Ολο το προσχέδιο νόμου περί προστασίας καταναλωτή (3)

Παρασκευή, 23 Φεβρουαρίου 2007 19:43

¶ρθρο 17 Περιπτώσεις επιθετικών εμπορικών πρακτικών

Απαγορεύονται ως επιθετικές εμπορικές πρακτικές οι συνιστάμενες ιδίως σε

1. Δημιουργία της εντύπωσης ότι ο καταναλωτής δεν μπορεί να εγκαταλείψει το χώρο έως ότου συναφθεί η σύμβαση.

2. Προσωπικές επισκέψεις στο σπίτι του καταναλωτή κατά τις οποίες αγνοείται το αίτημα του καταναλωτή για αποχώρηση ή μη επάνοδο, εκτός από περιστάσεις και στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται για να επιβληθεί η εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης.

3. Συνεχή και ανεπιθύμητη άγρα πελατών σε δημόσιους χώρους, μέσω τηλεφώνου, φαξ ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλων μέσων εξ αποστάσεως, εκτός από περιστάσεις και στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται για να επιβληθεί εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης με την επιφύλαξη του της παρ 6 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου και του νόμου 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α’/10.4.1997) για την «προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» και του νόμου 3471/2006 (ΦΕΚ 133 Α’/28.6.2006) για την «προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τροποποίηση του ν. 2472/1997», όπως ισχύουν.

4. Απαίτηση από τον καταναλωτή που επιθυμεί να προβάλλει απαίτηση δυνάμει ασφαλιστήριου συμβολαίου να προσκομίσει έγγραφα που δεν θα μπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν συναφή για την απόδειξη της αξίωσης ή συστηματική αποφυγή απάντησης στη σχετική αλληλογραφία, έτσι ώστε να αποθαρρυνθεί ο καταναλωτής από την άσκηση των συμβατικών του δικαιωμάτων.

5. Ένταξη σε διαφήμιση άμεσης πιεστικής πρόσκλησης προς τα παιδιά να αγοράσουν ή να πείσουν τους γονείς τους ή άλλα ενήλικα άτομα να τους αγοράσουν διαφημιζόμενα προϊόντα, με την επιφύλαξη του άρθρου 7 του Π.Δ. 100/2000 (ΦΕΚ 98/Α’/17.3.00) σχετικά με την «εναρμόνιση της ελληνικής ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας στις διατάξεις της οδηγίας 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30.6.1997 με την οποία τροποποιήθηκαν οι διατάξεις της Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παροχή τηλεοπτικών υπηρεσιών», όπως ισχύει.

6. Απαίτηση άμεσης ή μεταγενέστερης πληρωμής ή επιστροφής ή φύλαξης για προϊόντα που έχει προμηθεύσει ο προμηθευτής αλλά δεν έχουν παραγγελθεί από τον καταναλωτή, εκτός αν το προϊόν αποτελεί υποκατάστατο που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του παρόντος νόμου.

7. Ρητή ενημέρωση του καταναλωτή ότι αν δεν αγοράσει το προϊόν ή την υπηρεσία τίθεται σε κίνδυνο το επάγγελμα ή η ζωή του προμηθευτή.

8. Δημιουργία της ψευδούς εντύπωσης ότι ο καταναλωτής έχει ήδη κερδίσει, πρόκειται να κερδίσει, ή αν προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια, θα κερδίσει έπαθλο ή θα αποκομίσει άλλο αντίστοιχο όφελος, ενώ στην πραγματικότητα δεν υφίσταται έπαθλο ή άλλο αντίστοιχο όφελος ή η δυνατότητα διεκδίκησης του επάθλου ή άλλου οφέλους προϋποθέτει την καταβολή χρημάτων από τον καταναλωτή ή συνεπάγεται δαπάνη.

