TτΕ: Στο 4% ο ρυθμός ανάπτυξης το 2007

Τρίτη, 13 Φεβρουαρίου 2007 14:29

Υποβλήθηκε σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2006-2007 σύμφωνα με τη σχετική πρόβλεψη του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος.

Την Έκθεση παρέδωσε στην Πρόεδρο της Βουλής κυρία ¶ννα Μπενάκη-Ψαρούδα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νικόλαος X. Γκαργκάνας.

Στην ελληνική οικονομία, ο ρυθμός ανάπτυξης το τρέχον έτος αναμένεται ότι θα παραμείνει περίπου στο υψηλό επίπεδο του 2006, γύρω στο 4%: θα είναι επομένως ανάλογος με το μέσο ετήσιο ρυθμό της τελευταίας δεκαετίας (4,1%) και θα υπερβεί και πάλι αισθητά το ρυθμό ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ. Η προβλεπόμενη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης περίπου με τον ίδιο ρυθμό όπως το 2006 θα εξακολουθήσει να είναι ο κύριος προωθητικός παράγοντας της εγχώριας ζήτησης και θα υποστηριχθεί από την προβλεπόμενη άνοδο των πραγματικών αποδοχών και της απασχόλησης, την αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών, καθώς και τη σωρευτική άνοδο της αγοραίας αξίας των περιουσιακών στοιχείων τους (κυρίως των κατοικιών) τα τελευταία έτη. Παρά την αναμενόμενη σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των επενδύσεων σε κατοικίες, ο ρυθμός αύξησης των συνολικών επενδύσεων θα διατηρηθεί υψηλός, κυρίως λόγω της προβλεπόμενης ανόδου των επιχειρηματικών επενδύσεων, η οποία αντανακλά τη βελτιωμένη χρηματοοικονομική κατάσταση των περισσότερων επιχειρήσεων και τις πιστωτικές συνθήκες που εξακολουθούν να είναι ευνοϊκές.

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή προβλέπεται να επιβραδυνθεί στο 2,8% το 2007, από 3,3% το 2006, κυρίως λόγω της προβλεπόμενης μείωσης της τιμής του αργού πετρελαίου. Αντίθετα, ο πυρήνας του πληθωρισμού (που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής) αναμένεται να επιταχυνθεί από 2,9% το 2006 στο 3,3% το 2007, δηλαδή κοντά στο μέσο επίπεδο της εξαετίας 2001-2006 (3,4%). Η προβλεπόμενη αύξηση του πυρήνα του πληθωρισμού αντανακλά την επίδραση την οποία ασκεί με χρονική υστέρηση στο γενικό επίπεδο τιμών η μεγάλη αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου και άλλων εμπορευμάτων στις διεθνείς αγορές μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2006. Η επίδραση αυτή αναμένεται να εξασθενήσει κάπως στη διάρκεια του έτους, καθώς προβλέπεται ότι θα επιβραδυνθεί ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ενώ θα παραμείνουν ουσιαστικά αμετάβλητες οι συνθήκες της συνολικής ζήτησης. Πάντως, εκτιμάται ότι η σημαντική αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ από το Δεκέμβριο του 2005 έως σήμερα και η ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική θα συμβάλουν σε συγκράτηση του πληθωρισμού. Βεβαίως, ως συνήθως, η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό εμπεριέχει αβεβαιότητα, στο βαθμό που εξαρτάται από την ακρίβεια των υποθέσεων για τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και των άλλων πρώτων υλών, τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ και τις τιμές των νωπών οπωροκηπευτικών.

Η συμβολή της μεταβολής του πραγματικού εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών στο ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα παραμείνει αρνητική το 2007. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τελικά διαμορφώθηκε στο 12,1% του ΑΕΠ το 2006, έναντι 7,9% του ΑΕΠ το 2005. Η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά 9 δισεκ. ευρώ το 2006 οφείλεται κατά 27% στην άνοδο των καθαρών πληρωμών για αγορές πλοίων, κατά 24% στην αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου καυσίμων και κατά 16% στην άνοδο των καθαρών πληρωμών τόκων. [Τα στοιχεία αυτά, τα οποία δεν ήταν διαθέσιμα όταν εκτυπωνόταν η Έκθεση, θα δημοσιευθούν αναλυτικά στις 21 Φεβρουαρίου.] Το 2007 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει εξαιρετικά υψηλό και να διαμορφωθεί γύρω στο 11,5% του ΑΕΠ το 2007 (ή 10% του ΑΕΠ αν συμπεριληφθούν οι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις, δηλαδή κυρίως οι εισροές πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ).

Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας από τα Νομισματικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ, δηλαδή τράπεζες και αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων) που λειτουργούν στην Ελλάδα επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια του 2006 (δ΄ τρίμηνο 2006: 15,3%, δ΄ τρίμηνο 2005: 14,0%). Ειδικότερα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της συνολικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων (δάνεια, ομόλογα και τιτλοποιήσεις) επιταχύνθηκε σημαντικά στο 16,8% το δ΄ τρίμηνο του 2006, από 12,7% το δ΄ τρίμηνο του 2005. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν οι συνεχιζόμενες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων. Εξάλλου, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης των νοικοκυριών (συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιημένων δανείων) επιβραδύνθηκε, αλλά παρέμεινε υψηλός (δ΄ τρίμηνο 2006: 26,7%, δ΄ τρίμηνο 2005: 30,6%). Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν τόσο τα στεγαστικά όσο και τα καταναλωτικά δάνεια. Έτσι, οι συνολικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών έναντι των ΝΧΙ (συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιημένων δανείων) αυξήθηκαν στο τέλος του 2006 σε 44,0% του ΑΕΠ, από 38,0% το Δεκέμβριο του 2005. Αν δεν ληφθούν υπόψη τα δάνεια που έχουν τιτλοποιηθεί, το εν λόγω ποσοστό διαμορφώνεται στο τέλος του 2006 σε 41,1% για την Ελλάδα και 54,3% για τη ζώνη του ευρώ.

H σταδιακή αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ επηρέασε την εξέλιξη των τραπεζικών επιτοκίων καταθέσεων και δανείων στην Ελλάδα. Καθώς όμως για τις περισσότερες κατηγορίες καταθέσεων και δανείων τα επιτόκια αυξήθηκαν στην Ελλάδα λιγότερο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, η θετική διαφορά μεταξύ των επιτοκίων της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ μειώθηκε στη διάρκεια του 2006. Πλήρης σύγκλιση των ελληνικών επιτοκίων προς τα αντίστοιχα της ζώνης του ευρώ έχει επιτευχθεί στις σπουδαιότερες κατηγορίες στεγαστικών δανείων: στην κατηγορία μάλιστα των στεγαστικών δανείων με επιτόκιο σταθερό για περίοδο άνω του ενός και έως πέντε έτη τα ελληνικά επιτόκια ήταν χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της ζώνης του ευρώ το Δεκέμβριο.

Ο εντεινόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών στην Ελλάδα αλλά και ο αυξανόμενος βαθμός ενσωμάτωσης της ελληνικής αγοράς στις χρηματοπιστωτικές αγορές της ζώνης του ευρώ συνέβαλαν στη μείωση των διαφορών των επιτοκίων μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, σε ορισμένες κατηγορίες δανείων παρατηρούνται μεγάλες διαφορές. Οι διαφορές αυτές συνδέονται, μεταξύ άλλων, με το υψηλότερο λειτουργικό κόστος των ελληνικών τραπεζών, το σχετικά μεγάλο αριθμό μικρών καταθετών και δανειοληπτών που συμβάλλει ώστε να διατηρείται υψηλό το λειτουργικό κόστος των τραπεζών, το μικρότερο βαθμό ωρίμανσης ορισμένων αγορών δανείων στην Ελλάδα (σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στη ζώνη του ευρώ), το υψηλότερο κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών στη διατραπεζική αγορά (κυρίως λόγω μεγέθους), το μεγαλύτερο σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ ποσοστό των καθυστερήσεων επί του συνολικού ποσού των δανείων (και επομένως το αντίστοιχα υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου που ενσωματώνεται στα συναφή επιτόκια), καθώς και το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που απαιτείται στην Ελλάδα μέχρι την εκποίηση των ασφαλειών. Πάντως εκτιμάται ότι η σύγκλιση των επιτοκίων στην Ελλάδα προς τα αντίστοιχα επιτόκια της ζώνης του ευρώ θα συνεχιστεί καθώς προχωρεί η ωρίμανση των αγορών και ισχυροποιείται ο ανταγωνισμός.

