Η πτώση των τιμών των κατοικιών στις ΗΠΑ είναι τοπικό φαινόμενο και δεν θα επηρεάσει πολύ την οικονομική δραστηριότητα.
Αυτό ισχυρίστηκε ο κ. Charles Calomiris, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 16/7/2008, υπό την αιγίδα της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, με τίτλο «Η πρόσφατη διεθνής χρηματοοικονομική κρίση» και συντονιστή τον γενικό γραμματέα της ΕΕΤ κ. Χρ. Γκόρτσο.
Αντιθέτως, ο κ. Calomiris θεωρεί πιο επίφοβη την πτώση του αμερικανικού χρηματιστηρίου επειδή πιστεύει ότι αυτή μπορεί να οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη μείωση στην κατανάλωση. Ο κ. Καλομοίρης ισχυρίστηκε ότι οι ειδικοί στην αγορά τιτλοποιήσεων γνώριζαν ότι υπήρχε πρόβλημα πολύ πριν την κρίση. Επέκρινε ιδιαίτερα τους αξιολογικούς οίκους, των οποίων η βαθμολόγηση ήταν πολύ θετική για τα πακέτα τιτλοποιήσεων. Ανέφερε ότι στα υποδείγματά τους θεωρούσαν ότι σε περίπτωση χρεοκοπίας των στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου, οι τράπεζες θα έχαναν μόνον το 6% του κεφαλαίου του δανείου και όχι το 20% που ήταν ο σωστός αριθμός. Η υπόθεση του 6% προήλθε από την εμπειρία της ύφεσης του 2001-2, όταν όμως τότε η αγορά ακινήτων είχε ανοδική πορεία και τότε οι τράπεζες πράγματι έχασαν 6%. Η εμπειρία όμως αυτή ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο, αφού σπάνια σε περιόδους ύφεσης η αγορά ακινήτων ανεβαίνει. Γενικώς, ο κ. Καλομοίρης εμφανίστηκε αισιόδοξος για την οικονομία των ΗΠΑ και απαισιόδοξος για την Ευρώπη, η οποία κατά τη γνώμη του πάσχει από πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας.
Ο κ. Γκίκας Χαρδούβελης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και Οικονομικός Σύμβουλος της Eurobank EFG, ξεκίνησε την ομιλία του αναφέροντας ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικές γνώμες για το μέγεθος και τη σοβαρότητα της κρίσης ανάμεσα στους ειδικούς.
1) Η πρώτη και αισιόδοξη εκδοχή είναι ότι η κρίση δεν θα έχει μεγάλες αρνητικές επιπτώσεις. Αυτή τη γνώμη συμμερίζεται και ο πρώτος ομιλητής, ο καθηγητής Καλομοίρης, ο οποίος μάλιστα ισχυρίστηκε ότι πολλά στοιχεία της κρίσης ήταν προβλέψιμα.
2) Η δεύτερη εκδοχή είναι απαισιόδοξη: Η κρίση έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες στους ρυθμούς της παγκόσμιας ανάπτυξης και, κανείς ακόμα δεν γνωρίζει πότε θα τελειώσει. Με τη γνώμη αυτή συμφωνούν οι περισσότεροι αναλυτές, όπως για παράδειγμα ο γνωστός fund manager George Soros, ακόμα και ο Alan Greenspan.
3) Υπάρχει, όμως, και μια τρίτη πολύ πιο απαισιόδοξη εκδοχή, την οποία ανέφερε για πρώτη φορά ο κ. Χαρδούβελης, σύμφωνα με την οποία η χρηματοοικονομική κρίση και η αύξηση του πληθωρισμού είναι συγκοινωνούντα δοχεία και φαίνεται να αποτελούν την εκδήλωση των ίδιων παγκόσμιων ανισορροπιών. Σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή, η κρίση θα έχει μεγάλη διάρκεια και θα πλήξει καίρια τους παγκόσμιους ρυθμούς ανάπτυξης και τις χρηματοοικονομικές αγορές.
Ο κ. Χαρδούβελης ανέφερε ότι από τον Οκτώβριο του 2007 έχει επισημάνει τους τρεις παράγοντες που κατά τη γνώμη του οδήγησαν στην κρίση:
- Η ραγδαία αύξηση των τιμών των κατοικιών και η πτώση τους από τα μέσα του 2006.
- Η άνοδος των δανείων χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας από 9% των συνολικών στεγαστικών δανείων το 2003 στο 24% στα μέσα του 2007.
- Η δυνατότητα που είχαν οι τράπεζες στις ΗΠΑ να ξεφορτωθούν το ρίσκο των δανείων αυτών μέσω των τιτλοποιήσεων.
Σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, οι επενδυτές που αγόρασαν τους τίτλους αυτούς αψήφησαν την πιθανότητα ενός κραχ στις αγορές και παρασύρθηκαν από τις τότε υψηλές αποδόσεις τους. Η απληστία οδήγησε στον εφησυχασμό και στο κυνήγι του βραχυπρόθεσμου κέρδους. Το κραχ δεν ήταν προβλέψιμο ούτε από τους επενδυτές αλλά ούτε και από τους εποπτικούς φορείς. Σε αυτό διαφοροποιήθηκε από τον πρώτο ομιλητή: Αν το κραχ ήταν τόσο εύκολα προβλέψιμο οι επενδυτές δεν θα είχαν πιαστεί στον ύπνο και θα είχαν πουλήσει νωρίτερα. ¶λλωστε, πουθενά σε κανένα επίσημο κείμενο των εποπτικών φορέων την εποχή εκείνη δεν γίνεται αναφορά στις τιτλοποιήσεις ή στο υψηλό ποσοστό μόχλευσης του μεγάλων επενδυτικών τραπεζών του εξωτερικού.
Η κρίση ακόμα μας ταλαιπωρεί και θα μας ταλαιπωρεί , σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από την πίεση που ακόμα υπάρχει στη διατραπεζική αγορά καθώς και σε όλες τις αγορές. Η διαφορά ακάλυπτου με καλυμμένο δανεισμό για 3 μήνες στη διατραπεζική, για παράδειγμα, συνεχίζει να είναι περίπου 0,80%. Η διαφορά δεν θα μειωθεί όσο οι τράπεζες προσπαθούν να μειώσουν το ύψος του ενεργητικού τους με πωλήσεις, όσο δηλαδή διαρκεί η από-μόχλευση. Φυσικά δεν θα μειωθεί όσο διαρκεί και η πτώση των τιμών των ακινήτων στις ΗΠΑ. Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει παντού στις αγορές. Τα ομόλογα των αναπτυσσόμενων χωρών συνεχίζουν να έχουν μια μεγάλη διαφορά στην απόδοση. Η πιθανότητα κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού συστήματος, η οποία μειώθηκε μετά τη διάσωση της Bear Stearns από τη Fed τον Μάρτιο επανήλθε στα υψηλά προηγούμενα επίπεδα, κ.ο.κ.
Σήμερα η κατάσταση είναι πολύ πιο δραματική από τον περασμένο Οκτώβριο διότι σε όλα τα αρνητικά έχει προστεθεί και ο πληθωρισμός. Η άνοδος του πληθωρισμού πιέζει τις κεντρικές τράπεζες προς μια αυστηρότερη νομισματική πολιτική, δηλαδή προς αύξηση των επιτοκίων, η οποία αντιβαίνει την προσπάθεια βελτίωσης των άσχημων συνθηκών στις αγορές. Μάλιστα ο κ. Χαρδούβελης πρότεινε τη θεωρία ότι το σοκ του πληθωρισμού σχετίζεται με το σοκ στις χρηματοοικονομικές αγορές. Φαίνεται να οφείλονται και τα δύο στο μακροοικονομικό περιβάλλον της προηγούμενης περιόδου και των τότε ανισορροπιών. Η τότε μεγάλη παγκόσμια ανισορροπία ήταν το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στις ΗΠΑ και η χρηματοδότησή τους από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη αύξηση στη ζήτηση αγαθών με συγχρόνως πολύ χαμηλά μακροπρόθεσμα επιτόκια (Greenspan conundrum). H υπερβολική ζήτηση οδήγησε - μέσω πρώτων υλών και πετρελαίου - στα σημερινά φαινόμενα του παγκόσμιου πληθωρισμού. Τα χαμηλά επιτόκια οδήγησαν στην προσπάθεια ανεύρεσης υψηλών αποδόσεων και στα φαινόμενα των carry trade, subprime securitization, κλπ. Συνεπώς, το ανερχόμενο πρόβλημα του παγκόσμιου στασιμοπληθωρισμού αποτελεί βαθύτερο φαινόμενο και φως στην άκρη του τούνελ θα αργήσουμε να δούμε. Το 2009 θα είναι μια δύσκολη χρονιά με ακόμα χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Όσο για την Ελλάδα, οι δύο αυτές αρνητικές διαταράξεις, τα δύο σοκ, επιδρούν επίσης αρνητικά. Ο ρυθμός ανάπτυξης το 2008 με δυσκολία θα υπερβεί το 3% και το 2009 θα πέσει κάτω από το 3%. Ο μέσος πληθωρισμός του 2008 φαίνεται να πλησιάζει το 4,5%. Όμως, για την Ελλάδα το πιο μεγάλο πρόβλημα είναι άλλο. Τα δύο σοκ είναι απλός προάγγελος πιο μόνιμων χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης. Το βαθύτερο πρόβλημα είναι η προσγείωση στους ρυθμούς ανάπτυξης λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας. Η ελληνική οικονομία αναμένονταν να προσγειωθεί λόγω του πολύ υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, 14% του ΑΕΠ το 2007, και του δραματικού ελλείμματος ανταγωνιστικότητας. Οι δύο παγκόσμιες αρνητικές διαταράξεις έφεραν την προσγείωση λίγο νωρίτερα.