¶ρθρο 18 Έννομες συνέπειες παράβασης διατάξεων άρθρων 11 έως 17

1. Σε περίπτωση παράβασης διατάξεων των άρθρων 11 έως και 17, ο μεμονωμένος καταναλωτής μπορεί να ζητήσει άρση της προσβολής και παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και αποζημίωση. Οι προσφυγές μπορούν να στραφούν χωριστά ή από κοινού κατά ενός αριθμού προμηθευτών του ίδιου οικονομικού τομέα ή κατά ιδιοκτήτη κώδικα εφόσον ο τελευταίος προωθεί κώδικα που ενθαρρύνει τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 11 έως και 17, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει, κατόπιν αιτήσεως του διαδίκου, τη δημοσίευση της απόφασης, που διατάσσει την παύση της αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, εν όλω ή εν μέρει και να απαιτήσει επιπλέον και τη δημοσίευση επανορθωτικής δήλωσης εκ μέρους του παραβάτη.

3. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 11 έως και 17, το Δικαστήριο δύναται να ζητήσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αναφέρονται σε μια εμπορική πρακτική, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο, εν όψει των δεδομένων της συγκεκριμένης περίπτωσης και λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα όλων των διαδίκων. Εφόσον τα στοιχεία αυτά δεν προσκομιστούν ή θεωρηθούν ανεπαρκή, το Δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς του προμηθευτή.

4. Ο έλεγχος των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών των άρθρων 11 έως και 17, μπορεί να γίνει και από ιδιοκτήτες κωδίκων συμπεριφοράς, εφόσον οι διαδικασίες ενώπιον των φορέων αυτών, προβλέπονται επιπροσθέτως της δικαστικής και της διοικητικής διαδικασίας. Η προσφυγή σε παρόμοιους φορείς δεν σημαίνει παραίτηση από το δικαίωμα δικαστικής ή διοικητικής προσφυγής.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

¶ρθρο 19 - Ενώσεις καταναλωτών - Συλλογικά μέσα προστασίας

1. Οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού και του Αστικού Κώδικα. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν αποκλειστικό σκοπό την προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Εκπροσωπούν τους καταναλωτές στα όργανα στα οποία προβλέπεται η εκπροσώπηση καταναλωτών, ενημερώνουν και συμβουλεύουν τους καταναλωτές, τους αντιπροσωπεύουν δικαστικά και εξώδικα και ασκούν συλλογικές αγωγές κατά τις διατάξεις του νόμου.

2. Οι ενώσεις καταναλωτών μπορούν να οργανώνονται και σε ενώσεις καταναλωτών δεύτερου βαθμού. Για την συγκρότηση ενώσεως καταναλωτών σε δεύτερο βαθμό απαιτείται συμμετοχή τριών τουλάχιστον ενώσεων καταναλωτών του πρώτου. Περαιτέρω οργάνωση των ενώσεων καταναλωτών δεν αποκλείεται, εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων για τις ενώσεις καταναλωτών δεύτερου βαθμού.

3. Μέλη της ένωσης καταναλωτών είναι μόνο φυσικά πρόσωπα. Μέλη ένωσης καταναλωτών δεύτερου βαθμού είναι μόνο ενώσεις καταναλωτών του πρώτου βαθμού. Για να συσταθεί ένωση καταναλωτών πρώτου βαθμού χρειάζονται εκατό τουλάχιστον ενεργά μέλη. Σε δήμους με πληθυσμό μέχρι πέντε χιλιάδων κατοίκων αρκούν πενήντα ενεργά μέλη. Ενώσεις καταναλωτών μπορούν να ιδρύουν γραφεία και σε άλλες περιοχές, πλην της έδρας τους. Κανείς δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε περισσότερες από μία ενώσεις καταναλωτών. Οι ενώσεις καταναλωτών μπορούν να συμμετέχουν μόνο σε μια ένωση καταναλωτών δεύτερου βαθμού.

4. Οι ενώσεις καταναλωτών αποκτούν νομική προσωπικότητα με την εγγραφή τους στο μητρώο ενώσεων κατα¬ναλωτών. Εγγραφή στο βιβλίο σωματείων δεν απαιτείται, οι διατάξεις όμως που το διέπουν εφαρμόζονται αναλόγως για το μητρώο ενώσεων καταναλωτών.