Επισημαίνεται επίσης ότι στην Ελλάδα η διαφορά μεταξύ του μέσου σταθμικού επιτοκίου του συνόλου των νέων τραπεζικών δανείων και του αντίστοιχου επιτοκίου των νέων τραπεζικών καταθέσεων, δηλαδή το περιθώριο επιτοκίου, έχει μειωθεί συνολικά κατά 367 μονάδες βάσης από το Δεκέμβριο του 1998 (ήδη πριν από την ένταξη στη ζώνη του ευρώ) έως το Δεκέμβριο του 2006. Όμως το περιθώριο επιτοκίου παραμένει μεγαλύτερο στην Ελλάδα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ (Νοέμβριος 2006: Ελλάδα: 4,66 εκατοστιαίες μονάδες, ζώνη ευρώ: 2,90 εκατοστιαίες μονάδες), εν μέρει επειδή επηρεάζεται από τη διαφορετική σύνθεση τόσο των καταθέσεων όσο και των δανείων στην Ελλάδα σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ. Υπολογίζεται ότι, αν η σύνθεση των καταθέσεων και των δανείων ήταν ίδια με αυτή της ζώνης του ευρώ, το περιθώριο του επιτοκίου στην Ελλάδα θα περιοριζόταν το Νοέμβριο του 2006 σε 3,79 εκατοστιαίες μονάδες και η διαφορά του από αυτό της ζώνης του ευρώ θα μειωνόταν κατά το ήμισυ περίπου.

Σύμφωνα με την Έκθεση, το ελληνικό πιστωτικό σύστημα εμφανίζει υψηλό βαθμό σταθερότητας, καθώς η αποδοτικότητα, η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητά του παραμένουν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Ο πιστωτικός κίνδυνος των τραπεζών δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά σε σύγκριση με το τέλος του 2005, ενώ μικρή αύξηση εμφάνισε ο κίνδυνος αγοράς. Όμως η ταχεία πιστωτική επέκταση και η διατήρηση σε υψηλό επίπεδο του λόγου των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων αποτελούν παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο. Η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει συνεχώς τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής για να διασφαλίσει τη σταθερότητα του πιστωτικού συστήματος. Ειδικότερα, η Τράπεζα της Ελλάδος θέσπισε προληπτικά μέτρα για τον περιορισμό του δανεισμού σε νοικοκυριά με υψηλή δανειακή επιβάρυνση και συνέστησε στις τράπεζες να βελτιώσουν την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου τους, με τη διενέργεια διαγραφών και αυξημένων προβλέψεων, αλλά και με την αξιοποίηση της υψηλής τους κερδοφορίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ζητήσει από τις τράπεζες να αξιοποιήσουν την υψηλή κερδοφορία τους για την ενίσχυση των αποθεματικών και της κεφαλαιακής βάσης τους, ώστε να περιορίσουν τις συνέπειες από ενδεχόμενες δυσμενείς εξελίξεις στο ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται αλλά και από την εφαρμογή των κανόνων του νέου πλαισίου εποπτείας ("Βασιλεία ΙΙ"). Τέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει αναπτύξει στενή συνεργασία με τις εποπτικές αρχές των χωρών όπου οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημαντική παρουσία και παρακολουθεί παράλληλα τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων που εφαρμόζουν οι ελληνικές τράπεζες στις χώρες αυτές.

«Σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες»

Όπως αναφέρεται στο τελευταίο κεφάλαιο της Έκθεσης, η ελληνική οικονομία, παρά την επίτευξη εντυπωσιακά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης την τελευταία δεκαετία, εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες, συμπτώματα των οποίων είναι η απόκλιση του πληθωρισμού από το μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ και τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Λόγω της απόκλισης του πληθωρισμού, η απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας που σημειώθηκε την τελευταία εξαετία θα συνεχιστεί και το 2007. Αλλά και όσον αφορά τις πιο μακροχρόνιες προοπτικές, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Παρά την σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος το 2005 και το 2006, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές δημοσιονομικές ανισορροπίες. Το δημόσιο χρέος παραμένει εξαιρετικά υψηλό και η δημοσιονομική θέση αναμένεται να επιβαρυνθεί μακροπρόθεσμα από τις προβλεπόμενες δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις. Επίσης, οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης και της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργούν ευκαιρίες αλλά αποτελούν και σοβαρές προκλήσεις για την Ελλάδα.

Ειδικότερα, αν και η συμμετοχή της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ διασφαλίζει μακροχρόνια συνθήκες νομισματικής σταθερότητας, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι σχετικά υψηλός. Η διαφορά του πληθωρισμού τα έξι τελευταία χρόνια και εφέτος από τον πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο αντανακλά κατά κύριο λόγο την ακόμη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ ως προς την μέση ετήσια άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, καθώς η συμπεριφορά των κοινωνικών εταίρων στην Ελλάδα -- σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις άλλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ -- δεν προσαρμόστηκε στο νέο οικονομικό περιβάλλον σταθερότητας τιμών που συνεπάγεται η υιοθέτηση του ευρώ. Η διαφορά του πληθωρισμού αντανακλά επίσης το γεγονός ότι στην Ελλάδα πολλές αγορές προϊόντων εξακολουθούν να μη λειτουργούν ανταγωνιστικά, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι επιχειρήσεις σε ορισμένους κλάδους ακολουθούν εναρμονισμένες πρακτικές στον καθορισμό των τιμών. Η διαφορά πληθωρισμού οδηγεί σε μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές. Όπως υπολογίζεται, η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (έναντι των 28 κυριότερων εμπορικών εταίρων της χώρας) με βάση τις τιμές καταναλωτή (δηλαδή οι σχετικές τιμές καταναλωτή εκφρασμένες σε κοινό νόμισμα) αυξήθηκε συνολικά μεταξύ του 2000 και του 2006 κατά 13,5%, ενώ το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη μεταποίηση, εκφρασμένο σε κοινό νόμισμα, αυξήθηκε συνολικά κατά 34%.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών έχει διευρυνθεί τα τελευταία έτη σε εξαιρετικώς υψηλά επίπεδα (ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ), εξέλιξη που αντανακλά κυρίως τη σημαντική υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης έναντι των εγχώριων επενδύσεων, σε συνδυασμό με τη συνεχώς επιδεινούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ως προς τις τιμές καθώς και το χαμηλό επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.

Το ποσοστό ανεργίας, αν και μειώθηκε το 2006, παραμένει υψηλό. Επίσης, η αύξηση της απασχόλησης, παρά τη σχετική βελτίωση που καταγράφηκε πέρυσι, ήταν τα τελευταία χρόνια αναντίστοιχη με τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι το πρόβλημα συνδέεται με τις διαρθρωτικές αδυναμίες των αγορών εργασίας και προϊόντων, καθώς και με αδυναμίες του εκπαιδευτικού και του φορολογικού συστήματος της χώρας.

