Στη Βουλή η διάταξη για τις αναπροσαρμογές των μισθών των δικαστικών

Πέμπτη, 24 Ιουλίου 2008 19:15

Με διάταξη που κατατέθηκε στη Βουλή από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών στο Σχέδιο Νόμου «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας» αναπροσαρμόζονται από την 1-1-2008 οι βασικοί μισθοί των δικαστικών λειτουργών.

Η διάταξη αυτή κατατέθηκε σε συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν σε εκτέλεση της συνταγματικής επιταγής ότι «οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους» (άρθρο 88 παρ. 2).

Για τον ίδιο λόγο, με ειδική διάταξη μειώνεται το ύψος των αποδοχών των Προέδρων των Ανεξάρτητων Αρχών στο ύψος των νέων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αφορούν μόνο τους δικαστικούς λειτουργούς και όχι τα μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

Τροπολογία στο σχέδιο νόμου

«Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Με τις διατάξεις της παρ. 1 αυξάνονται οι βασικοί μισθοί των δικαστικών λειτουργών από 1-1-2008. Ο βασικός μισθός του Πρωτοδίκη διαμορφώνεται στο ποσό των 2.067 €.

Με τα οριζόμενα στην παρ. 2 αυξάνεται το επίδομα που λαμβάνουν οι δικαστικοί λειτουργοί για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου).

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 αυξάνεται η πάγια αποζημίωση λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών που χορηγείται στους δικαστικούς λειτουργούς. Η αποζημίωση αυτή, καθώς και το επίδομα της παραγράφου 2 θα αναπροσαρμόζονται από 1-1-2009, σύμφωνα με τις αυξήσεις που θα προβλέπονται από την εκάστοτε εισοδηματική πολιτική.

Με τις διατάξεις της παρ. 4 αυξάνονται τα έξοδα παράστασης των δικαστικών λειτουργών.

Ομοίως με τις διατάξεις της παρ. 5 αυξάνονται οι βασικοί μισθοί των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους από 1-1-2008. Ο βασικός μισθός του Δικαστικού Αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ. διαμορφώνεται στο ποσό των 2.067 €.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 6 αυξάνεται το επίδομα που λαμβάνουν τα μέλη του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ. για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποστηριζόμενων ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεων του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 αυξάνεται η πάγια αποζημίωση λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών που χορηγείται στα μέλη του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ.. Η αποζημίωση αυτή, καθώς και το επίδομα της παρ. 6 θα αναπροσαρμόζονται από 1-1-2009, σύμφωνα με τις αυξήσεις που θα προβλέπονται από την εκάστοτε εισοδηματική πολιτική.

Ομοίως με τις διατάξεις της παρ. 8 αυξάνονται τα έξοδα παράστασης των μελών του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ..

Οι διατάξεις της παρ. 9 τροποποιούν τις διατάξεις περί μισθολογικών προαγωγών των δικαστικών λειτουργών.

Επίσης, οι διατάξεις της παρ. 10 τροποποιούν τις διατάξεις περί μισθολογικών προαγωγών των μελών του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ..

Με τις διατάξεις της παρ. 11 ορίζεται ο τρόπος καταβολής των αυξημένων, από τις διατάξεις της τροπολογίας, αποδοχών των δικαστικών λειτουργών και των μελών του Ν.Σ.Κ. για το έτος 2008.

Με τις διατάξεις της παρ. 12 ορίζεται ότι οι αυξημένες αποδοχές, που προκύπτουν από τις διατάξεις της τροπολογίας, δεν θα χορηγηθούν σε όσους άλλους εξομοιώνονται μισθολογικά με δικαστικούς λειτουργούς ή μέλη του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ.

Τέλος, με την παράγραφο 13 ορίζεται ότι αποδοχές, που υπερβαίνουν αυτές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, επανακαθορίζονται στο ύψος αυτών.

Οι ρυθμίσεις της τροπολογίας αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς και όχι τους Βουλευτές.

Ακολουθεί το κείμενο των διατάξεων.

¶ρθρο .........

