Αναλυτικό κείμενο για το νομοσχέδιο περί της «παραγωγής και διάθεσης προϊόντων αρτοποιΐας» απέστειλαν προς τα Επιμελητήρια, την Ομοσπονδία Αρτοποιών, τα Σωματεία Αρτοποιών, τον ΠΣΑΜ, το ΣΕΣΜΕ, τις υπεραγορές και τους Παραγωγικούς και Κοινωνικούς Εταίρους ο υπουργός Ανάπτυξης Δημήτρης Σιούφας και οι υφυπουργοί Ανάπτυξης Γιάννης Παπαθανασίου και Τάσσος Νεράντζης.
Το κείμενο αφορά τους βασικούς άξονες, τους στόχους και τις επιμέρους ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, καθώς και τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν κατά την εξέταση του θέματος από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του ΥΠΑΝ, με το νομοσχέδιο αυτό, μεταξύ άλλων, εισάγονται για πρώτη φορά, ανακαθορίζονται και εξορθολογίζονται ορισμοί βασικών και κρίσιμων εννοιών εντός πλαισίου συστηματοποιημένων και λειτουργικώς οργανωμένων διατάξεων (άρθρο 1). Η συστηματική αυτή παράθεση, αφενός συμβάλλει στη δημιουργία αισθήματος ασφάλειας του δικαίου για τους φορείς που δραστηριοποιούνται στην αγορά της αρτοποιίας, και αφετέρου καθιστά ευχερή και αποτελεσματικό τον έλεγχο των προϊόντων αρτοποιίας εκ μέρους των ελεγκτικών αρχών. Οι ορισμοί αυτοί εναρμονίζονται απόλυτα με τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, τις ισχύουσες αγορανομικές διατάξεις και τη νομοθεσία για την αδειοδότηση των επιχειρήσεων (ν. 3325/2005). Οι ορισμοί που εισάγονται, για πρώτη φορά, προκειμένου να καλύψουν κενά της μέχρι σήμερα νομοθεσίας και να την εναρμονίσουν με τις νέες συνθήκες της αγοράς είναι: «διατηρημένος άρτος», «διατηρημένο αρτοπαρασκεύασμα ή αρτοσκεύασμα», «ενδιάμεσο προϊόν αρτοποιίας», «επιχείρηση αρτοποιίας», «δραστηριότητα αρτοποιίας», «εγκατάσταση περάτωσης έψησης», «φρέσκος άρτος», «υπεύθυνος αρτοποιίας». Επιπλέον, εισάγεται ρήτρα αμοιβαίας αναγνώρισης των προϊόντων που παράγονται ή διατίθενται νόμιμα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Τουρκία και σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ)σε συμμόρφωση με το άρθρο 28 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης.
• Απλοποιείται η διαδικασία αδειοδότησης των επιχειρήσεων αρτοποιίας και τροποποιούνται οι σχετικές άδειες (άρθρο 2). Και αυτό επιτυγχάνεται με τη λειτουργική σύνδεση των σχετικών διατάξεων με τις διατάξεις του ν. 3325/2005, που απλοποιούν τη διαδικασία των αδειοδοτήσεων, γενικώς. Έτσι, τα αρτοποιεία, οι βιοτεχνίες-βιομηχανίες αρτοποιίας και οι, για πρώτη φορά, προβλεπόμενες εγκαταστάσεις περάτωσης έψησης αδειοδοτούνται με μία μόνο άδεια από τις Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Στην άδεια αυτή περιέχεται και η διακεκριμένη, μέχρι σήμερα, άδεια υγειονομικού ενδιαφέροντος (άρθρο 19 ). Παράλληλα, εισάγεται υποχρέωση για όλες τις επιχειρήσεις αρτοποιίας, να διαθέτουν βεβαίωση του ΕΦΕΤ, που διασφαλίζει αποτελεσματικά την υγιεινή των τροφίμων. Μέχρι σήμερα, την υποχρέωση αυτή είχαν μόνο όσες από τις ανωτέρω επιχειρήσεις επεξεργάζονταν πάνω από 1000 κιλά αλεύρου σε ημερήσια βάση, μέσω της ανάπτυξης του HACCP, σε συμμόρφωση με σχετικές διατάξεις του Κανονισμού 852/2004/ΕΚ.
• Εισάγεται ο θεσμός του υπεύθυνου αρτοποιίας για κάθε αρτοποιείο και του υπεύθυνου εγκατάστασης περάτωσης έψησης. Για κάθε αρτοποιείο (άρθρο 3) προβλέπεται ένα μόνο πρόσωπο, που έχει την αποκλειστική ευθύνη να επιβλέπει όλο το παραγωγικό στάδιο και να διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την τήρηση των κανόνων υγιεινής και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας, καθώς και την ποιότητα του τελικού προϊόντος.
