Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Ο πληθωρισμός βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο των οικονομικών ανησυχιών, κυρίως στην Αμερική και την Ευρώπη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ποσοστό του πληθωρισμού σκαρφάλωσε σε υψηλό όλων των εποχών τον περασμένο Οκτώβριο, πάνω από 6,2% σε ετήσια βάση.
Ένα ποσοστό χωρίς προηγούμενο από τη δεκαετία του 1990. Όταν ξεκινούσε η πανδημία, τον Μάρτιο του 2020, ο πληθωρισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν κάτω από 0,5%. Από τότε αυξήθηκε …11,5 φορές μέσα σε ενάμιση χρόνο.
Η άνοδος του πληθωρισμού επηρεάζει και την Ευρώπη. Στην ευρωζώνη έφτασε στο 4,9% κατά μέσο όρο,μια αύξηση που δεν επιτεύχθηκε ποτέ για περισσότερες από δύο δεκαετίες.
Στη Γερμανία, ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε στο 5,2% τον περασμένο Νοέμβριο, για πρώτη φορά εδώ και 30 χρόνια . Στην Ισπανία αυξήθηκε επίσης στο 5,6% τον Νοέμβριο, καταγράφοντας αρνητικό ρεκόρ από το 1992. Ούτε το Βέλγιο κατάφερε να αποκτήσει «ανοσία», με τον πληθωρισμό να ξεπερνά το 5,6%, ρεκόρ από την κρίση του 2008. Όσο για τη Γαλλία, είδε τον πληθωρισμό της να αυξάνεται κατά 2,8% τον περασμένο μήνα.
Μαθήματα από την ιστορία
Προκύπτουν λοιπόν διάφορα ερωτήματα: Ποιες είναι οι αιτίες; Πόσο θα διαρκέσει αυτή η ανησυχητική άνοδος του πληθωρισμού; Είναι πιθανό να σταματήσει την ανάκαμψη; Τα ερωτήματα αυτά μπορούν να απαντηθούν με βάση την ιστορία: Ο 20ός αιώνας γνώρισε πολλαπλές πληθωριστικές περιόδους, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές, με επίκεντρο φυσικά τις καταστροφικές συνέπειες των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ο πληθωρισμός έφτασε στο 40% στο τέλος του πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Στο τέλος του δεύτερου πλησίαζε το 60% και τιθασεύτηκε μόνο με την αποκατάσταση της ειρήνης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, επίσης οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι γέννησαν το ίδιο φαινόμενο. Ακόμη χειρότερα επλήγη η Γερμανία
Οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις στη δεκαετία του 1970 προκάλεσαν αύξηση του πληθωρισμού τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο διορισμένος το 1979 από τον Πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ επικεφαλής της Fed, Πολ Βόλκερ εφάρμοσε μια νομισματική πολιτική με στόχο τη συγκράτηση του πληθωρισμού στα επίπεδα του 13%, αυξάνοντας τα επιτόκια με αποτέλεσμα να μειωθεί μεν ο πληθωρισμός ,αλλά να αυξηθεί και το έλλειμμα.. Ο πληθωρισμός, αφού σταθεροποιήθηκε γύρω στο 3% το 1983, παρέμεινε κάτω από το 5% για αρκετές δεκαετίες .
Η αντιμετώπιση από ΕΚΤ και Fed
Η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα ανακοίνωσε στις 15 Δεκεμβρίου τρεις βασικές αυξήσεις των επιτοκίων για το 2022. Οι προβλέψεις για τα βασικά επιτόκια των ΗΠΑ θα είναι στο 0,9% στο τέλος του 2022 έναντι μόλις 0,4%. Ο κεντρικός τραπεζίτης, Τζερόμ Πάουελ, θεωρεί ότι ο πληθωρισμός είναι απειλητικός και ως εκ τούτου είναι απαραίτητο να περιοριστεί γρήγορα. Με βάση τις πρόσφατες τριμηνιαίες προβλέψεις, ο χρόνος αυτών των αυξήσεων θα συσχετιστεί με τις αλλαγές στα επίπεδα του ποσοστού ανεργίας. Επιπλέον, η Fed τερματίζει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2022.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΚΤ διατηρεί τα βασικά της επιτόκια τα οποία είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ πιστεύει ότι ο πληθωρισμός είναι προσωρινός και ότι θα επιστρέψει σε επίπεδο κάτω του 2% έως το 2023. Η ΕΚΤ σχεδιάζει επίσης να σταματήσει τα προγράμματα αγοράς ομολόγων PEPP τον Μάρτιο του 2022.
