Με ετήσιο ρυθμό περίπου 3,3% θα «τρέξει» η ελληνική οικονομία το 2008, έναντι αναθεωρημένης εκτίμησης της κυβέρνησης για 3,4% φέτος και 4% το 2007, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).
«Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί γύρω στο 3,3% το 2008», αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεσή της, η οποία υποβλήθηκε σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο.
Την έκθεση παρέδωσε στον Πρόεδρο της Βουλής κ. Δημήτριο Σιούφα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γεώργιος Προβόπουλος.
«Σε κρίσιμο σταυροδρόμι η οικονομία»
«Η ελληνική οικονομία, μετά από πολλά χρόνια ισχυρής και αδιατάρακτης ανάπτυξης, βρίσκεται σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι ευνοϊκοί παράγοντες που μέχρι σήμερα στήριζαν τους υψηλούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ και της απασχόλησης, αρχίζουν να αποδυναμώνονται», δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
«Και αυτό συμβαίνει σε περίοδο κατά την οποία το διεθνές οικονομικό περιβάλλον επιδεινώνεται, λόγω της χρηματοπιστωτικής αναταραχής που συνεχίζεται για δεύτερο έτος, της σοβαρής επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και των ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων. Οι εξελίξεις αυτές έχουν αλλάξει τα δεδομένα και τις παραμέτρους που τα τελευταία χρόνια στήριξαν την αναπτυξιακή διαδικασία στη χώρα μας».
Τα κυριότερα σημεία της έκθεσης
Η χρονική στιγμή κατά την οποία δημοσιεύεται η Έκθεση χαρακτηρίζεται από τη σοβαρή επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος. Οι ρυθμοί οικονομικής ανόδου επιβραδύνονται, ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός και στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκδηλώνονται εξαιρετικά έντονες πιέσεις. Η χειροτέρευση των μακροοικονομικών επιδόσεων και προοπτικών διεθνώς προκλήθηκε από τη συνεπίδραση δύο ισχυρών παραγόντων – της χρηματοπιστωτικής αναταραχής και της μεγάλης ανόδου των τιμών του πετρελαίου, των τροφίμων και άλλων πρώτων υλών.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική αναταραχή συνεχίζεται για δεύτερο έτος. Το βάθος, η πιθανή διάρκεια, οι κατά καιρούς εξάρσεις και οι μακροοικονομικές παρενέργειές της έχουν ήδη υπερβεί τις αρχικές εκτιμήσεις. Η κατάσταση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος χαρακτηρίζεται από μεγάλες αβεβαιότητες. Αρκετά μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διεθνώς συνεχίζουν να καταγράφουν ζημίες, το κλίμα στις χρηματοπιστωτικές αγορές επιβαρύνεται και είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος ανατροφοδότησης των δυσμενών αλληλεπιδράσεων των χρηματοπιστωτικών και των μακροοικονομικών εξελίξεων.
Στη ζώνη του ευρώ η κατάσταση, όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι λιγότερο ανησυχητική από ό,τι στις ΗΠΑ, είναι όμως υπαρκτοί οι κίνδυνοι επιδείνωσης. Βεβαίως, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες λειτουργούν διεθνώς συντονισμένα προκειμένου να αποτρέψουν την επιδείνωση της κατάστασης και να αποκαταστήσουν σταδιακά συνθήκες ομαλότητας.
Η ραγδαία άνοδος των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων βασικών εμπορευμάτων επιδρά δυσμενώς τόσο στον πληθωρισμό όσο και στην οικονομική δραστηριότητα διεθνώς. Οι τιμές του πετρελαίου, μετά την πολύ μεγάλη άνοδό τους, υποχώρησαν το τελευταίο διάστημα και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωσή τους. Ωστόσο, οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν υψηλές, ενώ η αβεβαιότητα όσον αφορά τη μελλοντική τους εξέλιξη είναι αυξημένη και είναι πιθανό ότι θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις. Οι υψηλές τιμές των τροφίμων πλήττουν ιδιαίτερα τους οικονομικά ασθενέστερους (μέσα σε κάθε χώρα) και τις αναδυόμενες οικονομίες (μεταξύ των χωρών του κόσμου).
