Επιστολή στους υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γιώργο Αλογοσκούφη και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας κα. Φάνη Πάλλη – Πετραλιά, σχετικά με την τροπολογία – προσθήκη για τις εργασιακές σχέσεις στις ΔΕΚΟ απέστειλε σήμερα η ΓΣΕΕ.
Η ΓΣΕΕ χαρακτηρίζει τις διατάξεις της τροπολογίας – προσθήκης «ευθέως αντισυνταγματικές» και υποστηρίζει πως «αποτελούν θρυαλλίδες για ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις, μόλις οι εργαζόμενοι συνειδητοποιήσουν τις συνέπειές τους».
Η ΓΣΕΕ ζητά από την κυβέρνηση να αποσύρει άμεσα την «επονείδιστη» τροπολογία για τις ΔΕΚΟ.
Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής:
«Θέμα: Τροπολογία – Προσθήκη για τις εργασιακές σχέσεις στις ΔΕΚΟ
1. Με την άσχετη τροπολογία – προσθήκη στο Σχ/Ν για το λεγόμενο μαύρο χρήμα προτείνεται για ψήφιση ρύθμιση, που αφορά όλο τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, Δημόσιες Επιχειρήσεις, Οργανισμούς, επιχορηγούμενα ΝΠΙΔ, ΑΕ, θυγατρικές ή αδελφές Εταιρίες που επιχορηγούνται από το Δημόσιο ή (διαζευκτικά) εμφανίζουν αρνητικά αποτελέσματα. Με την προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπεται η θέσπιση από την Διϋπουργική Επιτροπή των ΔΕΚΟ του ανώτατου ποσοστού του συνόλου των αυξήσεων, που μπορεί να συμφωνηθεί κατά τις συλλογικές συμβάσεις.
Προφανώς η κυβέρνηση δεν εμπιστεύεται τις Διοικήσεις που η ίδια διορίζει, θεωρεί ανεύθυνες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων και ανάξιες για συλλογικές διαπραγματεύσεις με τις Διοικήσεις, επομένως ορίζει η ίδια κυριαρχικά τις μισθολογικές αυξήσεις.
Δεδομένου ότι οι μισθολογικές αυξήσεις αποτελούν τον πυρήνα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων, η κυβέρνηση με την προτεινόμενη ρύθμιση όχι απλά παρεμβαίνει αλλά στην ουσία επιχειρεί να καταργήσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις στις Επιχειρήσεις αυτές και κατά συνέπεια να απαξιώσει παράλληλα το ρόλο των αντίστοιχων συνδικαλιστικών Οργανώσεων του ευρύτερου Δημόσιου τομέα.
2. Περαιτέρω, με την ίδια τροπολογία – προσθήκη για τις ως άνω επιχειρήσεις (ανεξαρτήτως μάλιστα αν έχουν εξαιρεθεί από το Νόμο για τις ΔΕΚΟ), θεσπίζεται η δυνατότητα προσφυγής στη Διαιτησία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) μόνο με κοινή απόφαση εργαζομένων και επιχείρησης και μετά από σύμφωνη γνώμη της Διυπουργικής Επιτροπής.
Είναι προφανές ότι ο νομοθέτης αποβλέπει να μην υπάρχει δυνατότητα ενδεχόμενης παράκαμψης μέσω της προσφυγής στον ΟΜΕΔ εργαζομένων, της μισθολογικής πολιτικής, που κυριαρχικά επιβάλλει η Διυπουργική Επιτροπή των ΔΕΚΟ για τις δημόσιες επιχειρήσεις, που εμφανίζουν αρνητικά αποτελέσματα ή επιχορηγούνται από το Δημόσιο. Εντούτοις ο νομοθέτης εμφανίζεται να αγνοεί τις τεράστιες επιπτώσεις για το κοινωνικό σύνολο και την εθνική οικονομία των απεργιακών συγκρούσεων, οι οποίες, χωρίς τη διέξοδο της προσφυγής στον ΟΜΕΔ, είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει η εξ αντικειμένου περιοριστική εισοδηματική πολιτική της Διυπουργικής Επιτροπής της Κυβέρνησης.
Οι τεχνοκράτες του Υπουργείου Οικονομίας δεν επιτρέπεται να αγνοούν ότι το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 2) προβλέπει διαιτησία σε περίπτωση αποτυχίας ελεύθερων διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας και ότι το σύστημα μεσολάβησης και διαιτησίας του Ν.1876/90 στήριξαν ομόθυμα το σύνολο των κομμάτων και κυρίως οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες και οι οργανώσεις τους.
Προκειμένου για επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις καθώς και τις συμβάσεις των επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφελείας, όπως εν προκειμένω, το δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία, το έχει το μέρος που αποδέχεται την πρόταση του μεσολαβητή, που απορρίπτει το άλλο μέρος (εδάφιο δ’ της παρ.1 του άρθρου 16 του Ν.1876/90).
Εάν θεσμοθετηθεί (όπως προβλέπει η ρύθμιση του Σχ/Ν) η ανάγκη συμφωνίας για προσφυγή στον ΟΜΕΔ όχι μόνο των μερών αλλά και της Διυπουργικής Επιτροπής, η οποία εκ των πραγμάτων δεν θα συναινεί, υπό τον φόβο παράκαμψης της μισθολογικής της πολιτικής για τις ΔΕΚΟ, η προσφυγή στον ΟΜΕΔ καθίσταται ανενεργής και παραμένει το χάος της αδιέξοδης σύγκρουσης και κοινωνικής αναταραχής σε κατ’εξοχήν ευαίσθητους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας.
Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε ότι η Αιτιολογική Έκθεση της πρότασης Νόμου, εκ δόλου ή εξαμελείας είναι ανακριβής και παραπλανητική για τους βουλευτές και την Κοινωνία, αναφέροντας ότι η προτεινόμενη ρύθμιση αποβλέπει δήθεν στην εναρμόνιση με σύσταση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ).
Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η Επιτροπή Συνδικαλιστικής Ελευθερίας της ΔΟΕ πρότεινε στην Κυβέρνηση «ν’αρχίσει διαβουλεύσεις με τις πιο αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων με στόχο να εξετασθούν μέτρα που θα διασφαλίζουν ότι η υποχρεωτική διαιτησία είναι δυνατή μόνο στους τομείς παροχής υπηρεσιών ζωτικής σημασίας με την στενή έννοια του όρου».
Οι δημόσιες επιχειρήσεις της προτεινόμενης ρύθμισης είναι κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις και οργανισμοί κοινής ωφέλειας. Για τις επιχειρήσεις αυτές η ΔΟΕ θεωρεί δυνατή ακόμη και στοιχεία υποχρεωτικότητας στη διαιτησία, δηλαδή το ένα μέρος της εργασιακής διαφοράς (και κυρίως η εργασιακή πλευρά), να μπορεί να υποχρεώνει το άλλο (τον εργοδότη) σε διαιτησία.
Εντούτοις στο σύστημα προσφυγής στη διαιτησία του Ν.1876/90, ιδιαίτερα για τις συμβάσεις των επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφέλειας δεν παρέχεται μονομερώς η δυνατότητα στην εργασιακή πλευρά να υποχρεώνει τον εργοδότη σε διαιτησία, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της καταγγελίας του ΣΕΒ Β.Ελλάδας, την οποία εξέτασε η ΔΟΕ. Το ίδιο δικαίωμα παρέχεται και στον εργοδότη.
Επομένως για τις επιχειρήσεις και οργανισμούς κοινής ωφέλειας όχι μόνο δεν τίθεται θέμα στοιχείων υποχρεωτικότητας του συστήματος διαιτησίας αλλά και αν υπήρχε, κατά τη σύσταση της ΔΟΕ η υποχρεωτική διαιτησία είναι δυνατή σε αυτές τις περιπτώσεις, προφανώς για να υπάρχει διέξοδος στις κοινωνικές συγκρούσεις σε υπηρεσίες, η διακοπή των οποίων θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή, την προσωπική ασφάλεια, την υγεία κ.λ.π. του συνόλου ή μέρους του πληθυσμού.
Σε κάθε περίπτωση, αν για την προσφυγή στη Διαιτησία απαιτείται όχι μόνο η συμφωνία των μερών αλλά και κάποιας Διυπουργικής Επιτροπής, τότε πρόκειται για σύστημα Διαιτησίας – παρωδία, καταδικασμένο εν τη γενέσει του σε αποτυχία και αδράνεια, με βέβαιο αποτέλεσμα τα κοινωνικά αδιέξοδα και τη βλάβη της οικονομίας.
Επισημαίνουμε επίσης ότι η νομιμότητα του ισχύοντος συστήματος διαιτησίας του Ν.1876/90 έχει γίνει αποδεκτή πανηγυρικά με πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 25/2004).
3. Τελειώνοντας τις παρατηρήσεις μας στην τροπολογία για τις ΔΕΚΟ, την οποία οφείλετε ν’αποσύρετε άμεσα, εγκαλούμε την Κυβέρνηση για τον κατάφωρα αντισυνταγματικό διαχωρισμό των νεοπροσλαμβανομένων με το υφιστάμενο προσωπικό των Δημόσιων Επιχειρήσεων. Προφανώς δεν αρκούσε το άρθρο 13 του Ν.3429/2005 για τη διαφοροποίησή τους από τους ήδη υπηρετούντες και την ισοπέδωση προς τα κάτω των εργασιακών τους σχέσεων. Δεν διστάζετε να εξειδικεύσετε και να συγκεκριμενοποιήσετε ότι οι μετά το 2005 συμβάσεις εργασίας του νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού θα συνάπτονται «κατά παρέκκλιση από την ισχύουσα στην επιχείρηση επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή από τον κανονισμό Εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη συλλογική συμφωνία ή συλλογική ρύθμιση ή επιχειρησιακή συνήθεια, ιδίως ως προς τις αποδοχές, τα ρεπό, τις άδειες, τις κάθε είδους προσαυξήσεις των αποδοχών, τα επιδόματα και λοιπές παροχές, καθώς και τη διαδικασία προσλήψεων – απολύσεων.
Κύριοι Υπουργοί,
Στο σύνολό τους οι διατάξεις της τροπολογίας – προσθήκης είναι ευθέως αντισυνταγματικές.
Αποτελούν θρυαλλίδες για ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις, μόλις οι εργαζόμενοι συνειδητοποιήσουν τις συνέπειές τους.
Τίθεται αναδρομική ισχύς στην τροπολογία, δηλαδή από την κατάθεσή της στη Βουλή και όχι από τη δημοσίευση του νόμου, προκειμένου να συμπεριληφθούν στις αντεργατικές ρυθμίσεις του και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που ήδη είναι σε εξέλιξη.
Η διατίμηση των μισθών των εργαζομένων των ΔΕΚΟ δεν πρόκειται να λύσει τα όποια υπαρκτά προβλήματα.
Υλοποιείστε επί τέλους τις προτάσεις της ΓΣΕΕ και εξειδικεύσετέ τις, για να εξυγιάνετε τις ΔΕΚΟ και μη καταφεύγετε στην εύκολη λύση της μείωσης του μισθολογικού κόστους.
Αποσύρετε άμεσα την επονείδιστη τροπολογία για τις ΔΕΚΟ.
Σεβαστείτε τη συνταγματική νομιμότητα».