Τα τελευταία 30 χρόνια δεν υπήρξε σημαντική διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση που να μη χτύπησε την πόρτα της Ουγγαρίας, παρατηρεί ο László Andor, οικονομολόγος και μέλος του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Guardian.
Το 1982 η κρίση πέρασε το κατώφλι της χώρας μετά την Πολωνία και το 1994 ήταν η επόμενη που επλήγη μετά το Μεξικό, ενώ φέτος ήταν το επόμενο θύμα μετά την Ισλανδία.
Σε κάθε περίπτωση πήρε, σχεδόν αμέσως, το δρόμο για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Είναι αλήθεια πως έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη, αν και τρικυμιώδης, σχέση μεταξύ των δύο, σημειώνει ο Andor. Οι περισσότερες από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ εισχώρησαν στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα μετά το 1989, σε αντίθεση με την Ουγγαρία που εντάχθηκε το 1982. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνθηκε η προώθηση των μεταρρυθμίσεων στην προθεσμιακή αγορά τη στιγμή που σε άλλες χώρες δεν είχαν καν υιοθετηθεί, με αποτέλεσμα η Ουγγαρία να αναδειχθεί σε πρότυπο νεοφιλελευθερισμού στην περιοχή. Ωστόσο, η ένταξη της χώρας στο ΔΝΤ δεν τη βοήθησε να περιορίσει το αβάσταχτο εξωτερικό της χρέος.
Τελικά, όμως, στην παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση η Ουγγαρία αποδείχθηκε ο πιο αδύναμος κρίκος στην περιοχή. Καθώς το ΑΕΠ δεν κατόρθωσε να φτάσει τα επίπεδα του 1989 πριν το 1999, οι επόμενες κυβερνήσεις κατέφευγαν σε ριψοκίνδυνες χρηματοοικονομικές λύσεις προκειμένου να ενισχύσουν το αίσθημα της λαϊκής ικανοποίησης. Μία από τις κυβερνήσεις έθεσε σε εφαρμογή επιπόλαια προγράμματα επιδοτήσεων των κατασκευαστικών εταιρειών και των αγοραστών κατοικίας, ενώ άλλη προχώρησε σε αυξήσεις κατά 50%στους μισθούς του δημοσίου τομέα. Εν τω μεταξύ, το φιλόδοξο πρόγραμμα οδικού δικτύου κληροδότησε στην Ουγγαρία το καλύτερο δίκτυο δρόμων ταχείας κυκλοφορίας της περιοχής, μαζί του, όμως, και ένα υπέρογκο δημόσιο χρέος.
Δεν ήταν, ωστόσο, μόνο η οικονομική πολιτική που οδήγησε στη σημερινή μοιραία ευάλωτη κατάσταση της χώρας –έπαιξε και νομισματική πολιτική το ρόλο της. Το 2001, η κεντρική τράπεζα της χώρας (MNB) υιοθέτησε το παράδειγμα της «στοχοθέτησης του πληθωρισμού», το οποίο επ’ ουδενί δεν απευθύνεται σε μικρές, ανοικτές οικονομίες που εξαρτώνται απόλυτα από το εξωτερικό χρέος, τις επενδύσεις και τις χρηματοδοτήσεις. Η MNB παρέμεινε προσκολλημένη στη λογική αυτή έως και την άνοιξη του τρέχοντος έτους, όταν οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο προχωρούσαν σε αλλεπάλληλες μειώσεις των επιτοκίων.
Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν έγινε τίποτα για τη μείωση του εγχώριου δανεισμού σε συνάλλαγμα που οι διεθνείς παρατηρητές είχαν επανειλημμένα υποδείξει ως την πηγή της οικονομικής αστάθειας της χώρας –το οποίο συνέβαλε στη μη βιώσιμη ενίσχυση του φιορινιού.
Η χρηματοπιστωτική κρίση στην Ουγγαρία, και στην Ευρώπη γενικότερα, απέδειξε επίσης ότι η στρατηγική διεύρυνσης της ευρωζώνης χρειάζεται αλλαγές. Όταν το 2004 εισχώρησαν στην ΕΕ τα οκτώ νέα κράτη, η ένταξή τους στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση ήταν υποχρεωτική. Ως εκ τούτου, είναι υποχρεωμένα να εκπληρώσουν τα ονομαζόμενα «κριτήρια του Μάαστριχτ» (για σταθερότητα σε επίπεδο χρέους, ελλείμματος, πληθωρισμού, επιτοκίων και ισοτιμίας), ενώ αξιολογείται ακόμη και η βιωσιμότητά τους –κάτι που δεν συνηθιζόταν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, τότε που η ευρωζώνη απαρτιζόταν από τα 12 ιδρυτικά κράτη μέλη.
Είναι πλέον σαφές ότι η «σταύρωση» των νέων μελών με τα κριτήρια του Μάαστριχτ μπορεί να οδηγήσει στη διάλυση του τμήματος της ΕΕ που θα έπρεπε να είναι το πιο δυναμικό. Καθώς μεγάλο μέρος του ουγγρικού τραπεζικού συστήματος ανήκει σε ξένα κεφάλαια (αυστριακών, ιταλικών και γερμανικών τραπεζών), η χρηματοπιστωτική κρίση της Ουγγαρίας δεν μπορεί να εξεταστεί χωριστά από την υπόλοιπη ΕΕ.Τα κριτήρια του Μάαστριχτ πρέπει να μπουν για λίγο στην άκρη εάν θέλουμε διατήρηση της σταθερότητας, όχι μόνο στην Ουγγαρία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη όπου οι μεγαλύτερες τράπεζες εκτίθενται σε σημαντικούς κινδύνους με την παρουσία τους στα νέα κράτη μέλη. Με άλλα λόγια, η κατάρρευση των αναδυόμενων οικονομιών μπορεί να «γυρίσει μπούμερανγκ», όπως είχε χαρακτηριστικά δηλώσει η Σούζαν Τζορτζ.