Το αντίξοο και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον έχει δυσμενείς επιπτώσεις σχεδόν για όλες τις οικονομίες, οι οποίες όμως διαφοροποιούνται κατά χώρα, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σε καθεμιά και ανάλογα με την προσαρμοστικότητα και την αντοχή της στους εξωγενείς κραδασμούς. Οι ιδιότητες αυτές εξαρτώνται από τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά κάθε οικονομίας.
Στη ζώνη του ευρώ η ενιαία νομισματική πολιτική συμβάλλει αποτελεσματικά στην οικονομική ανάπτυξη με την προσήλωσή της στο στόχο της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα. Η νομισματική πολιτική δεν έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει ή να αντισταθμίσει τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις του πληθωρισμού γύρω από τη μεσοπρόθεσμη τάση του, οι οποίες οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες όπως οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου. Η νομισματική πολιτική πρέπει πρωτίστως να διασφαλίζει ότι οι κατά καιρούς εξωγενείς πληθωριστικές πιέσεις δεν ενσωματώνονται στις μεσοπρόθεσμες πληθωριστικές προσδοκίες και δεν πυροδοτούν δευτερογενείς επιδράσεις. Δευτερογενείς επιδράσεις εκδηλώνονται όταν οι παράγοντες της οικονομίας, κατά τον καθορισμό των τιμών από τις επιχειρήσεις, τη σύναψη μισθολογικών συμφωνιών ή τον καθορισμό άλλων αμοιβών, προεξοφλούν ότι η προσωρινή αύξηση του πληθωρισμού θα διατηρηθεί μεσοπρόθεσμα.
Επίσης, το Ευρωσύστημα παρεμβαίνει για την εξομάλυνση των συνθηκών στη διατραπεζική αγορά. Ειδικότερα, επιδιώκει να περιορίσει τις διακυμάνσεις των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων γύρω από το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, ώστε το επίπεδο των επιτοκίων αυτών να παραμένει συνεπές με την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και να διευκολύνεται έτσι η μετάδοση των επιδράσεών της. Με αυτές τις παρεμβάσεις, που έχουν τη μορφή πράξεων ανοικτής αγοράς, το Ευρωσύστημα μεταξύ άλλων προσφέρει ρευστότητα στα πιστωτικά ιδρύματα που συναντούν δυσκολίες ως προς την άντληση κεφαλαίων από τη διατραπεζική αγορά. Με τον τρόπο αυτό μειώνει επίσης τους συνακόλουθους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος η επίπτωση που γίνεται αμεσότερα αισθητή είναι η διαμόρφωση του πληθωρισμού στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Εκτιμάται ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός θα ανέλθει στο 4,6% εφέτος, αντανακλώντας κυρίως εξωγενείς παράγοντες, δηλαδή την άνοδο των διεθνών τιμών των καυσίμων και των τροφίμων, αλλά και επιδράσεις από το εγχώριο κόστος παραγωγής, ειδικότερα την επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Οι επιπτώσεις των εξωγενών παραγόντων μεγεθύνονται λόγω των συνθηκών ατελούς ανταγωνισμού που χαρακτηρίζουν σημαντικές εγχώριες αγορές. Σε ένα περιβάλλον ατελούς ανταγωνισμού, οι επιχειρήσεις μπορούν να χορηγούν σχετικά υψηλές αυξήσεις μισθών και να επιρρίπτουν στη συνέχεια ολόκληρη την αύξηση του κόστους στις τιμές των προϊόντων τους. Γενικότερα, η συμπεριφορά των κοινωνικών εταίρων δεν έχει ακόμη προσαρμοστεί στο γεγονός ότι η χώρα μας λειτουργεί σε συνθήκες οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Και επιπλέον, η “πετρελαϊκή ένταση” και η “πετρελαϊκή εξάρτηση” της εγχώριας παραγωγής παραμένουν σχετικά υψηλές. Εξαιτίας των παραγόντων αυτών, η πληθωριστική επίπτωση της ανόδου της τιμής του πετρελαίου είναι μεγαλύτερη στην Ελλάδα από ό,τι κατά μέσον όρο στη ζώνη του ευρώ. Από την ανάλυση των εξελίξεων προκύπτει ότι η άνοδος των τιμών των καυσίμων από τους τελευταίους μήνες του 2007 έχει ήδη ασκήσει έντονες δευτερογενείς επιδράσεις στον πληθωρισμό κατά το τρέχον έτος. Αντίθετα, στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ οι επιδράσεις αυτές ήταν περιορισμένες.