Γενικότερα, η εγχώρια ζήτηση και μάλιστα η κατανάλωση, στις οποίες έχει βασιστεί η οικονομική άνοδος των τελευταίων ετών, δεν είναι δυνατόν να στηρίξουν ένα μακροχρόνια διατηρήσιμο πρότυπο ανάπτυξης. Τα μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών -- στο βαθμό που αντικατοπτρίζουν τα υψηλά επίπεδα της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων σε κατοικίες ή την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ως προς τις τιμές -- οδηγούν σε αύξηση του εξωτερικού χρέους χωρίς παράλληλη ενίσχυση του παραγωγικού και εξαγωγικού δυναμικού και συνεπώς χωρίς βελτίωση της ικανότητας της οικονομίας να εξυπηρετεί το χρέος της. Στην περίπτωση αυτή ένα αυξανόμενο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος θα απορροφάται από την πληρωμή τόκων επί του εξωτερικού χρέους, με δυσμενείς συνέπειες για τις επενδύσεις, τις αναπτυξιακές προοπτικές και επομένως το βιοτικό επίπεδο. Εξάλλου, καθώς η άνοδος της εγχώριας ζήτησης θα τείνει να επιβραδυνθεί, θα ανακύψει ανάγκη για εναλλακτικές, πιο μόνιμες, πηγές ανάπτυξης. Οι υψηλοί ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης που στηρίζουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις σε κατοικίες θα μειωθούν αναπόφευκτα, καθώς ο συνολικός δανεισμός των νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ (ο οποίος είναι ακόμη σημαντικά χαμηλότερος από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ) θα τείνει να σταθεροποιηθεί.

Επίσης, η σημερινή παραγωγική βάση της οικονομίας δεν είναι επαρκώς ευρεία ώστε να δημιουργεί σημαντικό αριθμό νέων θέσεων εργασίας, δεδομένου ότι ο γεωργικός τομέας έχει συρρικνωθεί, ο μεταποιητικός τομέας χαρακτηρίζεται από σχετική στασιμότητα (αν ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του λόγου της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης προς το συνολικό ΑΕΠ), ενώ στον τομέα των υπηρεσιών εμφανίζουν δυναμισμό μόνο ορισμένοι κλάδοι. Ακόμη, το υψηλό δημόσιο χρέος μειώνεται με πολύ βραδύ ρυθμό ως ποσοστό του ΑΕΠ, γεγονός που λειτουργεί ως περιοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη. Τέλος, οι εισοδηματικές διαφορές μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων και γεωγραφικών περιοχών δεν έχουν μεταβληθεί ουσιαστικά την τελευταία δεκαετία.

Οι συνθήκες αυτές απαιτούν πρωταρχικά τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής, τη συμβολή των κοινωνικών εταίρων στην επίτευξη της σταθερότητας των τιμών, καθώς και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε ευρύ φάσμα τομέων της οικονομίας προκειμένου να διαφυλαχθούν η μακροοικονομική σταθερότητα και οι αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.

Ειδικότερα, η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να συνεχιστεί επί σειρά ετών, προκειμένου να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα δημοσιονομικό πλεόνασμα και σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους. Η δημοσιονομική προσπάθεια που απαιτείται για τη μείωση του δημόσιου χρέους είναι ακόμη μεγαλύτερη από ό,τι υποδηλώνει το τωρινό επίπεδο του χρέους. Πράγματι, αν ληφθεί υπόψη η αναμενόμενη, μακροπρόθεσμα, αύξηση των δημόσιων δαπανών για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη ως ποσοστού του ΑΕΠ λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, θα απαιτηθεί μόνιμη περαιτέρω βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων σημαντικά υψηλότερων από ό,τι τώρα προβλέπεται. Η περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση θα πρέπει να στηριχθεί στην ιεράρχηση και τον αυστηρό έλεγχο των τρεχουσών δαπανών, στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, και στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής. Έτσι θα καταστεί δυνατό αφενός να υπάρξει περαιτέρω ελάφρυνση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από τους υψηλούς συντελεστές φορολογίας και τις υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και αφετέρου να πραγματοποιηθούν επαρκείς δημόσιες επενδύσεις για την αναβάθμιση των υποδομών και να διασφαλιστεί η κοινωνική προστασία των ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού. Βεβαίως, η έγκαιρη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και του συστήματος υγείας είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου οι δημοσιονομικές πιέσεις που θα προέλθουν από τη γήρανση του πληθυσμού να αντιμετωπιστούν με τρόπο που να είναι κοινωνικά δίκαιος και να μην επηρεάζει δυσμενώς τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.

Είναι επίσης προφανής η ανάγκη για συγκράτηση της ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αφενός με τη διαμόρφωση μισθολογικών αυξήσεων που θα είναι συνεπείς με τη σταθερότητα των τιμών και αφετέρου με βελτίωση της παραγωγικότητας, εν μέρει μέσω της διόρθωσης των διαρθρωτικών δυσκαμψιών της αγοράς εργασίας και των αγορών προϊόντων. Ταυτόχρονα, είναι αναγκαία η ενίσχυση του ανταγωνισμού, ώστε η εξέλιξη των τιμών να είναι συμβατή με την εξέλιξη του κόστους παραγωγής και με τη διαμόρφωση των περιθωρίων κέρδους σε επίπεδα που δεν υπονομεύουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη σταθερότητα των τιμών. Προκειμένου να συντελέσουν στη μείωση του πληθωρισμού, οι επιχειρήσεις πρέπει, κατά τη διαμόρφωση της τιμολογιακής τους πολιτικής, να λάβουν υπόψη τη μείωση της τιμής του πετρελαίου και την αναμενόμενη επιβράδυνση της ανόδου των διεθνών τιμών των άλλων πρώτων υλών, καθώς και το γεγονός ότι ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλός διεθνώς. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, απαιτείται, καταρχήν, συγκράτηση της ανόδου του κόστους εργασίας. Πάντως οι αναπόφευκτες αυξήσεις του κόστους πρέπει να αντανακλώνται στην αύξηση των τιμολογίων, ώστε να μη σωρεύονται ελλείμματα και να μη δημιουργούνται αντικίνητρα για επενδύσεις. Όπως ενδεικτικά αναφέρεται στο τέταρτο κεφάλαιο της Έκθεσης, κατά την περίοδο 2001-2005 σε έξι σημαντικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας η μέση ετήσια αύξηση των τιμολογίων ήταν χαμηλότερη από τη μέση ετήσια άνοδο του κόστους παραγωγής των υπηρεσιών που παρέχουν.

Τέλος, προκειμένου να μετασχηματιστεί η ελληνική οικονομία, ώστε η μελλοντική ανάπτυξή της να στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές και τις επιχειρηματικές επενδύσεις, πρέπει να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά οι σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες στις αγορές εργασίας και προϊόντων καθώς και στο επιχειρηματικό περιβάλλον και τη δημόσια διοίκηση (όπου πρέπει να περιοριστεί ουσιαστικά η γραφειοκρατία). Οι αδυναμίες αυτές, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε διάφορους τομείς, εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία. Ειδικότερα για να καταστεί δυνατό να αυξηθεί σημαντικά η απασχόληση, να μειωθεί το ποσοστό ανεργίας και να περιοριστεί η ανισοκατανομή του εισοδήματος μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων και γεωγραφικών περιφερειών, έχει ιδιαίτερη σημασία να αναδιαρθρωθεί το εκπαιδευτικό σύστημα σε όλα τα επίπεδα. Στόχος της αναδιάρθρωσης αυτής θα πρέπει να είναι, μεταξύ άλλων, να παρέχει το εκπαιδευτικό σύστημα στους εκπαιδευομένους τα απαιτούμενα προσόντα και γνώσεις που θα τους επιτρέπουν να παρακολουθούν τις εξελίξεις της τεχνολογίας, να καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας σε αναπτυσσόμενους παραγωγικούς κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας και να βελτιώνουν έτσι τις εισοδηματικές τους προοπτικές.

Η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας παρέμεινε γενικά ευνοϊκή το 2006. Ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 5% περίπου και υπερέβη σημαντικά, για τρίτο συνεχές έτος, το μέσο όρο των τελευταίων δεκαετιών. Ο πληθωρισμός στις προηγμένες οικονομίες αυξήθηκε σε 2,6% το 2006, από 2,3% το 2005, κυρίως λόγω της δυσμενούς εξέλιξης των τιμών στις διεθνείς αγορές των βασικών εμπορευμάτων, παρά τη σημαντική υποχώρηση της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου τους τελευταίους μήνες του έτους, Πάντως, λόγω και της ευνοϊκής επίδρασης που ασκούν η ολοένα αυξανόμενη διεθνοποίηση της παραγωγής και του διεθνούς ανταγωνισμού, τελικά ο πληθωρισμός διεθνώς παραμένει χαμηλός. Οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία είναι ευνοϊκές και για το 2007. Ωστόσο υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες, που σχετίζονται κυρίως με το ενδεχόμενο απότομης διόρθωσης των διεθνών ανισορροπιών, με την πιθανότητα νέου γύρου αυξήσεων στις διεθνείς τιμές των βασικών εμπορευμάτων, καθώς και με τυχόν υιοθέτηση προστατευτικών εμπορικών μέτρων.

Στη ζώνη του ευρώ το ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 2,6% το 2006, δηλαδή με τον υψηλότερο ρυθμό από το 2000, ενώ ο πληθωρισμός τελικά διαμορφώθηκε στο 2,2%. Ο πυρήνας του πληθωρισμού (δηλαδή ο πληθωρισμός χωρίς τις τιμές της ενέργειας και των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής) διαμορφώθηκε στο 1,5% το 2006. Το 2007 ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ θα κυμανθεί μεταξύ 1,7% και 2,7% σύμφωνα με τις προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος. Ανάλογες είναι και οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ: 2,1% και 2,2% αντίστοιχα. Ο πληθωρισμός αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 1,5% και 2,5% το 2007, σύμφωνα με τις προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος. Τον Ιανουάριο του 2007 ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), διαμορφώθηκε σε 1,9%, σύμφωνα με προσωρινές εκτιμήσεις της Eurostat. Εξάλλου, όπως εκτίμησε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ κατά την τελευταία του συνεδρίαση στις 8 Φεβρουαρίου, ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ θα υποχωρήσει την άνοιξη και το θέρος (λόγω της μείωσης της τιμής του πετρελαίου σε σύγκριση με τα αντίστοιχα υψηλά περυσινά επίπεδα), αλλά θα αυξηθεί και πάλι τους τελευταίους μήνες του 2007.

Η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ άλλαξε από τα τέλη του 2005. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αύξησε τα βασικά επιτόκια έξι φορές από το Δεκέμβριο του 2005 έως το τέλος του 2006, κατά 150 μονάδες βάσης συνολικά, ενώ έχει τονίσει ότι θα συνεχίσει να παρακολουθεί πολύ προσεκτικά τις οικονομικές και τις νομισματικές εξελίξεις και θα ενεργεί έγκαιρα και αποφασιστικά, προκειμένου να αποτραπούν οι κίνδυνοι αύξησης του πληθωρισμού και να διασφαλιστεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα. Μάλιστα στις 8 Φεβρουαρίου το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έκρινε ότι για το σκοπό αυτό απαιτείται έντονη επαγρύπνηση. Οι κίνδυνοι αύξησης του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ συνδέονται με ενδεχόμενη μεγαλύτερη μετακύλιση των προηγούμενων αυξήσεων της τιμής του πετρελαίου στις τιμές καταναλωτή και με τυχόν πρόσθετες αυξήσεις των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών ή της έμμεσης φορολογίας, ενώ δεν πρέπει να αποκλείεται νέα άνοδος της τιμής του πετρελαίου. Το κυριότερο όμως είναι ότι, λόγω της αύξησης της απασχόλησης και γενικότερα του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στη ζώνη του ευρώ, ενδέχεται οι αυξήσεις των μισθών να είναι μεγαλύτερες από ό,τι σήμερα αναμένεται. Επίσης, κίνδυνοι δημιουργούνται από τη διατήρηση υψηλών ρυθμών αύξησης της ποσότητας χρήματος Μ3 και των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχει ήδη υπερβάλλουσα ρευστότητα. Η αποφασιστική και έγκαιρη παρέμβαση της ΕΚΤ για τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα έχει ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να συγκρατηθούν οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πληθωριστικές προσδοκίες σε επίπεδο συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών (δηλαδή πληθωρισμό κάτω αλλά πλησίον του 2%). Με τον τρόπο αυτό, η ενιαία νομισματική πολιτική θα συνεχίσει να συμβάλλει στη στήριξη διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στη ζώνη του ευρώ.



Προτεινόμενα για εσάς


Σχετικά σύμβολα

  • ΕΛΛ



Σχολιασμένα