Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Hellastat Α.Ε. ( www.hellastat.eu ), ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας αποτελεί ένα δυναμικό και συνεχώς εξελισσόμενο κλάδο της οικονομίας.
Στα γενικά χαρακτηριστικά του κλάδου, η μελέτη τονίζει ότι η ιχθυοκαλλιέργεια στην Ελλάδα επικεντρώνεται στην παραγωγή γόνου και ιχθύων τσιπούρας και λαβρακίου, ενώ γίνονται συνεχείς προσπάθειες και έρευνα από τις εταιρείες του κλάδου, με στόχο την ανάπτυξη της καλλιέργειας νέων ειδών, όπως μυτάκι, λυθρίνι, φαγκρί, σαργός, συναγρίδα κ.τ.λ. Η Ελλάδα κατέχει κυρίαρχη θέση στην Ευρώπη στην παραγωγή γόνου και ευρύαλων ψαριών.
Ο κλάδος κυριαρχείται από την παρουσία πέντε μεγάλων εταιρειών / ομίλων που κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών ισχυροποιούν συνεχώς τη θέση τους στην αγορά, κυρίως με απορροφήσεις και εξαγορές άλλων εταιρειών μικρότερου μεγέθους, αλλά και με επενδύσεις σε νέες εγκαταστάσεις, οι οποίες επιτρέπουν τη λειτουργική ανάπτυξη.
Οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου ασχολούνται τόσο με την ανάπτυξη γόνου, όσο και με την πάχυνση ιχθύων. Επιπλέον, έχουν αναπτύξει ιδιόκτητα δίκτυα διανομής των προϊόντων τους, έχουν συνεργασίες με θυγατρικές εταιρείες παραγωγής ιχθυοτροφών, επιδιώκουν να εισέλθουν σε νέες αγορές του εξωτερικού και επενδύουν στη συνεχή έρευνα και ανάπτυξη.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου, ως επί το πλείστον, ασχολούνται μόνο με την πάχυνση ιχθύων. Διακινούν τα προϊόντα τους είτε απευθείας στις ιχθυόσκαλες είτε μέσω χονδρεμπόρων, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις τα πωλούν στις μεγάλες εταιρείες του κλάδου.
Εξαγωγικός προσανατολισμός
Ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας έχει σαφή εξαγωγικό προσανατολισμό, καθώς το 80% της εγχώριας παραγωγής εξάγεται και κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των εξαγωγικών κλάδων τροφίμων της χώρας.
Σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις, οι εταιρείες του κλάδου τα τελευταία χρόνια έχουν εισέλθει σε νέες αγορές του εξωτερικού (όπως οι Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης), εκτός των παραδοσιακών προορισμών (όπως η Ιταλία και η Ισπανία), ενώ συνεχώς αναζητούν την επέκταση του δικτύου τους.
¶λλες πρόσφατες εξελίξεις είναι η διακίνηση στην εγχώρια αγορά «επώνυμου» ψαριού, σε μια προσπάθεια των εταιρειών να προωθήσουν το προϊόν τους με τρόπο που να προβάλει την παραγωγική και διατροφική του αξία, σε σχέση με τα ψάρια ελεύθερης αλιείας, ενώ προωθείται και η καλλιέργεια βιολογικού ψαριού.
Σύμφωνα με εκπρόσωπους των επιχειρήσεων του κλάδου με τους οποίους συνεργάστηκε η Hellastat για την εκπόνηση της μελέτης, η κύρια διαίσθηση για την μελλοντική πορεία του κλάδου αποτυπώνεται ως εξής:
- Οι προοπτικές του κλάδου είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για τα επόμενα έτη, τόσο από την πλευρά της παραγωγής, η οποία αναμένεται να αναπτυχθεί με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 5%, όσο και από την πλευρά της ζήτησης.
- Κύριοι λόγοι στους οποίους βασίζονται οι θετικές αυτές προβλέψεις είναι η μείωση των αλιευμάτων, λόγω ρυθμιστικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, η αυξανόμενη έμφαση στην υγιεινή διατροφή, η όλο και μεγαλύτερη εξοικείωση του καταναλωτικού κοινού με τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, οι πιο έντονες προωθητικές ενέργειες των εταιρειών, η διείσδυση σε νέες αγορές του εξωτερικού, η ανάπτυξη καλλιέργειας νέων ειδών και η υψηλή τεχνογνωσία και μακροχρόνια εμπειρία των εταιρειών του κλάδου.
- Η συγκέντρωση του κλάδου αναμένεται να συνεχιστεί στα επόμενα έτη, καθώς οι μεγάλες εταιρείες στοχεύουν στην ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικότητάς τους και την ισχυροποίηση των θέσεών τους στη διεθνή αγορά. Η οικονομική δυσχέρεια ορισμένων εταιρειών εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την τάση συγκέντρωσης.
Η επίτευξη των προαναφερθέντων προοπτικών προϋποθέτει ότι ο κλάδος των Ιχθυοκαλλιεργειών θα μπορέσει επίσης να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα προβλήματα, όπως:
- Τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας προκύπτουν από το γεγονός ότι δεν έχει αναπτυχθεί με βάση στρατηγικό σχεδιασμό, αλλά με τρόπο άναρχο. Η απουσία χωροταξικού σχεδιασμού αποτελεί ένα πρόβλημα που επιδεινώνει την παρούσα κατάσταση.
- Αν και η εγχώρια παραγωγή έχει σχετικά σταθεροποιηθεί, η υπερπαραγωγή που χαρακτήριζε τον κλάδο τα προηγούμενα έτη συνεχίζει να επηρεάζει τον κλάδο με αρνητικό τρόπο και σήμερα. Η μείωση των τιμών τσιπούρας και λαβρακίου και ο έντονος ανταγωνισμός (ορισμένες φορές αθέμιτος) συντελεί στη μείωση των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, καθώς ορισμένες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν.
Τα αποτελέσματα του 2007
Στο δείγμα της μελέτης της Hellastat έχουν περιληφθεί 131 επιχειρήσεις. Όπως προκύπτει από τη χρηματοοικονομική ανάλυση του κλάδου, ο κύκλος εργασιών των εταιρειών βαίνει αυξανόμενος με υψηλούς ρυθμούς. Ο κλάδος χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση (οι 5 μεγαλύτερες εταιρείες δημιουργούν το 56,5% των συνολικών πωλήσεων). Ωστόσο, η άμεση ρευστότητα είναι ιδιαίτερα χαμηλή, γεγονός που δικαιολογείται εν μέρει από τη φύση των εργασιών του κλάδου. Για τον ίδιο λόγο ο εμπορικός κύκλος των εταιρειών είναι θετικός. Τέλος, οι εταιρείες, κυρίως οι μεγάλες, έχουν υψηλή εξάρτηση από ξένα κεφάλαια, λόγω υψηλών επενδύσεων σε εγκαταστάσεις και σε επιχειρηματικές κινήσεις.