Η επιτάχυνση του πληθωρισμού διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων, ιδιαίτερα των οικονομικά ασθενέστερων. Επίσης διαβρώνει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καθώς διατηρείται η απόκλιση από το μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ, με αρνητικές συνέπειες για τις προοπτικές της παραγωγής και της απασχόλησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο οι σχετικές τιμές καταναλωτή όσο και το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας, εκφρασμένα σε κοινό νόμισμα, έχουν αυξηθεί σημαντικά από το 2000 έως σήμερα (σωρευτικά κατά 18,5% και 26% περίπου, αντίστοιχα). Οι αυξήσεις αυτές ισοδυναμούν με αντίστοιχες απώλειες ανταγωνιστικότητας.
Η σοβαρή αυτή απώλεια ανταγωνιστικότητας έχει συντελέσει (μαζί με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου) και στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο εκτιμάται ότι εφέτος θα προσεγγίσει το 15% του ΑΕΠ. Η διαμόρφωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα την τελευταία δεκαετία έχει οδηγήσει σε αύξηση των καθαρών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα έναντι κατοίκων του εξωτερικού. Το πολύ υψηλό έλλειμμα αντανακλά την υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης έναντι των επενδύσεων, κυρίως το γεγονός ότι η αποταμίευση είναι πολύ χαμηλή ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εμφανίζει επιβράδυνση και εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί γύρω στο 3,3% το 2008, παραμένοντας όμως σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ. Η ανάπτυξη εξακολουθεί να στηρίζεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση. Ωστόσο, ο ρυθμός ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης παρουσιάζει σημαντική επιβράδυνση, η οποία αντανακλά αφενός μεν την υποχώρηση του ρυθμού αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων των νοικοκυριών λόγω της ανόδου των τιμών των καυσίμων και των τροφίμων και αφετέρου το γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας. Ο ρυθμός επέκτασης της καταναλωτικής πίστης επιβραδύνθηκε ελαφρά τους πρώτους οκτώ μήνες, παραμένοντας ωστόσο υψηλός. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων ήταν αρνητικός το πρώτο εξάμηνο, λόγω της μείωσης των επενδύσεων σε κατοικίες, ενώ ο ρυθμός επέκτασης της στεγαστικής πίστης επιβραδύνθηκε αισθητά.
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις εκτιμάται ότι θα διατηρήσουν αρκετά υψηλό ρυθμό ανόδου, ενώ η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις εμφανίζει επιτάχυνση τους πρώτους οκτώ μήνες. Ωστόσο, οι προβλέψεις για την εξέλιξη των επιχειρηματικών επενδύσεων χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα, που σχετίζεται με το μέγεθος των επιδράσεων στην εγχώρια και την εξωτερική ζήτηση από τις διαταραχές στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις, την ανατίμηση του ευρώ, την άνοδο του κόστους δανειακών κεφαλαίων και τις υψηλές τιμές πετρελαίου και πρώτων υλών.
Είναι θετικό ωστόσο ότι συνεχίστηκε η αύξηση της απασχόλησης (με ετήσιο ρυθμό 1,3% το πρώτο εξάμηνο) και ότι το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε περαιτέρω στο 7,7% του εργατικού δυναμικού (επίσης το πρώτο εξάμηνο). Ενθαρρυντικό είναι επίσης ότι καταγράφονται μείωση του ποσοστού των μακροχρόνια ανέργων, υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας των νέων (που όμως παραμένει υψηλό) και αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών (που όμως είναι ακόμη χαμηλό).
