Του Βασίλη Αγγελοπούλου
[email protected]
Τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων εν μέσω του κύματος ανατιμήσεων που πλήττει την «τσέπη» του εργατικού δυναμικού της χώρας, αποτυπώνει η Ετήσια Έκθεση του 2022 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, που παρουσίασε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού που έφτασε το 9,7% το 2022, τον Απρίλιο η απώλεια της αγοραστικής δύναμης έφτασε το 18% για τους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης και εκτοξεύτηκε στο 28% για όσους εργάζονται με όρους μερικής απασχόλησης.
Από την έκθεση της ΓΣΕΕ σοβαρό πρόβλημα επενδύσεων στη χώρα και ακόμη πιο σοβαρός κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού.
Οι κλαδικές συμβάσεις που υπεγράφησαν το 2021 καλύπτουν μόνο το 27% των εργαζομένων
Όπως τονίστηκε από τον επιστημονικό διευθυντή, θα πρέπει να αποφύγουμε σαν τον «διάβολο το λιβάνι» τον στασιμοπληθωρισμό. Από τα υπόλοιπα στοιχεία, ξεχωρίζει το γεγονός ότι είναι ελάχιστες οι κλαδικές συμβάσεις που υπεγράφησαν το 2021 (μόλις 16) με συνέπεια να καλύπτουν μόνο το 27% των εργαζομένων της χώρας.
Ουσιαστικά είναι πάνω από 2,2 εκατ. οι εργαζόμενοι που δεν καλύπτονται από τις συμβάσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις πιέσεις στους μισθούς τους.
Στα συμπεράσματα της έκθεσης είναι πως πρέπει να προστατευθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων, κάτι που τόνισε και ο Γιάννης Παναγόπουλος. Μάλιστα ο κ. Παναγόπουλος χαρακτήρισε «μίζερους» τους εργοδότες, τονίζοντας ότι παρά την πολύχρονη κρίση η κερδοφορία σε ορισμένους κλάδους είναι προκλητική. Ζήτησε δε να επανέλθει ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ.
Τέσσερις μεγάλες προκλήσεις
Τέσσερις είναι οι κύριες προκλήσεις της τρέχουσας περιόδου:
Πρώτον, στο νέο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, και παρά το γεγονός ότι το 2021 η ελληνική οικονομία σημείωσε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, οι μακροοικονομικές, εργασιακές και χρηματοπιστωτικές προοπτικές της για το 2022 περιβάλλονται από νέες και μεγάλες αβεβαιότητες. Στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον της χαμηλότερης οικονομικής μεγέθυνσης και του υψηλού πληθωρισμού, η βελτίωση της ανισορροπίας βασικών ισοζυγίων, όπως το δημοσιονομικό και το εμπορικό ισοζύγιο, καθώς και η βελτίωση ποιοτικών οικονομικών και κοινωνικών δεικτών πρέπει να αποτελέσουν μείζονες προτεραιότητες της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής.
Δεύτερον, οι επιπτώσεις της πανδημίας και της ακρίβειας στην αγορά εργασίας και στους εργαζομένους είναι δραματικές. Η ακρίβεια μειώνει την πραγματική 19 αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με αρνητικές συνέπειες στην κατανάλωση και το βιοτικό επίπεδο πολλών ομάδων εργαζομένων, ειδικά των πιο ευάλωτων, όπως εκείνων που εργάζονται με άτυπες μορφές εργασίας, των νέων, των γυναικών, των μεταναστών. Κλειδί για την αποφυγή συνθηκών αστάθειας το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα είναι η ουσιαστική ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η αύξηση της βιώσιμης απασχόλησης. Είναι επίσης πολύ σημαντικό να προστατευτούν θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα σχετικά με τα νόμιμα και τα ανώτατα όρια του χρόνου εργασίας, την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, και να ενισχυθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις εργασίας. Η βιώσιμη και αξιοπρεπής εργασία πρέπει να αποτελέσει τον κεντρικό στόχο της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής.
Τρίτον, η έκρηξη των πληθωριστικών προσδοκιών και η μείωση της πραγματικής αξίας της αποταμίευσης των εύπορων κοινωνικών ομάδων διαμορφώνουν τις ιδεολογικές, τις κοινωνικές και τις πολιτικές συνθήκες για τη μετάβαση των κεντρικών τραπεζών σε λιγότερο διευκολυντική, και ίσως πιο επιθετικά αντιπληθωριστική, νομισματική πολιτική. Η αύξηση των επιτοκίων θα εντείνει την αβεβαιότητα και θα επηρεάσει αρνητικά τη μεγέθυνση και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ειδικά των χωρών εκείνων, όπως η Ελλάδα, που διακρίνονται από υψηλή συσσώρευση ιδιωτικού και δημόσιου χρέους. Δεν υπάρχουν περιθώρια για μια νέα επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής ευθραυστότητας της οικονομίας ως συνέπεια μιας αύξησης του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους. Είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό και πρέπει με έμφαση να υπογραμμιστεί ότι η συσσώρευση υψηλού δημόσιου χρέους, τα συνεχή πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα ‒ως συνέπεια αρχικά των μέτρων διαχείρισης της πανδημίας και σήμερα των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας‒ και η ανοδική πορεία του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και των ασφαλίστρων πιστωτικού κινδύνου δεν επιτρέπουν μια διατηρήσιμη αποκλιμάκωση του ρίσκου φερεγγυότητας της χώρας. Η κατάσταση αυτή βραχυπρόθεσμα δεν δημιουργεί δημοσιονομικούς περιορισμούς, χρήζει όμως ιδιαίτερης προσοχής στο νέο νομισματικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον που δημιουργεί ο υψηλός πληθωρισμός και κυρίως η επιστροφή στην αντιπληθωριστική στόχευση της νομισματικής πολιτικής. Η δημοσιονομικά ευάλωτη ελληνική οικονομία, το ύψος του δημόσιου 20 χρέους, η εμπειρία της διαχείρισης και των συνεπειών της κρίσης χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς και το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον καθιστούν επιβεβλημένη την αποφυγή δημιουργίας συνθηκών μιας νέας δημοσιονομικής περιπέτειας.
Τέταρτον, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι ένδειξη της ανάγκης άμεσης ενίσχυσης και αναδιάρθρωσης του παραγωγικού συστήματος, με τρόπο που να περιοριστεί η εισαγωγική εξάρτηση της χώρας και να ενισχυθεί η επάρκεια και η αυτάρκειά της σε βασικά ενδιάμεσα και τελικά αγαθά. Στο νέο διεθνές περιβάλλον, η υγειονομική, η ενεργειακή και η επισιτιστική ασφάλεια προστίθενται στις βασικές προϋποθέσεις της βιώσιμης και ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης. Τα διαθέσιμα στοιχεία των ισοζυγίων τροφίμων της ελληνικής οικονομίας μάς παρέχουν πολύτιμη πληροφόρηση σχετικά με την εξάρτηση της διατροφικής, και όχι μόνο, αλυσίδας της χώρας μας από τις εισαγωγές.