1. α. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ Α΄ 297), μετά τη φράση «Αντιπρόεδρος του ΣτΕ, του Α.Π. και του Ε.Σ.» και πριν από τη φράση «και Επίτροπος Επικρατείας των Τ.Δ.Δ.» προστίθενται οι λέξεις «Επίτροπος της Επικρατείας του Ε.Σ.».

β. Ο βασικός μισθός του Πρωτοδίκη (άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 3205/2003, όπως ισχύει), ορίζεται, από 1-1-2008, σε δύο χιλιάδες εξήντα επτά ευρώ (2.067 €).

2. Οι περιπτώσεις α έως και ζ της παρ. Α3 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003, αντικαθίστανται από 1-1-2008 ως εξής :

«α. Ειρηνοδίκες Γ΄ και Δ΄ Τάξης, Δόκιμος Εισηγητής του Σ.τ.Ε, και αντίστοιχοι 550 €.

β. Εισηγητής του Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι 780 €.

γ. Πρόεδρος Πρωτοδικών και αντίστοιχοι 900 €.

δ. Πάρεδρος του Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι 950 €.

ε. Πρόεδρος Εφετών, Σύμβουλος της Επικρατείας και αντίστοιχοι 1.000 €.

στ. Αντιπρόεδρος και αντίστοιχοι 1.050 €.

ζ. Πρόεδρος και αντίστοιχοι 1.100 €.».

3. α. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παρ. Α5 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται, από 1-1-2008, ως ακολούθως:

«Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αντιστοίχων μέχρι και το βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου 950 €.

Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Ειρηνοδίκη Δ΄ Τάξης μέχρι και το βαθμό του Εισηγητή του Σ.τ.Ε. και αντιστοίχων 796 €.».

β. Μετά την παράγραφο Α6 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: «7. Τα ποσά των παραγράφων 3 και 5 αναπροσαρμόζονται κατ’ έτος αυτόματα, με αφετηρία την 1.1.2009, σύμφωνα με το ποσοστό της εκάστοτε εισοδηματικής πολιτικής».

4. Η παρ. Α6 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται, από 1-1-2008, ως εξής:

«6. Αποζημίωση εξόδων παράστασης στους δικαστές που φέρουν βαθμό Προέδρου, Αντιπροέδρου και Συμβούλου Επικρατείας ή αντίστοιχους, οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής:

Πρόεδρος Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι 300 €.

Αντιπρόεδρος Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι 200 €.

Σύμβουλος Επικρατείας και αντίστοιχοι 150 €.

Η αποζημίωση αυτή δεν παρέχεται σε δικαστικούς λειτουργούς που δεν φέρουν τους ανωτέρω βαθμούς, ανεξαρτήτως της τυχόν μισθολογικής εξομοίωσης προς αυτούς.»

5. Ο βασικός μισθός του Δικαστικού Αντιπροσώπου (άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 3205/2003, όπως ισχύει) ορίζεται, από 1-1-2008, σε δύο χιλιάδες εξήντα επτά ευρώ (2.067 €).

6. Οι περιπτώσεις α έως και στ της παρ. Α3 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003, αντικαθίστανται, από 1-1-2008, ως εξής :

«α. Δόκιμος Δικαστικός Αντιπρόσωπος 550 €.

β. Δικαστικός Αντιπρόσωπος 780 €.

γ. Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α΄ Τάξης 900 €.

δ. Πάρεδρος 950 €.

ε. Σύμβουλος 1.000 €.

στ. Αντιπρόεδρος 1.050 €.

ζ. Πρόεδρος 1.100 €.».

7. α. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παρ. Α5 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται, από 1-1-2008, ως ακολούθως:

«Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α΄ Τάξης μέχρι Πρόεδρο 950 €.

Δόκιμος και Δικαστικός Αντιπρόσωπος 796 €.».

β. Μετά το τέλος της παραγράφου Α6 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: «7. Τα ποσά των παραγράφων 3 και 5 αναπροσαρμόζονται κατ’ έτος αυτόματα, με αφετηρία την 1.1.2009, σύμφωνα με το ποσοστό της εκάστοτε εισοδηματικής πολιτικής».

8. Η παρ. Α6 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται, από 1-1-2008, ως εξής:

«6. Αποζημίωση εξόδων παράστασης οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής:

Πρόεδρος 300 €.

Αντιπρόεδρος 200 €.