• Εισάγεται, για πρώτη φορά, ο ορισμός και η σχετική ρύθμιση για την Εγκατάσταση Περάτωσης Έψησης (άρθρο 5). Στην εγκατάσταση αυτή μπορεί να πραγματοποιείται το τελικό στάδιο της έψησης ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας (διαδικασία bake off). Ο χώρος που καταλαμβάνεται από την εγκατάσταση αυτή μπορεί είτε να αποτελεί αυτοτελές κατάστημα, είτε να βρίσκεται σε πρατήριο άρτου ή να αποτελεί τμήμα μεικτού καταστήματος τροφίμων και υπεραγοράς τροφίμων. Ο χώρος αυτός, του οποίου η επιφάνεια καθορίζεται με βάση τα δεδομένα και τη μέθοδο καθορισμού της επιφάνειας των αρτοποιείων και την αρχή της αναλογικότητας είναι εντελώς διαχωρισμένος και ανεξάρτητος από το χώρο διάθεσης των εψημένων προϊόντων και, εφόσον αποτελεί αυτοτελές και ανεξάρτητο κατάστημα, διαθέτει τους αναγκαίους χώρους, που επιβάλλουν οι κείμενες υγειονομικές διατάξεις. Με την εισαγόμενη ρύθμιση, ο επιπλέον χώρος διάθεσης των προϊόντων, που προέρχονται από τη διαδικασία bake off είναι όσος απαιτείται για ένα αμιγές πρατήριο άρτου, δηλαδή τουλάχιστον 12 τ.μ.. Με τη ρύθμιση αυτή, επιλύεται, κατά τρόπο συστηματικό, ισορροπημένο και ανταποκρινόμενο στην αρχή της αναλογικότητας και στη βάση των θέσεων που έγιναν αμοιβαία αποδεκτές από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ελληνική Δημοκρατία, στο πλαίσιο μακράς διαβούλευσης. Λύνεται ένα σημαντικό πρόβλημα που απασχολούσε για πολλά χρόνια τη διοίκηση και τους εμπλεκόμενους επιχειρηματικούς φορείς και είχε οδηγήσει την Χώρα μας ενώπιον του Δ.Ε.Κ..
• Θεσπίζονται, για πρώτη φορά, με συστηματικό τρόπο, μέτρα για την ενίσχυση των επιχειρήσεων αρτοποιίας και την επαγγελματική κατάρτιση των αρτοποιών (άρθρα 7 και 8). Λαμβάνεται ειδική πρόνοια για την οικονομική ενίσχυση των παραδοσιακών ξυλόφουρνων σε μικρά χωριά της χώρας.
• Διακρίνεται ο φρέσκος άρτος από τον άρτο που προέρχεται από ενδιάμεσα προϊόντα αρτοποιίας (άρθρο 10). Η διάταξη αυτή εισάγεται, για πρώτη φορά, στην αρτοποιητική νομοθεσία, ώστε να ενημερώνεται ο καταναλωτής και να αποφεύγεται η παραπλάνησή του.
• Ρυθμίζεται, συστηματικά, ο τρόπος διάθεσης διατηρημένων αρτοπαρασκευασμάτων και άρτου (άρθρο 11). Προβλέπεται, σύμφωνα και με σχετικές διατάξεις της Οδηγίας 2000/13/ΕΚ, η αναγραφή στη συσκευασία του διατηρημένου άρτου και των διατηρημένων αρτοπαρασκευασμάτων, όλων των κατάλληλων ενδείξεων και των αναγκαίων πληροφοριών, που θα καθιστούν τον καταναλωτή γνώστη του προϊόντος που αγοράζει, όπως και της καταναλωτικής του αξίας. Η ίδια πρόνοια λαμβάνεται και για τα ενδιάμεσα προϊόντα αρτοποιίας (άρθρο 12) και του άρτου που προέρχεται από τα προϊόντα αυτά (άρθρο 13).
• Εισάγεται πλήρης και συστηματική ρύθμιση για τη διάθεση, πώληση και διανομή άρτου (άρθρο 14). Κατά πρώτο εισάγεται ρύθμιση υποχρεωτικής πώλησης άρτου από τα αρτοποιεία και τα πρατήρια άρτου. Στη συνέχεια, προβλέπεται ο τρόπος της διάθεσης άρτου και προϊόντων αρτοποιίας από άλλα καταστήματα, εκτός από τα αρτοποιεία και τα πρατήρια άρτου. Τέλος, προβλέπεται η απαιτούμενη συσκευασία και οι σχετικές αναγραφές, σύμφωνα και με σχετικές διατάξεις της Οδηγίας 2000/13/ΕΚ κατά τη διάθεση κάθε κατηγορίας άρτου και προϊόντων αρτοποιίας. Με τον τρόπο αυτό, ο καταναλωτής μπορεί να αισθάνεται ασφαλής ότι αγοράζει το προϊόν που αυτός πράγματι επιθυμεί και όχι αυτό προς το οποίο, ενδεχομένως, καθοδηγείται με διάφορους τρόπους.
• Θεσπίζονται όλες οι αναγκαίες μεταβατικές διατάξεις και γίνεται, όπως επιβάλλεται, παραπομπή στην Οδηγία 98/34/ΕΚ, σχετικά με τις ρυθμίσεις που αποδίδουν τεχνικό κανόνα κατά την Οδηγία αυτή.
