόχο την περικοπή των δαπανών και την αύξηση των εσόδων.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ανάγκη για τη λήψη μέτρων γίνεται εντονότερη, καθώς από την αρχή του χρόνου η εκτέλεση του προϋπολογισμού παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις έναντι των αρχικών στόχων, και στα έσοδα και στις δαπάνες.
Για τις αποκλίσεις αυτές, η έκθεση αναφέρει ότι είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν με τις συνήθεις πρακτικές, όπως εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων και περικοπές των καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου, καθώς οι παραπάνω αντιδράσεις έχουν πρόσκαιρα αποτελέσματα.
Ως βιώσιμες απαντήσεις στο πρόβλημα, η έκθεση προτείνει παρεμβάσεις στο φορολογικό σύστημα και στις δαπάνες.
Ειδικότερα γα το πρώτο επισημαίνει ότι αυτό παραμένει πολύπλοκο και κοστοβόρο, προσφεύγει συχνά είτε σε φορολογικές αμνηστίες είτε σε αυστηρότερους ελέγχους, ενώ διατηρείται η διακριτική ευχέρεια των ελεγκτικών οργάνων στην εφαρμογή των κανόνων, γεγονός που τροφοδοτεί τη διαφθορά.
Σε ό,τι αφορά στις δαπάνες, η διαχείρισή τους διακρίνεται από την απουσία ουσιαστικού ελέγχου, αδιαφάνεια, ανυπαρξία λογοδοσίας και παντελή έλλειψη αξιολόγησης της αποδοτικότητας των δαπανών.