Για έναν ολόκληρο χρόνο οι τράπεζες έκαναν τα αδύνατα δυνατά, προκειμένου να πληρούν τις προϋποθέσεις κεφαλαιακής επάρκειας.
Οι προσπάθειές τους, όμως, έπεσαν στο κενό μετά την πτώχευση της Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 και τον κλονισμό του πιστωτικού συστήματος που ακολούθησε. Με το φόβο της δικής τους κατάρρευσης, οι τράπεζες πάτησαν φρένο στο δανεισμό. Το τρίμηνο LIBOR/ OIS, το spread-βαρόμετρο της «ανασφάλειας» των τραπεζών και των αναγκών τους σε κεφάλαια, αυξήθηκε από το σταθερό επίπεδο των 10 μονάδων βάσης στις 90 μ.β. το καλοκαίρι 2007 για να απογειωθεί στις 364 μ.β. μετά την κατάρρευση της Lehman.
Η έγκριση του προγράμματος TARP ύψους 700 δισ. δολάρια από το Κογκρέσο είχε ως αποτέλεσμα την άμβλυνση, αλλά όχι την εξάλειψη, της μετά-Lehman αύξησης του LIBOR/OIS. «Πόσα επιπλέον κεφάλαια –ιδιωτικά και κρατικά- πιστεύουν οι επενδυτές ότι πρέπει να διακρατούν οι τράπεζες και οι υπόλοιποι διαμεσολαβητές για να μην αισθάνονται ότι αναλαμβάνουν ουσιαστικό κίνδυνο όταν καταθέτουν ή δανείζονται από τα πιστωτικά ιδρύματα; Ποια είναι, δηλαδή, η προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση;», αναρωτιέται ο Γκρίνσπαν.
Εάν υποθέσουμε ότι οι διαγραφές θα κυμανθούν σε μέτρια επίπεδα, συμπεραίνουμε με κατά προσέγγιση υπολογισμούς ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον άλλα 250 δισ. δολάρια για να επανέλθει το spread στα προ της κρίσης επίπεδα. Βάσει πρόσφατων στοιχείων, ωστόσο, τα επιπλέον 250 δισ. δολάρια του Υπουργείου Οικονομίας των ΗΠΑ δεν φαίνεται να μπορούν να στηρίξουν πλήρως την αναζωογόνηση των πιστώσεων.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι κρατικές πιστώσεις πρέπει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα, υποστηρίζει ο Γκρίνσπαν. Σύμφωνα με τον πρώην διοικητή της Fed, η πιο αξιόπιστη πηγή κεφαλαίων θα προέλθει από τη μερική αποκατάσταση της απώλειας κεφαλαίων 30 τρισ. δολαρίων από τα παγκόσμια χρηματιστήρια στη διάρκεια του έτους, μέσω των οποίων οι τράπεζες θα αντλήσουν τα κεφάλαια που χρειάζονται. Οι αγορές έχουν αιφνιδιαστεί από την πιο διευρυμένη ανησυχία που έχει κυριεύσει τους επενδυτές μετά τις αρχές του 20ού αιώνα. Με βάση την ανθρώπινη φύση, μπορούμε να ελπίζουμε σε αντιστροφή του κλίματος σε ένα εξάμηνο έως ένα έτος, εκτιμά ο πρώην διοικητής της Fed.
Τα κεφαλαιακά κέρδη δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν αυτές καθ’ αυτές τις επενδύσεις, μπορούν όμως να αναπληρώσουν τις ζημιές στους ισολογισμούς, τουλάχιστον σε επίπεδο ενός υποθετικού παγκόσμιου ενοποιημένου ισολογισμού. Εάν οι παγκόσμιες λογιστικές καταστάσεις ενοποιούνταν, το χρέος και οι παράγωγες απαιτήσεις θα αντισταθμίζονταν, ενώ το κεφάλαιο όχι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η συνολική παγκόσμια χρηματιστηριακή αξία των εμπράγματων και άυλων στοιχείων ενεργητικού να αντανακλάται ως κεφάλαιο. Προφανώς, η αύξηση στις τιμές των μετοχών παγκοσμίως θα διευρύνει τη δεξαμενή μετοχικών κεφαλαίων και θα διευκολύνει την αναδιάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η πτώση των χρηματιστηρίων, αντιθέτως, δυσχεραίνει τη διαδικασία ανάκαμψης. Το υψηλότερο επίπεδο μετοχικού κεφαλαίου παρέχει, ασφαλώς, μεγαλύτερες εγγυήσεις για το χρέος.
Το επίπεδο τιμών των κατοικιών στις ΗΠΑ είναι ένας ακόμη παράγοντας αποκατάστασης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Οι τιμές των κατοικιών αναμένεται να σταθεροποιηθούν εντός του ερχόμενου έτους και μαζί με αυτές και το μετοχικό κεφάλαιο που συνδέεται με τις αξίες των κατοικιών που αποτελούν τη μοναδική εξασφάλιση για τους τίτλους επί ενυπόθηκων δανείων, ορισμένοι εκ των οποίων «τοξικοί». Η σταθεροποίηση των τιμών των κατοικιών θα συμβάλει στην ακριβή αποτύπωση της χρηματιστηριακής αξίας των στοιχείων ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων με αποτέλεσμα τη σύγκλιση της λογιστικής με την αγοραία τους αξία. Η εξομάλυνση αυτή θα οδηγήσει στη σταθεροποίηση της τιμής των μετοχών. Η μερική ανάκαμψη που θα ακολουθήσει στα παγκόσμια χρηματιστήρια θα διαλύσει τις ανησυχίες στις αγορές και τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους. Οι προσωρινές ενέσεις κρατικών κεφαλαίων στις τράπεζες διευκολύνουν αυτή τη διαδικασία, η οποία θα επιταχυνθεί πολύ περισσότερο μέσω του δολαρίου παρά της παροχής συμβατικών δημοσιονομικών κινήτρων, εκτιμά ο ¶λαν Γκρίνσπαν.
Πηγή: Εconomist