• Τέλος, η «αρτοποιητική» νομοθεσία «εξοπλίζεται» με αυστηρές και αποτελεσματικές κυρώσεις που θα επιβάλλονται σε όποιους παραβιάζουν τις διατάξεις της (άρθρο 18). Συγκεκριμένα, όποιος εκμεταλλεύεται, χωρίς άδεια, αρτοποιείο, πρατήριο άρτου ή εγκατάσταση περάτωσης έψησης, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης. Επίσης, ανεξάρτητα από την επιβολή των ανωτέρω ποινικών κυρώσεων, σε όσους παραβαίνουν απαγορευτικές διατάξεις του νόμου αυτού, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο από 500 ως 50.000 ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της πράξης ή παράλειψης και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στη δημόσια υγεία και τα συμφέροντα των καταναλωτών. Μπορεί, επίσης, να διατάσσεται η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης αρτοποιίας για διάστημα μέχρι έξι (6) μηνών ή και οριστικά, σε περίπτωση υποτροπής. Οι διοικητικές κυρώσεις, που ορίζονται στην παράγραφο αυτή, επιβάλλονται με απόφαση της Αρχής που είναι αρμόδια για την χορήγηση της σχετικής άδειας λειτουργίας.
Σε ό,τι αφορά την εξέταση του θέματος από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το ΥΠΑΝ υπογραμμίζει τα εξής:
Είναι προφανές ότι, απλή αντιπαραβολή των διατάξεων του νομοσχεδίου με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, αναδεικνύει την σπουδαιότητα και την ποιότητα του νομοθετικού εγχειρήματος. Για τη διασφάλιση της ομαλής και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεών του, υποβάλαμε το νομοσχέδιο (κατά τα επιβαλλόμενα από την οδηγία «περί τεχνικών κανονισμών και προτύπων» 98/34ΕΚ) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την οποία είμαστε σε μακρά και γόνιμη διαρκή διαβούλευση, που βρίσκεται στο τέλος της. Η Ελληνική Δημοκρατία, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλει να εναρμονίζει τη δράση της προς τους καθιερωμένους κοινοτικούς κανόνες και να μην εκτίθεται ως παραβάτης τους ούτε να αποδέχεται την επιβολή βαρύτατων κυρώσεων που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό σε βάρος της ικανοποίησης αναγκών των ευαίσθητων και αδύνατων κοινωνικών ομάδων και της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας.
Ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) είχαν κινηθεί, παράλληλα, δύο δικονομικές διαδικασίες, προδικαστικών ερωτημάτων και προσφυγής με αντικείμενο το αυτό νομικό ζήτημα, δηλαδή τη συμβατότητα με το άρθρο 28 της Συνθ.Ε.Κ. των διατάξεων της κείμενης εθνικής νομοθεσίας περί αρτοποιίας (π.δ. της 13ης Σεπτεμβρίου 1934, ν.726/1977, άρθρο 65 του ν.2065/1992 και π.δ. 369/1992). Με βάση την προεκτιθέμενη εθνική νομοθεσία οι ελληνικές Αρχές, αφενός εξομοιώνουν τη διαδικασία της τελικής έψησης και αναθέρμανσης προϊόντων «bake-off» με τη διαδικασία παρασκευής παραδοσιακού άρτου και, αφετέρου, εξαρτούν την πώληση προϊόντων «bake-off» από την τήρηση των όρων που ισχύουν για τη μέθοδο της πλήρους παρασκευής και διάθεσης στο εμπόριο προϊόντων της παραδοσιακής αρτοποιίας. Οι υποθέσεις αυτές, λόγω της συνάφειάς τους έτυχαν, όπως επιβαλλόταν, της συνακρόασης από το ΔΕΚ.
Για το λόγο αυτό, αποφασίστηκε ο καταμερισμός των προς αγόρευση θεμάτων μεταξύ εκπροσώπων – πληρεξούσιων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων, όπως επιβάλλεται από το Δ.Ε.Κ. σε ανάλογες περιπτώσεις. Με τον καταμερισμό αυτόν καλύφθηκαν, στον επιβαλλόμενο βαθμό, με τα ίδια πραγματικά και νομικά δεδομένα, στο σύνολό τους, οι υποθέσεις των παράλληλων διαδικασιών και συνεπώς η συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας με το άρθρο 28 της Συνθ.Ε.Κ. Οι αποφάσεις του Δ.Ε.Κ. με αριθμούς C-82/2005, C-158/2004 και C-159/2004 διέγνωσαν, στην αυτή πραγματική και νομική βάση, το μη συμβατό της περί αρτοποιίας κείμενης εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο, χωρίς, επί του πορίσματος αυτού, να είχε ασκήσει καμία επιρροή η, τυπικής απλώς σημασίας, επίμαχη αναφορά στο ιστορικό της υπ’ αριθμ. C-82/2005 απόφασης του ΔΕΚ.