Μετά από εμπεριστατωμένη έρευνα βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων της συνθήκης ΕΚ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα να ανακτήσει από τα Eλληνικά Nαυπηγεία Α.Ε. (ΕΝΑΕ) πάνω από 230 εκατομμύρια € παράνομες ενισχύσεις.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Κομισιόν, μεταξύ 1996 και 2002, η Ελλάδα έλαβε 16 διαφορετικά μέτρα ενίσχυσης για την ΕΝΑΕ, σε μια περίοδο που το ναυπηγείο αντιμετώπιζε δυσχέρειες. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι πολλές από τις ενισχύσεις αυτές χορηγήθηκαν στην ΕΝΑΕ από το ελληνικό κράτος και την τότε κρατικής ιδιοκτησίας τράπεζα ΕΤΒΑ υπό μορφή δανείων, εγγυήσεων και εισφορών κεφαλαίου χωρίς προηγουμένως να εγκριθούν από την Επιτροπή και, επιπλέον, ότι δεν ήταν συμβατές με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.
Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι η Ελλάδα και η ΕΝΑΕ δεν τήρησαν τους όρους που συνόδευαν τις ενισχύσεις που είχε εγκρίνει το 1997 και το 2002 .
Όλα αυτά τα μέτρα, τα οποία συνολικά υπερβαίνουν τα 230 εκατομμύρια €, προσπόρισαν όφελος στις εμπορικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ, παρέχοντάς της έτσι αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, υπογραμμίζει η Κομισιόν. Θα πρέπει επομένως οι ενισχύσεις να ανακτηθούν εντόκως από την ΕΝΑΕ. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι ορισμένα από τα μέτρα τα οποία διερευνήθηκαν, αξίας δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, ορισμένα αποτελούν συμβατές ενισχύσεις και ορισμένα στήριξαν την κατασκευή στρατιωτικών πλοίων για το Ελληνικό Ναυτικό και, επομένως, εξαιρούνται από την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ.
Η αρμόδια για τον ανταγωνισμό Επίτροπος Neelie Kroes τόνισε: «Το 1997, η Επιτροπή έδωσε στην Ελλάδα την ευκαιρία να προβεί σε αναδιάρθρωση των εμπορικών δραστηριοτήτων της ΕΝΑΕ, εγκρίνοντας ενισχύσεις ύψους 160 εκατομμυρίων €. Δυστυχώς, ορισμένοι κρίσιμοι όροι που συνόδευαν την έγκριση αυτή δεν τηρήθηκαν. Επιπλέον, η Ελλάδα προέβη επανειλημμένα σε παράνομη και μη συμβατή χρηματοδότηση των ζημιογόνων εμπορικών δραστηριοτήτων του ναυπηγείου μέχρι το 2002. Οι παράνομες αυτές ενισχύσεις πρέπει τώρα να ανακτηθούν».
Τον Απρίλιο του 2004, η Επιτροπή άρχισε εμπεριστατωμένη έρευνα που αφορούσε τέσσερα μέτρα υπέρ της ΕΝΑΕ. Τον Ιούλιο του 2006, κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε έλληνας ανταγωνιστής, η Επιτροπή επέκτεινε το πεδίο της έρευνάς της σε 12 επιπλέον μέτρα.
Από την έρευνα της Επιτροπής διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα δεν είχε τηρήσει τους όρους που συνόδευαν την έγκριση δύο ενισχύσεων.
Όσον αφορά τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης ύψους 160 εκατομμυρίων € που εγκρίθηκαν το 1997, η ΕΝΑΕ εφάρμοσε μέρος μόνο του επενδυτικού σχεδίου που ήταν αναγκαίο για τον εκσυγχρονισμό του ναυπηγείου. Επιπλέον, η έγκριση της ενίσχυσης συνοδευόταν από τον όρο της εφαρμογής μιας συμφωνίας που αφορούσε την πώληση του 49% των μετοχών της ΕΝΑΕ στους εργαζόμενούς της αντί τιμήματος 24 εκατ. €, καταβλητέου εντός 12 ετών. Ωστόσο, από την έρευνα της Επιτροπής διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα ουδέποτε εισέπραξε το συμβατικό τίμημα αγοράς από τους εργαζόμενους.
Όσον αφορά τις ενισχύσεις ύψους 29,5 εκατομμυρίων € για το κλείσιμο εγκαταστάσεων, που εγκρίθηκαν το 2002, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η μείωση του δυναμικού για τις εμπορικές δραστηριότητες, η ΕΝΑΕ δεν τήρησε τον περιορισμό του δυναμικού σε 420 000 ανθρωποώρες ετησίως, που επέβαλλε η απόφαση.
Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι τα διάφορα δάνεια και εγγυήσεις που χορήγησε το ελληνικό κράτος και η τότε κρατικής ιδιοκτησίας τράπεζα ΕΤΒΑ στην ΕΝΑΕ συνιστούν μη συμβατές ενισχύσεις, δεδομένου ότι χορηγήθηκαν είτε κάτω του τιμήματος αγοράς είτε σε εποχή κατά την οποία η χρηματοοικονομική κατάσταση της ΕΝΑΕ είχε καταστεί τόσο δυσχερής ώστε καμία τράπεζα δεν θα της είχε χορηγήσει δάνειο. Οι ενισχύσεις αυτές παρείχαν στην ΕΝΑΕ αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, δεδομένου ότι χορηγήθηκαν με όρους που δεν θα είχε αποδεχθεί κανένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς, και επομένως δεν ήταν συμβατές με την Ενιαία Αγορά. Επιπλέον, οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή και ήταν, ως εκ τούτου, παράνομες.
Τα μέτρα του 1997 και του 2002 καθώς και τα μη συμβατά δάνεια και εγγυήσεις ανέρχονταν σε περίπου 230 εκατομμύρια € κατά τον χρόνο χορήγησής τους και πρέπει να ανακτηθούν εντόκως από το εμπορικό τμήμα της ΕΝΑΕ. Το ακριβές ποσό που πρέπει να επιστραφεί θα προσδιορισθεί στη διάρκεια της διαδικασίας ανάκτησης.
Από την έρευνα της Επιτροπής διαπιστώθηκε επίσης ότι ο μηχανισμός με βάση τον οποίο η Ελλάδα δεσμεύθηκε συμβατικά να αποζημιώσει τον αγοραστή της ΕΝΑΕ (δηλ. την κοινοπραξία HDW/Ferrostaal, διάδοχος της οποίας είναι η ThyssenKrupp) για οποιαδήποτε κρατική ενίσχυση που θα πρέπει τυχόν να ανακτηθεί μελλοντικά από την ΕΝΑΕ, συνιστά παράνομη ενίσχυση της τελευταίας και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί.
Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ορισμένα από τα υπόλοιπα μέτρα δεν συνιστούν ενισχύσεις ή συνιστούν συμβατές ενισχύσεις.
Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι μέρος της χρηματοδότησης που χορήγησε το κράτος και η ΕΤΒΑ στην ΕΝΑΕ στήριξε την παραγωγή στρατιωτικού υλικού για το Ελληνικό Ναυτικό και αφορά την προστασία συμφερόντων εθνικής ασφάλειας. Τα εν λόγω μέτρα, επομένως, εξαιρούνται από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ δυνάμει του άρθρου 296 της συνθήκης ΕΚ.