Η αύξηση των τιμών της ενέργειας
Σήμερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τον οργανισμό «Energy Information Administration», οι τιμές των καυσίμων έχουν αυξηθεί σημαντικά, κατά περίπου 35% από την έναρξη της πανδημίας. Αυτό εξηγείται κυρίως από την εξέλιξη των τιμών του αργού πετρελαίου που αυξήθηκαν σημαντικά το 2021. Έτσι, το Brent (σημείο αναφοράς για την Ευρώπη) ξεπέρασε τα 86 δολάρια τον Οκτώβριο, πλησιάζοντας το μέγιστο σε 5 χρόνια.
Το αμερικανικό αργό WTI (σημείο αναφοράς για την Αμερική) έφτασε επίσης το ιστορικό μέγιστο σε διάστημα 5 ετών, σκαρφαλώνοντας πάνω από τα 85 δολάρια, επίσης τον περασμένο Οκτώβριο.
Οι τιμές του φυσικού αερίου είναι επίσης πολύ υψηλές ,λόγω της ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, ειδικά στην Ευρώπη όπου τα αποθέματα είναι χαμηλά. Η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας ενισχύει επίσης τις αυξήσεις των τιμών των ενεργειακών πρώτων υλών. Το φυσικό αέριο και το LNG υπόκεινται ιδιαίτερα σε έντονη ζήτηση από την Ασία. Μια διοικητική και ανεξάρτητη αρχή, η Γαλλική Ρυθμιστική Επιτροπή Ενέργειας επισημαίνει την αδυναμία της Ρωσίας και της Νορβηγίας, των δύο βασικών προμηθευτών φυσικού αερίου στην Ευρώπη, να αυξήσουν τις παραδόσεις τους.
Για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, η εισαγωγή φυσικού αερίου είναι ακόμη πιο ζωτικής σημασίας, καθώς παράγουν ηλεκτρική ενέργεια κυρίως από ορυκτά καύσιμα. Αυτό ισχύει για την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιταλία. Οποιαδήποτε πίεση στις τιμές του φυσικού αερίου μεταφράζεται σε αύξηση των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών, παρά τις όποιες επιδοτήσεις.
Η Γαλλία επίσης, αν και καλύπτει το 70% των αναγκών της σε ενέργεια από τα πυρηνικά εργοστάσια, αντιμετωπίζει τις ίδιες δυσκολίες. Όχι μόνο εισάγει σχεδόν όλο το φυσικό της αέριο, αλλά επηρεάζεται και από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό τιμολόγησης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λε Μερ έχει επανειλημμένα επικρίνει την ευρωπαϊκή νομοθεσία, την οποία περιγράφει ως ξεπερασμένη.
Πώς αντιδρούν οι κυβερνήσεις
Κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντιδρούν με ισχυρά όπλα στην πληθωριστική κρίση. Στην Ισπανία, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ μείωσε το φορολογικό κόστος στα καύσιμα και την ενέργεια για να μειώσει τους λογαριασμούς ρεύματος. Στην Ιταλία, ο πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι διέθεσε 3 δισεκατομμύρια ευρώ για να στηρίξει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις ,ώστε να αντιμετωπίσουν το ενεργειακό κόστος.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν τόνισε την ανάγκη περιορισμού των κερδών των πετρελαϊκών κολοσσών, για να μειωθούν οι τιμές. Επιπλέον, σύμφωνα με την Wall Street Journal , μάλιστα πρόκειται να γίνουν σημαντικές αλλαγές στα «Στρατηγικά Αποθέματα Πετρελαίου», ώστε να διατεθούν στην αγορά δεκάδες εκατομμύρια βαρέλια, που θα αυξήσουν την προσφορά και θα μειώσουν τις τιμές. Η Κίνα, η Ινδία και η Ιαπωνία ανακοίνωσαν επίσης ότι αξιοποιούν τα στρατηγικά τους αποθέματα.