Σύμβουλος 150 €.».

9. Το άρθρο 4 του ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α 174) αντικαθίσταται από 1-1-2008 ως εξής:

«¶ρθρο 4 Διαρρυθμίσεις μισθολογικών προαγωγών

1. α) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Πρωτοδίκη, Εισηγητή του ΣτΕ και αντίστοιχους, οι οποίοι συμπληρώνουν επτά συνολικά έτη δικαστικής υπηρεσίας, συνυπολογιζόμενης και της υπηρεσίας ως Παρέδρου Πρωτοδικείου, Δόκιμου Εισηγητή του ΣτΕ και αντίστοιχων, και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων, παρέχονται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, οι αποδοχές του Προέδρου Πρωτοδικών. Ως αποδοχές νοούνται ο βασικός μισθός, καθώς και τα κάθε είδους επιδόματα και λοιπές παροχές που θα ελάμβανε ο δικαστικός λειτουργός αν είχε προαχθεί στο βαθμό αυτό.

β) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Προέδρου Πρωτοδικών και αντίστοιχους, οι οποίοι συμπληρώνουν τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό του οικείου κλάδου και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του προς προαγωγή χρόνου, προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στους ίδιους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι συμπληρώνουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τον κατά νόμο απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουν στον ίδιο βαθμό μη προαγόμενοι ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, προσαύξηση ίση με τα ογδόντα πέντε εκατοστά (85/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτού χρόνου. Για τη χορήγηση των προσαυξήσεων λαμβάνεται υπόψη μόνο ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό για προαγωγή στον επόμενο.

γ) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Εφέτη και αντίστοιχους, οι οποίοι συμπληρώνουν τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό του οικείου κλάδου και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του προς προαγωγή χρόνου, προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στους ίδιους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι συμπληρώνουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τον κατά νόμο απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουν στον ίδιο βαθμό μη προαγόμενοι ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτού χρόνου, προσαύξηση ίση με τα ενενήντα πέντε εκατοστά (95/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Για τη χορήγηση των προσαυξήσεων στους ανωτέρω δικαστικούς λειτουργούς λαμβάνεται υπόψη μόνο ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό για προαγωγή στον επόμενο.

δ) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Συμβούλου Επικρατείας, Προέδρου Εφετών και αντίστοιχους, οι οποίοι παραμένουν επί τριετία στο βαθμό τους και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων ή λόγω εξάντλησης της ιεραρχίας τους αντίστοιχα, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης προσαύξηση ίση με τα εβδομήντα εκατοστά (70/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στο χρόνο υπηρεσίας των δικαστικών λειτουργών με βαθμό Συμβούλου Επικρατείας και αντίστοιχων συνυπολογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας τους ως Προέδρων Εφετών. Για τους βαθμούς του Αντεισαγγελέα του ΑΠ, του Αντεπιτρόπου Επικρατείας του ΕΣ και των ΤΔΔ και του Προέδρου και Εισαγγελέα Εφετών, ως αμέσως επόμενος βαθμός για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρείται ο βαθμός του Αντιπροέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου.

ε) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Αντιπροέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου και αντίστοιχους, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από της προαγωγής τους ως Αντιπροέδρων προσαύξηση ίση με τα εβδομήντα εκατοστά (70/100) της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού Αντιπροέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου και Προέδρου Ανώτατου Δικαστηρίου.

στ) Στους Ειρηνοδίκες Α΄ τάξης που συμπληρώνουν δικαστική υπηρεσία είκοσι τεσσάρων (24) ετών παρέχεται, μετά από απόφαση του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, ο βασικός μισθός του Εφέτη.

2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, ως υπηρεσία νοείται μόνο η πραγματική υπηρεσία που έχει διανυθεί με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, και όχι οι υπηρεσίες ή προϋπηρεσίες σε άλλες θέσεις, ανεξάρτητα αν αυτές λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας.