Το έλλειμμα του Κρατικού Προϋπολογισμού διευρύνθηκε σημαντικά κατά το πρώτο επτάμηνο. Αυτό οφείλεται στην επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και σε πρόσκαιρους παράγοντες, η επίδραση των οποίων αναμένεται να αντιστραφεί στο υπόλοιπο του έτους. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για διεύρυνση της φοροδιαφυγής. Εκτιμάται ότι η αναστροφή των τάσεων των εσόδων και των πρωτογενών δαπανών τους επόμενους μήνες θα περιορίσει τις αποκλίσεις που σημειώθηκαν το πρώτο επτάμηνο. Προκειμένου να βελτιωθεί το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2008 και, κυρίως, να στηριχθεί το δημοσιονομικό πρόγραμμα του επόμενου έτους, η κυβέρνηση προχώρησε στη λήψη δέσμης μέτρων. Ο Ν. 3697/2008 περιλαμβάνει θετικές ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της διαφάνειας και του ενιαίου της δημοσιονομικής διαχείρισης, τη βελτίωση του ελέγχου των δαπανών και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Περιλαμβάνει ωστόσο και ορισμένες ρυθμίσεις (π.χ. την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο) που λειτουργούν απλώς ως προσωρινό αντιστάθμισμα των χρόνιων αδυναμιών του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και δεν συμβάλλουν μεσοπρόθεσμα στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και στην καλλιέργεια φορολογικής συνείδησης.
Παρά τις έντονες πιέσεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, των οποίων οι έμμεσες επιπτώσεις αγγίζουν και τη χώρα μας, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει στη βάση του υγιές, ασφαλές και σταθερό. Οι λόγοι γι' αυτό είναι οι εξής:
● Οι χορηγήσεις χρηματοδοτούνται από καταθέσεις σε ποσοστό άνω του 90%. Επομένως, οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι έχουν μικρότερη εξάρτηση από τη χρηματαγορά, όπου το κόστος του χρήματος έχει αυξηθεί σημαντικά, και από τις κεφαλαιαγορές, οι οποίες στην παρούσα φάση υπολειτουργούν.
● Η αποδοτικότητα και η κεφαλαιακή επάρκεια κατά μέσο όρο επηρεάστηκαν σε σημαντικά χαμηλότερο βαθμό σε σύγκριση με τις περισσότερες τράπεζες διεθνώς, λόγω της περιορισμένης έκθεσης σε στοιχεία ενεργητικού που άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με την αναταραχή. Οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν λόγους να επενδύσουν σε «προβληματικά» χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δεδομένου ότι στο πολύ ευνοϊκό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν (στην Ελλάδα και στην Νοτιοανατολική Ευρώπη) είχαν σημαντικές ευκαιρίες κερδοφόρας ανάπτυξης.
● Οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι έχουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση και συγκριτικά χαμηλό βαθμό μόχλευσης (ενεργητικό προς ίδια κεφάλαια). Βεβαίως, έχουν καταγραφεί ορισμένες αρνητικές επιδράσεις στην κερδοφορία (μετά όμως από μεγάλη αύξησή της το 2007), τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και το κόστος κεφαλαίων, καθώς και οριακή αύξηση του πιστωτικού κινδύνου των δανείων προς νοικοκυριά.
● Η Τράπεζα της Ελλάδος επαγρυπνεί εν όψει των αυξημένων κινδύνων. Παρακολουθεί και αξιολογεί προσεκτικά τις εξελίξεις ώστε να διασφαλίσει τα συμφέροντα όλων των συναλλασσομένων με τις τράπεζες. Έχει ζητήσει από τις τελευταίες να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα και να ακολουθήσουν κατάλληλες πολιτικές για τη διαφύλαξη της σταθερότητας.
* * *
Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων 13 χρόνων προήλθαν κυρίως από την ισχυρή άνοδο της εγχώριας ζήτησης, την οποία στήριξαν παράγοντες όπως η βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος λόγω της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ, η διαμόρφωση των επιτοκίων σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα, η απελευθέρωση του πιστωτικού συστήματος και η σημαντική εισροή πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ. Καθώς όμως η διεθνής συγκυρία χειροτερεύει, οι ανισορροπίες και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας αναδεικνύονται σαφέστερα, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνονται οι ευνοϊκοί παράγοντες που συνέβαλαν στην ισχυρή και αδιατάρακτη ανάπτυξη από το 1996 έως σήμερα.
Επείγει συνεπώς η αποφασιστική αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των διαρθρωτικών αδυναμιών, προκειμένου να τεθεί σε κίνηση μια μακρόπνοη, πιο εξωστρεφής, ισχυρή και διατηρήσιμη αναπτυξιακή δυναμική, η οποία θα στηρίζεται πρωτίστως στην ενίσχυση της παραγωγικής βάσης μέσω των επενδύσεων, στην ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών καθώς και σε ένα ευρύ πλέγμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, κυρίως στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Η διασφάλιση της μακροοικονομικής σταθερότητας θα απαιτήσει:
● Ένταση και διεύρυνση της προσπάθειας για δημοσιονομική εξυγίανση, ακρογωνιαίος λίθος της οποίας είναι ο έλεγχος των δαπανών, ιδίως των πρωτογενών, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους και την αναδιάρθρωσή τους υπέρ των κατηγοριών εκείνων που προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, όπως είναι οι δαπάνες για εκπαίδευση, έρευνα, τεχνολογία και υποδομές. Παράλληλα, απαιτείται να αντιμετωπιστούν χρόνιες αδυναμίες όπως η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή, να βελτιωθεί ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός και να διευρυνθεί η φορολογική βάση.
● Ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές, ώστε να επιτυγχάνονται αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων, προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων.
● Ισχυροποίηση της αναπτυξιακής δυναμικής μέσω πλέγματος τολμηρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως στη δημόσια διοίκηση, τη δημοσιονομική διαχείριση και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, προκειμένου να αξιοποιηθούν πιο αποτελεσματικά οι διαθέσιμοι εθνικοί πόροι και τα κεφάλαια που θα εισρεύσουν από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, να ενθαρρυνθούν ποιοτικές και αποδοτικές επενδύσεις, να βελτιωθούν η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα και να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης. Με τον τρόπο αυτό θα ενισχυθεί ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας και θα αυξηθεί ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης σε διατηρήσιμη βάση. Είναι ουσιώδες οι απαιτούμενες παρεμβάσεις να υλοποιηθούν συντονισμένα και βάσει ενός σαφούς χρονοδιαγράμματος.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες ιδίως στην παρούσα φάση και για τη θωράκιση της οικονομίας έναντι της δυσμενούς διεθνούς συγκυρίας. Για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι συνέπειες των εξωγενών και σε κάποιο βαθμό παροδικών κραδασμών, οι φορείς άσκησης πολιτικής και οι κοινωνικοί εταίροι οφείλουν να διασφαλίσουν ότι θα περιοριστούν οι δυσμενείς επιδράσεις των εγχώριων μακροοικονομικών ανισορροπιών και διαρθρωτικών αδυναμιών στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της παραγωγής, της απασχόλησης και των εισοδημάτων. Απαραίτητο σε πρώτη φάση είναι να ανακουφιστούν από τις επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας. Αυτό πρέπει να γίνει με στοχευμένες παρεμβάσεις και με τρόπους που δεν θα βλάψουν τις δημοσιονομικές προοπτικές. Ιδιαίτερη σημασία έχει εδώ η ενδυνάμωση της σχετικά χαμηλής αποτελεσματικότητας των κοινωνικών δαπανών. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι οι μη άμεσα ανακτήσιμες απώλειες αγοραστικής δύναμης, τις οποίες συνεπάγεται η άνοδος των διεθνών τιμών του πετρελαίου και των άλλων βασικών εμπορευμάτων και η αναπόφευκτη μεταφορά εισοδήματος προς τις χώρες που εξάγουν τα εμπορεύματα αυτά, μπορούν – σε βάθος χρόνου – να αναπληρωθούν αποτελεσματικά μόνο με παρεμβάσεις πολιτικής που ενισχύουν τον ανταγωνισμό, αλλά και με πρωτοβουλίες των ίδιων των επιχειρήσεων που βελτιώνουν την παραγωγικότητα.