Για κάποιους σεϊχηδες από το Ντουμπάι ή μεγαλοεπενδυτές όπως ο Αμερικανός Γουόρεν Μπάφετ (φωτογραφία), πρόεδρος της Berkshire Hathaway , που συνηθίζουν να ποντάρουν στις κρίσεις ή για κάποιους μεγαλοδικηγόρους και ψυχαναλυτές η χρηματοπιστωτική κρίση φέρνει τεράστια κέρδη.
«Εφόσον έχουμε αρκετά μετρητά, μας δίνεται τώρα η ευκαιρία να τα χρησιμοποιήσουμε έξυπνα», εξηγεί ο Γουόρεν Μπάφετ, που επένδυσε ήδη στην Goldman Sachs 5 δισ. και γνωστοποίησε ότι θα επενδύσει άλλα 5 δισ., ενώ προτίθεται να επενδύσει και στην General Electric άλλα 3 δισ.
Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις πολλών, όλοι γνωρίζουν στην Ν. Υόρκη πως μέχρι τώρα οι επενδύσεις του Μπάφετ σπάνια έπιασαν πάτο.
Οι πλούσιοι γίνονται δηλαδή τώρα, εάν είναι ριψοκίνδυνοι, πλουσιότεροι;
Οχι, υποστηρίζει ο Πίτερ Καρντίγιο, αναλυτής της Avalon Partners, αυτό που συμφέρει τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, θα πρέπει να είναι κερδοφόρο και για τον μικρομέτοχο, γι' αυτό συμβουλεύει τους μικροεπενδυτές να επενδύσουν προσεκτικά, μικρά ποσά, ώστε να είναι και αυτοί κερδισμένοι, έστω σε μικρότερη κλίμακα. Αυτή τη στιγμή όμως οι μικροεπενδυτές στην πλειοψηφία τους χάνουν.
Γι' αυτό και υπάρχουν εκατοντάδες Αμερικανοί μικρομέτοχοι που ζητούν την κεφαλή επί πίνακι των διάσημων αναλυτών και προσφεύγουν στα δικαστήρια για να αποσπάσουν αποζημιώσεις.
Ο Τζέικομπ Ζαμάνσκι, μεγαλοδικηγόρος, χειρίζεται μια σειρά τέτοιες περιπτώσεις, όπως π.χ. εκείνη εναντίον του κορυφαίου αναλυτή της Merrill Lynch, Χένρι Μπλόντζετ, διότι συμβούλευε μικρομετόχους να επενδύουν σε πακέτα που διαχειρίζονταν η εν λόγω εταιρεία αποκρύπτοντας όμως ότι ήταν ο χρηματοπιστωτικός σύμβουλος της.
Οπως λέει ο Ζαμάνσκι, που πληρώνεται 600 δολάρια την ώρα για οποιαδήποτε συμβουλή που έχει σχέση με την χρηματοπιστωτική κρίση: «Μου τηλεφωνούν πελάτες από όλον τον κόσμο. Δεχόμαστε 50% περισσότερα τηλεφωνήματα».
Οι μικροεπενδυτές και γενικά οι χαμένοι της κρίσης δεν ζητούν όμως συμβουλές μόνον σε δικηγόρους, αλλά και σε ψυχαναλυτές και ψυχολόγους.
Ο ψυχολόγος Τζον Γκίνεν, που έχει από το 1983 Κέντρο Ψυχολογικής Υποστήριξης στην Γουόλτ Στριτ, αναμένει από τον Μάρτιο του 2009 να διπλασιαστούν οι πελάτες του.
«Το ιατρείο μου δεν γεμίζει από πελάτες, κατά τη διάρκεια της όποιας οικονομικής κρίσης. Συνήθως έρχονται όλοι πέντε με έξι εβδομάδες μετά από ένα σοκ και μια αγχώδη κατάσταση.»
Αναδιανομή του πλούτου στη Ρωσία
Τραπεζίτες και επενδυτές λένε ότι οι ολιγάρχες που κατέφυγαν σε εκτεταμένο δανεισμό τις καλές εποχές για να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους αυτοκρατορίες είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι, καθώς καταποντίζεται η χρηματιστηριακή αξία των εταιρειών τους.
Eνα από τα γνωστότερα θύματα της κρίσης μέχρι στιγμής είναι ο Ολεγκ Ντεριπάσκα, 40 ετών, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ρωσίας, σύμφωνα με τη λίστα του περιοδικού Forbes που δημοσιεύθηκε τον Μάιο βάσει των μετοχών που διατηρούσε στον βιομηχανικό τομέα. Κατά τη διάρκεια της κρίσης ο Ντεριπάσκα πούλησε γρήγορα μετοχές σε δύο ξένες εταιρείες για να εξασφαλίσει ρευστό.
Μεταξύ των ευνοηθέντων από την κρίση είναι ο 43χρονος μεγιστάνας της μεταλλευτικής βιομηχανίας Μιχαήλ Προχόροφ, ο οποίος συγκέντρωσε περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια δολάρια πουλώντας μετοχές και τώρα αγοράζει σε χαμηλές τιμές, όπως το ήμισυ του μετοχικού κεφαλαίου της τοπικής επενδυτικής τράπεζας Renaissance Capital.
Αλλά ένας από τους μεγαλύτερους κερδισμένους θα είναι το ρωσικό κράτος, που θα ενισχύσει την επιρροή του επί των ολιγαρχών.
"Η κυβέρνηση θα αποφασίσει ποιος θα επιβιώσει και ποιος όχι, διότι όλοι οι ολιγάρχες έχουν δανεισθεί", λέει ο Πίτερ Μπουν του Center for Economic Performance του London School of Economics and Political Science.
Σε έναν κόσμο όπου το ρευστό είναι βασιλιάς, το ρωσικό κράτος - που διαθέτει τα τρίτα σε μέγεθος συναλλαγματικά αποθέματα και αποθέματα χρυσού, μετά την Κίνα και την Ιαπωνία, διαθέτει μεγαλύτερη ρευστότητα από όλους μαζί τους ολιγάρχες.
Το μέγεθος των περιουσιακών στοιχείων των μεγάλων επιχειρηματιών αναγκάζει το Κρεμλίνο να παρέμβει για να προλάβει τη ρευστοποίηση και την κατάληξή τους σε ξένα χέρια.
Αυτό ισοδυναμεί με ανατροπή της κατάστασης που επικρατούσε στη δεκαετία του '90, οπότε ένα κράτος στα πρόθυρα της πτώχευσης προσέτρεχε για δάνεια στους ολιγάρχες, προσφέροντάς τους ως αντάλλαγμα μερίδια σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες και πλουσιότερες επιχειρήσεις πρώτων υλών.
Το ρωσικό κράτος δεν κατόρθωσε να αποπληρώσει τα δάνεια αυτά, αφήνοντας στους ολιγάρχες τον έλεγχο των επιχειρήσεων αυτών. "Το 1996, χρονιά κατά την οποία η κυβέρνηση Γέλτσιν κατέφευγε στον δανεισμό και τα κοσμήματα της ρωσικής οικονομίας ξεπουλιόντουσαν, θα πάρει την εκδίκησή της", εκτιμά ο Ιβάν Ιβαντσένκο, αναλυτής του VTB Capital της Μόσχας. "Μόνο που αυτή τη φορά οι διψασμένοι για ρευστό ολιγάρχες ικετεύουν το πλούσιο κράτος να τους δανείσει. Και κανείς να μην τρέφει ψευδαισθήσεις για το ότι η μάχη για την στελέχωση της νέας ελίτ θα είναι σκληρή".
ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters, Deutsche Welle