3. Για τη χορήγηση μισθολογικής προαγωγής σε δικαστικό λειτουργό με βαθμό προέδρου εφετών και κάτω ή αντίστοιχο, στον οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ή υπάρχει ποινική καταδίκη σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του ή στις εκθέσεις επιθεώρησης και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού του μητρώου υπάρχουν δυσμενείς χαρακτηρισμοί για την υπηρεσιακή του απόδοση, απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δε συμφωνεί με τη χορήγηση της μισθολογικής προσαύξησης, ο δικαστικός λειτουργός επανακρίνεται μετά ένα (1) έτος από τότε που συμπλήρωσε τον απαιτούμενο προς προαγωγή χρόνο. Αν και πάλι δε χορηγηθεί η μισθολογική προαγωγή, η κρίση επαναλαμβάνεται κάθε φορά μετά ένα (1) έτος από την προηγούμενη κρίση. Η θετική κρίση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αναδράμει σε χρόνο προγενέστερο της ημέρας συμπλήρωσης του έτους που απαιτείται για την τελευταία κρίση. Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό αρεοπαγίτη και άνω ή αντίστοιχο, στους οποίους έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ή υπάρχει ποινική καταδίκη σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν χορηγείται μισθολογική προσαύξηση.».

10. Η παράγραφος 10 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997 αντικαθίσταται από 1-1-2008, ως εξής :

«10. Μέλη του κύριου προσωπικού μέχρι και το βαθμό Παρέδρου, που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό και δεν προάγονται, ελλείψει κενών θέσεων, λαμβάνουν, από τη συμπλήρωση του προς προαγωγή χρόνου, προσαύξηση στο βασικό μισθό του βαθμού τους ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού.

Τα ίδια μέλη που συμπληρώνουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τον κατά νόμο απαιτούμενο προς προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουν στον ίδιο βαθμό, μη προαγόμενοι για την ίδια ως άνω αιτία, η ανωτέρω προσαύξηση ορίζεται, από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτού χρόνου, στα ογδόντα πέντε εκατοστά (85/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Ειδικά για τους Παρέδρους το ανωτέρω ποσοστό της δεύτερης προσαύξησης ορίζεται στα ενενήντα πέντε εκατοστά (95/100).

Για τη χορήγηση των προσαυξήσεων στα ανωτέρω μέλη λαμβάνεται υπόψη μόνον ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό, για προαγωγή στον επόμενο. Προκειμένου για δικαστικό αντιπρόσωπο, ο χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό ορίζεται σε πέντε (5) έτη.

Σύμβουλοι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τη συμπλήρωση τριών (3) ετών υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν και μη προαγόμενοι στον επόμενο, ελλείψει κενών θέσεων, λαμβάνουν προσαύξηση επί του βασικού μισθού ίση με τα εβδομήντα εκατοστά (70/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Η ίδια αυτή προσαύξηση χορηγείται και στους Αντιπροέδρους του Ν.Σ.Κ. από την προαγωγή τους στο βαθμό αυτό.».

11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της διαφοράς αποδοχών, που απορρέει από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για το χρονικό διάστημα από 1.1 έως 31.12.2008 προς τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, όλων των βαθμίδων.

12. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται σε όσους εξομοιώνονται μισθολογικά με δικαστικούς λειτουργούς ή με μέλη του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ.,. Όπου στην κείμενη νομοθεσία υπάρχουν διατάξεις που παραπέμπουν για τον καθορισμό αποδοχών στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ., αυτές θεωρούνται ότι παραπέμπουν στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του

Ν.Σ.Κ. όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μέχρι και την ισχύ του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117 Α΄).

13. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε διάταξη ή κανονιστική διοικητική πράξη που καθορίζει αποδοχές και λοιπές αποζημιώσεις υψηλότερες των αντίστοιχων των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, σε λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και στους προέδρους και τα μέλη των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών ή άλλων Αρχών που εξομοιώνονται με αυτές, ή Επιτροπών ή άλλων διοικητικών σχηματισμών των φορέων αυτών.

Οι αποδοχές, που προβλέπονται από τις καταργούμενες διατάξεις, επανακαθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού και δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ύψος των αποδοχών των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων.

Μέχρι την έκδοση των αποφάσεων επανακαθορισμού, το ύψος των πάσης φύσεως αποδοχών και αποζημιώσεων περιορίζεται σε αυτό των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, με ευθύνη των αρμοδίων εκκαθαριστών.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα