ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ μείωση και με τον ταχύτερο ρυθμό σε χρονικό διάστημα 16 μηνών, σημείωσαν τον Δεκέμβριο οι μισθοί στην Ιαπωνία, καθώς οι εταιρείες περιόρισαν τα μπόνους του χειμώνα, σηματοδοτώντας τον περιορισμό των καταναλωτικών δαπανών, που ενδέχεται να αποτρέψει την Κεντρική Τράπεζα της χώρας, να αυξήσει τα βασικά επιτόκια δανεισμού.
Οι μηνιαίοι μισθοί, συμπεριλαμβανομένης της υπερεργασίας και των μπόνους, υποχώρησαν 0,6% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση το υπουργείο Εργασίας, σήμερα στο Τόκυο. Οι εργαζόμενοι έφεραν στα σπίτι τους επιπλέον 5.500 γιέν (45 δολ.) στο σύνολο του 2006, αρκετά για την αγορά ενός κιβωτίου με μπύρες.
Ο διοικητής της Bank of Japan, Toshihiko Fukui και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, διατήρησαν αυτόν τον μήνα αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια δανεισμού στο 0,25%, τα περισσότερα εκ των οποίων αναφέρθηκαν στην ανάγκη περαιτέρω εξέτασης των τιμών και των καταναλωτικών δαπανών. Με τους μισθούς να μειώνονται, ενδέχεται να καθυστερήσει η ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας, μετά από επτά και πλέον χρόνια αντιπληθωρισμού.
Κατά μέσον όρο έξι οικονομικοί αναλυτές που ρωτήθηκαν από το Bloomberg News, εκτιμούσαν ότι οι μισθοί θα αυξάνοντο 0,5%. Κανείς δεν προέβλεψε τη σημερινή μείωσή τους, την ταχύτερη από την υποχώρηση των μισθών κατά 1,1% τον Αύγουστο του 2005.
Το γιέν διαπραγματεύθηκε στα 121,56 έναντι του δολαρίου των ΗΠΑ στις 12:29 μ.μ. στο Τόκυο, τοπική ώρα, έναντι 121,55 γιέν, πριν από την ανακοίνωση των στοιχείων.
Πέρυσι οι μισθοί αυξήθηκαν μόλις 0,2%, μετά την υποχώρησή τους κατά περίπου 10% από το 1997 έως και το 2005, σύμφωνα με τα σημερινά στοιχεία του υπουργείου Εργασίας της χώρας.
Κατά μέσον όρο οι μισθοί υποχώρησαν στα 610.820 γιέν (5.020 δολ.) τον Δεκέμβριο και τα μπόνους στο τέλος του έτους μειώθηκαν 0,5%. Οι περισσότερες εταιρείες στην Ιαπωνία καταβάλλουν δύο φορές τον χρόνο μπόνους, που μαζί φθάνουν το ύψος περίπου δύο μηνιαίων μισθών.
Οι δαπάνες των νοικοκυριών μειώθηκαν κάθε μήνα του 2006, σύμφωνα με χθεσινή ανακοίνωση της Στατιστικής Υπηρεσίας της χώρας. Η προσωπική κατανάλωση, που αποτελεί πλέον του ημίσεως της δεύτερης σε μέγεθος οικονομίας του κόσμου, σημείωσε τη μεγαλύτερη υποχώρησε σε χρονικό διάστημα περίπου 10 ετών το τρίτο τρίμηνο. Αυτό περιόρισε την οικονομική ανάπτυξη, ανάγκασε την κυβέρνηση σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών της και την Κεντρική Τράπεζα να διατηρήσει αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια δανεισμού τις δύο τελευταίες συνεδριάσεις της.