Σε αύξηση του βασικού παρεμβατικού της επιτοκίου προέβη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), για πρώτη φορά σε διάστημα άνω του ενός έτους, κατά τη σημερινή συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ αύξησε το επιτόκιό της κατά 25 μονάδες βάσης στο 4,25%, στο υψηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2001.
Η απόφαση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών της ΕΚΤ να συγκρατήσει τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις, παρά τις ανησυχίες για την επιβράδυνση της οικονομίας. Πρόκειται για την ένατη αύξηση στην οποία προχωρά σε διάστημα τριών ετών.
Η κίνηση ήταν ευρέως αναμενόμενη από τις αγορές, μετά τις δηλώσεις του ίδιου του προέδρου της ΕΚΤ Ζαν – Κλοντ Τρισέ τον περασμένο μήνα, ο οποίος είχε σηματοδοτήσει το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων τον Ιούλιο.
Χθες, άλλωστε, σε δηλώσεις του στη γερμανική εφημερίδα «Die Zeit», ο Τρισέ τόνισε ότι ενυπάρχει ο κίνδυνος «έκρηξης» του πληθωρισμού, εάν η ΕΚΤ δεν λάβει δραστικά μέτρα για την αντιμετώπισή του.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι λίγες ώρες πριν ανακοινωθεί η απόφαση της ΕΚΤ, ορισμένοι αναλυτές άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια αιφνιδιαστική αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης.
Επενδυτικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των ING, Nomura International και Societe Generale, ανέφεραν στα πρωινά τους δελτία ότι δεν αποκλείουν μια αύξηση των επιτοκίων στο 4,5%, εκτιμώντας ότι με τον τρόπο αυτό η ΕΚΤ θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις και να ενισχύσει την αντιπληθωριστική της αξιοπιστία.
Το ενδιαφέρον της αγοράς στρέφεται πλέον στη συνέντευξη Τύπου του προέδρου της ΕΚΤ Ζαν – Κλοντ Τρισέ, προκειμένου να συμπεράνει εάν η τράπεζα διατίθεται να προβεί σε περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων ή θα περιορισθεί στη σημερινή αύξηση του επιτοκίου αναφοράς.
Στο θέμα αυτό δεν φαίνεται, πάντως, να υπάρχει σύμπνοια στις εκτιμήσεις των αναλυτών. Αρκετοί αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν απορρίψει τις εικασίες για σειρά αυξήσεων, ενώ οι περισσότεροι οικονομολόγοι βλέπουν λίγα περιθώρια για πιο αυστηρή νομισματική πολιτική, καθώς οι προοπτικές ανάπτυξης επιδεινώνονται.
Οι αγορές, ωστόσο, στοιχηματίζουν ότι τα επιτόκια θα φτάσουν στο 4,5% έως το τέλος του έτους.
Η απόφαση της ΕΚΤ «είναι μια συμβολική χειρονομία που στόχο έχει να περιορίσει τις πληθωριστικές προσδοκίες», δήλωσε στο Reuters ο Dario Perkins, οικονομολόγος στην ABN Amro.
«Αισθάνομαι ότι οι αγορές αρχίζουν να διερωτώνται για την αντιπληθωριστική στάση της Federal Reserve και της Τράπεζας της Αγγλίας. Το μήνυμα που στέλνει σήμερα η ΕΚΤ είναι ότι έχει πάρει στα σοβαρά τον αντιπληθωριστικό της ρόλο», πρόσθεσε.
Αλυσίδα επιπτώσεων στην οικονομία
Αγωνία για την αλυσίδα των επιπτώσεων στην οικονομία προκαλεί η νέα αύξηση των επιτοκίων. Ήδη το Δημόσιο, κατέβαλε, πρώτο το υψηλό τίμημα της αύξησης των επιτοκίων, βλέποντας προχθές το επιτόκιο των ετησίων γραμματίων, να διαμορφώνεται στο 5,2%, αρνητικό ρεκόρ, από το έτος 2000.
Ιδιαίτερα δύσκολη, διαμορφώνεται η κατάσταση στα νοικοκυριά, τα οποία έχουν λάβει στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια, τα επιτόκια των οποίων, αναγκαστικά θα αυξηθούν και θα προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Κάθε αύξηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων κατά 0,25 μονάδες βάσης, υπολογίζεται ότι αυξάνει κατά 20-30 ευρώ τη μηνιαία τοκοχρεολυτική δόση, περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Ήδη οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί υφίστανται τρομακτικές πιέσεις από την ακρίβεια στα είδη τροφίμων και στα καύσιμα, με αποτέλεσμα η αύξηση των επιτοκίων να επιδεινώνει το κλίμα.
Κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος θα ήθελαν να αποφύγουν τον κίνδυνο αύξησης των στεγαστικών δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση και να αυξηθούν οι κατασχέσεις ακινήτων και θα παρακολουθούν στενά τις όποιες εξελίξεις.
Η αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει και τις επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί, αφού θα ανέβει το κόστος εξυπηρέτησης, αλλά ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν και αξιολογείται ως μεγαλύτερος είναι η κάμψη της καταναλωτικής ζήτησης στην αγορά.
Μια μείωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, φέτος θα επηρεάσει δραματικά τα έσοδα του προϋπολογισμού του 2009, ο οποίος παράλληλα θα έχει να αντιμετωπίσει και τις αυξημένες δαπάνες για τους τόκους του δημόσιου χρέους.
ΠΑΝΟΣ ΚΑΚΟΥΡΗΣ
Τράπεζες: Επιβάρυνση για νέα δάνεια
Περαιτέρω επιβάρυνση για τους δανειολήπτες και επιβράδυνση της ζήτησης για νέα δάνεια αναμένεται να προκαλέσει η αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων.
Ηδη, οι ενδείξεις μειωμένης ζήτησης έχουν καταγραφεί από τις τράπεζες, καθώς τα στεγαστικά δάνεια κινούνται αυτή τη στιγμή με ρυθμό της τάξης του 15% και τα καταναλωτικά με 25%, ενώ η μόνη κατηγορία που διατηρεί ισχυρούς ρυθμούς είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που «τρέχουν» με 30%.
Η αυξημένη τιμολόγηση είναι γεγονός εδώ και αρκετούς μήνες και χωρίς την αύξηση του βασικού ευρωπαϊκού επιτοκίου, καθώς το μεγάλο μέρος των δανείων είναι συνδεδεμένα πλέον με το euribor αλλά και διότι στις άλλες περιπτώσεις, οι τράπεζες προχώρησαν σε αύξηση των περιθωρίων. Η εκτίμηση ότι ο ανταγωνισμός οδήγησε σε απορρόφηση της αύξησης στο κόστος χρήματος από τις ίδιες τις τράπεζες είναι εν μέρει σωστή, καθώς αφορά ορισμένες κατηγορίες τραπεζικών προϊόντων.
Το θέμα της ανατιμολόγησης των κινδύνων σε κάθε κατηγορία προϊόντων προϋπήρχε και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο και απλώς έγινε αναγκαιότητα στην περίοδο κρίσης. Το ζητούμενο για τις τράπεζες είναι να τιμολογήσουν σωστά τα προϊόντα και άρα σε υψηλότερο επίπεδο πλέον και ταυτόχρονα να διατηρήσουν ισχυρή τη ζήτηση.
ΑΝΝΑ ΔΟΓΑ