Οι θαλάσσιες μεταφορές
Στην άνοδο των τιμών συμμετέχει και ο ναυτιλιακός κλάδος. Η τιμή μεταφοράς των κοντέινερ τετραπλασιάστηκε από τις αρχές του 2020 έως τα τέλη του 2021. Το «κοντέινερ» νοικιάζεται πλέον κατά μέσο όρο για περισσότερα από 9.200 δολάρια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι παγκόσμιοι ηγέτες στο θαλάσσιο εμπόριο ενισχύουν τους στόλους τους.
Η Δανέζικη εταιρία AP Moeller-Maersk, για παράδειγμα, εξαγόρασε τον Νοέμβριο του 2021 τη γερμανική Senator International, για περισσότερα από 644 εκατομμύρια δολάρια. Ο γαλλικός κολοσσός CMA CGM, νούμερο τρία στον κόσμο στις θαλάσσιες μεταφορές, ενισχύει επίσης τον στόλο του με περισσότερα από 800.000 εμπορευματοκιβώτια.
Όπως είναι φυσικό, αυτές οι πιέσεις στις τιμές του θαλάσσιου εμπορίου μεταφράζονται σε σημαντική αύξηση των τιμών των μεταφερόμενων προϊόντων. Ως εκ τούτου, ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας επηρεάζεται ιδιαίτερα, καθώς οι τιμές του μαλλιού και του βαμβακιού, για παράδειγμα, αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 40% σε διάστημα ενός έτους.
Αυτός ο «θαλάσσιος πληθωρισμός» εξηγείται κυρίως από δύο παράγοντες: Η πρώτη προέρχεται από την απότομη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας μετά από ένα χαοτικό 2020-μια περίοδο κατά την οποία η κινεζική οικονομία, πρωτοπόρος στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, παρέλυσε προσωρινά λόγω των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία. Όμως, τον περασμένο Οκτώβριο, λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου στόλου βρισκόταν σε αδράνεια. Η οικονομική ανάκαμψη ήταν σημαντική, δημιουργώντας μια συστημική ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
Η έλλειψη εμπορευματοκιβωτίων, όπως αναφέρθηκε, ήταν ο δεύτερος παράγοντας και εξηγείται από την υπερβολική ζήτηση.
Πληθωρισμός και εμβολιασμοί
Η ανισότητα στην κατανομή των εμβολίων σε όλο τον κόσμο έπαιξε επίσης ρόλο στην αύξηση του πληθωρισμού. Από τον Αύγουστο του 2021, το 80% των τεσσάρων δισεκατομμυρίων δόσεων είχαν χρησιμοποιηθεί μόνο από χώρες υψηλού και μεσαίου εισοδήματος. Στην Αφρική ως τον Οκτώβριο ,μόνο σε 15 από τις 54 χώρες, είχε εμβολιαστεί πάνω από το 10% του πληθυσμού.
Η ανισότητα στον εμβολιασμό επιβραδύνει επίσης την παγκόσμια παραγωγή, ενόψει της αυξανόμενης ζήτησης σε πολλούς τομείς, συμβάλλοντας έμμεσα στον πληθωρισμό, όπως λέει η Λοράνς Μπουν, επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ. «Για να μειωθεί ο πληθωρισμός πρέπει να αυξηθούν οι εμβολιασμοί σε όλον τον πλανήτη», λέει η Γαλλίδα οικονομολόγος και προσθέτει: «ο γρηγορότερος και αποτελεσματικότερος εμβολιασμός» σε όλο τον κόσμο είναι πλέον κρίσιμος για να διασφαλιστεί η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.