5. Οι ενώσεις καταναλωτών τηρούν τα ακόλουθα βιβλία, που αριθμούνται και θεωρούνται από το Γραμματέα του Πρωτοδικείου της έδρας τους: α) Το βιβλίο Μητρώου μελών. Στο βιβλίο Μητρώου μελών της ένωσης πρώτου βαθμού αναγράφονται αριθμημένα το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα, η διεύθυνση κατοικίας, ο αριθμός του δελτίου ταυτότητας, ο αριθμός φορολογικού μητρώου και οι χρονολογίες εγγραφής και διαγραφής κάθε μέλους. Στο βιβλίο Μητρώου Μελών ένωσης καταναλωτών δεύτερου βαθμού αναγράφονται η επωνυμία, η έδρα, ο αριθμός των εγγεγραμμένων μελών τους, οι χρονολογίες εγγραφής και διαγραφής τους, και οι δικαστικές αποφάσεις έγκρισης ή τροποποίησης των καταστατικών των ενώσεων καταναλωτών, β) Βιβλίο Πρακτικών συνεδριάσεων Γενικών Συνελεύσεων των μελών, γ) Βιβλίο Πρακτικών συνεδριάσεων διοίκησης, δ) Βιβλίο Ταμείου, όπου καταχωρίζονται κατά χρονολογική σειρά όλες οι εισπράξεις και πληρωμές και ε) Βιβλίο Περιουσίας, όπου καταγράφονται όλα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία της ένωσης.

6. Πόροι των ενώσεων καταναλωτών είναι αποκλειστικά:

α) Τα δικαιώματα εγγραφής, οι συνδρομές και οι εθελοντικές εισφορές των μελών.

β) Τα εισοδήματα από την αξιοποίηση της περιουσίας τους.

γ) Δωρεές, κληρονομιές, κληροδοσίες, καθώς και εισπράξεις από διάθεση εντύπων και δημοσίων εκδηλώσεων.

δ) κρατική επιχορήγηση ή επιχορήγηση από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και

ε) επιχορήγηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεθνών οργανισμών και διεθνών ενώσεων καταναλωτών.

στ) ποσοστό 35% επί των εκ της παρ. 18 του παρόντος, επιδικαζομένων ποσών.

7. Αιτήσεις επιχορήγησης ενώσεων καταναλωτών όλων των βαθμών υποβάλλονται στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. Την αίτηση επί ποινή απόρριψης συνοδεύουν προϋπολογισμός λειτουργικών εξόδων και δράσεών της για το επόμενο έτος, καθώς και αναλυτικός απολογισμός του προηγούμενου έτους. Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή αξιολογεί και επιχορηγεί στο μέτρο των δυνατοτήτων της τις προτεινόμενες δράσεις.

Αιτήσεις επιχορήγησης ενώσεων καταναλωτών όλων των βαθμών, προς οιονδήποτε άλλο φορέα, διαβιβάζονται μέσω της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης, στον φορέα προς τον οποίο απευθύνονται.

8. Η ένωση καταναλωτών στεγάζεται υποχρεωτικά σε χώρους που δεν χρησιμοποιούνται ως επαγγελματικά γραφεία ή κατοικίες. Η ένωση καταναλωτών μπορεί να συστεγάζεται μόνο με άλλες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.

Απαγορεύεται να δέχονται οι ενώσεις καταναλωτών δωρεές, εισφορές και ενισχύσεις κάθε είδους, από προμηθευτές ή οργανώσεις τους, καθώς και από πολιτικά κόμματα ή άλλες πολιτικές οργανώσεις.

Στην έννοια του προμηθευτή περιλαμβάνονται και τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν θέσεις προέδρου, διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου ή διαχειριστών κεφαλαιουχικών εταιριών.

Λοιπά φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται σε εμπορικές εταιρείες δεν επιτρέπεται να χρηματοδοτούν ενώσεις καταναλωτών με ποσό πέραν των 1.000 ευρώ ανά έτος.

Απαγορεύεται στις ενώσεις καταναλωτών οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση διαφήμιση επιχειρήσεων.

Aποτελεί ασυμβίβαστο για τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των Ενώσεων Καταναλωτών όλων των βαθμών η οποιασδήποτε μορφής οικονομική απολαβή από την ένωση των καταναλωτών. Η μόνη εξαίρεση είναι η κάλυψη των πραγματικών εξόδων, που εκτελούνται για εξυπηρέτηση των σκοπών της ένωσης και η οποία αποδεικνύεται με παραστατικά

Απαγορεύεται να συμμετέχουν στο Διοικητικό Συμβούλιο ένωσης καταναλωτών όσοι έχουν καταδικασθεί, αμετάκλητα, για απιστία, απάτη, πλαστογραφία, υπεξαίρεση, δωροδοκία και παράβαση του νόμου περί μεσαζόντων και ναρκωτικών.

9. Στο Υπουργείο Ανάπτυξης τηρείται μητρώο ενώσεων καταναλωτών όλων των βαθμών όλης της χώρας. Το μητρώο είναι δημόσιο βιβλίο. Καθένας μπορεί να το συμβουλευτεί και να ζητήσει αντίγραφο ή πιστοποιητικό οποιασδήποτε εγγραφής του. Ο αριθμός μητρώου ενώσεων καταναλωτών εγγράφεται υποχρεωτικά στα έντυπα, στη σφραγίδα και στα έγγραφα των ενώσεων καταναλωτών.

10.Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης συστήνεται τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή ως πρόεδρο, ένα μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή (ΕΣΑΚ) από τους εκπροσώπους των ενώσεων καταναλωτών και ένα μέλος του ΕΣΑΚ από τους εκπροσώπους των φορέων της Αγοράς που εκλέγονται προς τούτο κατά την πρώτη συνεδρίαση του ΕΣΑΚ κάθε έτους. Η θητεία των μελών είναι διετής και τα μέλη δεν είναι επανεκλέξιμα για την αμέσως επόμενη διετία. Έργο της επιτροπής είναι η πιστοποίηση πραγματικής λειτουργίας των ενώσεων καταναλωτών και τήρησης των οριζομένων στην παρ. 8 του παρόντος. Ενώσεις καταναλωτών κατά την έννοια του παρόντος νόμου νοούνται οι πιστοποιημένες ενώσεις.

Η πιστοποίηση ανακαλείται σε περίπτωση που ενώσεις καταναλωτών και των δύο βαθμών δεν παρουσιάζουν καμία δράση για δύο συνεχή έτη ή δεν συμμορφώνονται με τα οριζόμενα στην παρ. 8 του παρόντος.

Οι αδρανείς αυτές ενώσεις καταναλωτών δεν δικαιούνται κρατικής επιχορήγησης ή επιχορήγησης από Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού.

11. Οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1264/1982, όπως ισχύει, και των παρ. 2 - 5 του άρθρ. 6 του Ν.Δ. 4361/1964 εφαρμόζονται αναλογικά για τις αρχαιρεσίες των ενώσεων καταναλωτών πρώτου και δεύτερου βαθμού.

12. Κάθε ένωση καταναλωτών έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει πληροφορίες για θέματα που ανάγονται στα συμφέροντα του καταναλωτικού κοινού από τις δημόσιες υπηρεσίες, τους δημόσιους οργανισμούς, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις γενικού οικονομικού συμφέροντος και τις ανεξάρτητες επιτροπές που λειτουργούν στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σε κάθε περίπτωση διασφαλίζεται η τήρηση της νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

13. Κάθε ένωση καταναλωτών νομιμοποιείται να ζητεί για τα δικαιώματα των μελών της ως καταναλωτών έννομη προστασία, δικαστικώς ή διοικητικώς, οποιασδήποτε μορφής. Ιδίως νομιμοποιείται να ασκεί αγωγή, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή κατά διοικητικών πράξεων και παράσταση πολιτικής αγωγής. Κάθε ένωση καταναλωτών δικαιούται να παρεμβαίνει προσθέτως σε εκκρεμείς δίκες μελών της για την υποστήριξη των δικαιωμάτων τους ως καταναλωτών

14.Ένωση καταναλωτών που έχει τουλάχιστον πεντακόσια ενεργά μέλη και έχει εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από ένα τουλάχιστον έτος μπορεί να ασκεί κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή).

Ιδίως μπορεί να ζητήσει:

α) Την παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί, ιδίως όταν συνίσταται σε παράβαση:

i. των διατάξεων του παρόντος νόμου σχετικά με

- τους γενικούς όρους των συναλλαγών (άρθρο 2),

- τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος (άρθρο 3),

- την εμπορία από απόσταση αγαθών και υπηρεσιών (άρθρο 4),

- την εμπορία από απόσταση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (άρθρο 5)

- την πώληση καταναλωτικών αγαθών και εγγυήσεις (άρθρο 6),

- την ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα (άρθρο 7),

- την υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών (άρθρο 8),

- την ψυχική υγεία των ανηλίκων (άρθρο 9)

- την ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες (άρθρο 10)

- τη διαφήμιση (άρθρο 11) και

- τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (άρθρα 12 έως18 ).

ii. καθώς και των διατάξεων σχετικά με

- την καταναλωτική πίστη (ΚΥΑ Φ1-983/91, ΦΕΚ Β' 172, όπως ισχύει),

- τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (Π.Δ. 339/96, όπως ισχύει, ΦΕΚ 225, Α΄),

- τη διαφήμιση των φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπους (ΚΥΑ Υ6α/776/23.6.1993, ΦΕΚ 536/Β’/20.7.1993),

- τη χρονομεριστική μίσθωση (Π.Δ. 182/99, όπως ισχύει, ΦΕΚ 171 Α΄),

- την ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων (κεφάλαιο Α', άρθρα 1-4 του ν. 3043/2002, ΦΕΚ 192 Α΄), και

- το ηλεκτρονικό εμπόριο (Π.Δ. 131/2003, ΦΕΚ Α΄ 116).

- την άσκηση ραδιοτηλεοπτικών δραστηριοτήτων (Ν. 2328/1995, Π.Δ. 100/2000).

Όταν η ως άνω παράνομη συμπεριφορά εκδηλώνεται μετά από σύσταση ή υπόδειξη ενώσεων των προμηθευτών ή εφόσον οι ενώσεις των προμηθευτών προβαίνουν στην ως άνω συμπεριφορά, τότε μπορεί να ζητηθεί και από αυτές η παύση της. Μπορούν επίσης να ζητήσουν τη δέσμευση, την απόσυρση ή την καταστροφή ελαττωματικών προϊόντων επικίνδυνων για την ασφάλεια ή την υγεία του κοινού, καθώς και τη λήψη μέτρων, όπως είναι η κατάλληλη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της απόφασης, ή/και η δημοσίευση επανορθωτικής δήλωσης, ώστε να εκλείψουν τα συνεχιζόμενα αποτελέσματα της παράβασης».

β) Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως την ένταση της προσβολής της έννομης τάξης που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος της εναγόμενης επιχείρησης του προμηθευτή και ιδίως τον ετήσιο κύκλο εργασιών της, καθώς και τις ανάγκες της γενικής και της ειδικής πρόληψης.

γ) Τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την εξασφάλιση των απαιτήσεών τους για παράλειψη ή χρηματική ικανοποίηση μέχρι την έκδοση εκτελεστής απόφασης. Σε περίπτωση ελαττωματικών προϊόντων επικίνδυνων για την ασφάλεια ή την υγεία του κοινού, μπορεί να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η δέσμευση των προϊόντων.

δ) την αναγνώριση της αποκατάστασης της ζημίας που υφίστανται οι καταναλωτές από την χρήση της παράνομης πρακτικής.

Οι ενώσεις καταναλωτών μπορούν να ασκούν την ως άνω συλλογική αγωγή και σε κάθε περίπτωση που η παράνομη συμπεριφορά προσβάλλει συμφέροντα τριάντα τουλάχιστον καταναλωτών.

15. Συλλογική αγωγή κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου μπορούν να ασκήσουν από κοινού περισσότερες ενώσεις καταναλωτών πρώτου βαθμού, ακόμη και αν καθεμιά από αυτές έχει μικρότερο αριθμό ενεργών μελών από το προβλεπόμενο κατώτατο όριο, αρκεί τα ενεργά μέλη όλων αθροιστικά των ενώσεων να υπερβαίνουν το όριο αυτό. Συλλογική αγωγή μπορούν επίσης να ασκήσουν και περισσότερες ενώσεις καταναλωτών πρώτου και δεύτερου βαθμού, από κοινού, ακόμα κι αν η ένωση πρώτου βαθμού έχει μικρότερο αριθμό ενεργών μελών από το προβλεπόμενο κατώτατο όριο της παρ.14 του παρόντος άρθρου. Η συλλογική αγωγή ασκείται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης καταναλωτών. Ενεργά μέλη λογίζονται όσα έχουν εκπληρώσει τις ταμειακές τους υποχρεώσεις. Ο αριθμός αποδεικνύεται με κοινή υπεύθυνη δήλωση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης καταναλωτών. Η συλλογική αγωγή ασκείται σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από την τελευταία εκδήλωση της παράνομης συμπεριφοράς που αποτελεί τη βάση της.

16. Αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση συλλογικής αγωγής έχει το πολυμελές πρωτοδικείο της κατοικίας ή έδρας του εναγομένου. Όταν αντικείμενο της συλλογικής αγωγής είναι ραδιοτηλεοπτική διαφήμιση, αποκλειστικά αρμόδιο είναι το πολυμελές πρωτοδικείο της έδρας του ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού.

17. Συλλογικές αγωγές κατά τις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 14 αυτού του άρθρου δικάζονται στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Η απόφαση παράγει τα αποτελέσματα της έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι.

Στην περίπτωση αυτή ο ζημιωθείς καταναλωτής γνωστοποιεί εγγράφως με βάση την απόφαση την απαίτησή του στον προμηθευτή, αναφέροντας τα στοιχεία που την προσδιορίζουν.

Με την άπρακτη παρέλευση της κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλεπόμενης προθεσμίας άσκησης τακτικών ενδίκων μέσων από την έγγραφη κοινοποίηση, ο καταναλωτής, εφόσον δεν έχει ικανοποιηθεί, μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτησή του από το δικαστήριο που είναι κατά τόπον αρμόδιο για την ατομική διαφορά, εφόσον η απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη ή μπορεί ευχερώς να εκκαθαριστεί. Η απαίτηση αποδεικνύεται και με κάθε ιδιωτικό έγγραφο που κατά το είδος ή τη συνήθεια της συναλλαγής χορηγείται ως απόδειξη στους καταναλωτές.

Τυχόν ανακοπή κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής δικάζεται ενώπιον του εκδόσαντος αυτήν δικαστηρίου κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

¶λλες απαιτήσεις των καταναλωτών που απορρέουν από την παράνομη συμπεριφορά δεν θίγονται. Εάν το αίτημα της ένωσης καταναλωτών απορριφθεί, οι καταναλωτές δεν χάνουν το δικαίωμα άσκησης ατομικής αγωγής.

Ο Υπουργός Ανάπτυξης δύναται με απόφαση του να προβαίνει σε κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν ζητήματα που κρίνονται με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, εφόσον κρίνει ότι έχουν ευρύτερο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών.

18. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά την παράγραφο 14 περ. β αυτού του άρθρου παρέχεται μία μόνο φορά. Το επιδικασθέν ποσό λόγω ηθικής βλάβης διατίθεται για σκοπούς εκπαίδευσης, ενημέρωσης και εν γένει προστασίας του καταναλωτή, μετά από αφαίρεση δικαστικών δαπανών και εξόδων, ως εξής: ποσοστό 35% στην ενάγουσα ένωση καταναλωτών, ποσοστό 35% στις ενώσεις καταναλωτών δεύτερου βαθμού και ποσοστό 30% στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.

19. Αν αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απορριφθεί τελεσίδικα ως προφανώς όλως αβάσιμο, ο εναγόμενος προμηθευτής μπορεί να ζητήσει με αγωγή του αποζημίωση από την ενάγουσα ένωση καταναλωτών και προσωπικά από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον.

20. Τη συλλογική αγωγή της παραγράφου 14 περ.β του παρόντος μπορούν να ασκούν εναντίον των προμηθευτών και τα εμπορικά και βιομηχανικά, βιοτεχνικά και επαγγελματικά επιμελητήρια, καθώς και οι τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές ενώσεις. Οι διατάξεις των παραγράφων 16 έως και 19 εφαρμόζονται αναλόγως.

21. Οι ενώσεις καταναλωτών δεν δικαιούνται αμοιβής από τα μέλη τους για ατομικά ή συλλογικά μέσα προστασίας που τους παρέχουν.

22. Οι ενώσεις καταναλωτών ευθύνονται για την ακρίβεια των πληροφοριών που ανακοινώνουν προς ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού. Σε περίπτωση ανακοίνωσης στοιχείων που προκύπτουν από έρευνες που έχουν πραγματοποιήσει, οφείλουν να θέτουν στην διάθεση του κοινού και κάθε ενδιαφερόμενου, στοιχεία σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας. Τρόπος διεξαγωγής της έρευνας νοείται ιδίως, η μεθοδολογία της δειγματοληψίας, δηλαδή επιτόπιες, τηλεφωνικές ή ηλεκτρονικές συνεντεύξεις, καθώς και τιμοληψίες, ο τόπος και το χρονικό διάστημα διεξαγωγής της έρευνας, τα συγκεκριμένα καταστήματα ή αγαθά τα οποία αφορούν τα στοιχεία που έχουν συλλεχθεί, καθώς και το μέγεθος του δείγματος.

23. Η εκ μέρους ένωσης καταναλωτών ανακοίνωση στο καταναλωτικό κοινό αναληθών πληροφοριών, καθώς και η παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου, αποτελεί λόγο, α) ανάκλησης της πιστοποίησης της κατά την έννοια της παραγράφου 10 του παρόντος, β) έκπτωσης του διοικητικού της συμβουλίου, γ) διακοπής της χρηματοδότησης της, δ) αποβολής της από το Εθνικό Συμβούλιο Αγοράς και Καταναλωτή (Ε.Σ.Α.Κ.) και από τα συλλογικά όργανα εκπροσώπησης κατά την έννοια του άρθρου 22 του παρόντος νόμου ή/και ε) διαγραφής της από το Μητρώο ενώσεων καταναλωτών. Την ανάκληση της πιστοποίησης, την έκπτωση του διοικητικού συμβουλίου και την αποβολή από το Ε.Σ.Α.Κ. και από τα συλλογικά όργανα εκπροσώπησης, μπορούν να ζητήσουν μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την τελευταία παράβαση ή ανακοίνωση ανακριβούς πληροφορίας, όποιος θίγεται από την παράβαση ή την ανακοίνωση ανακριβούς πληροφορίας, οποιοδήποτε μέλος της ένωσης, οποιαδήποτε ένωση καταναλωτών, ο εισαγγελέας αυτεπαγγέλτως, ο Συνήγορος του Καταναλωτή και ο Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή. Το Ε.Σ.Α.Κ. αποφαίνεται για την αποβολή και την εκπροσώπηση στα συλλογικά όργανα, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και μόνο για το υπόλοιπο της θητείας και των λοιπών μελών. Η απόφαση του Ε.Σ.Α.Κ. επικυρώνεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης διακόπτεται η χρηματοδότηση ή/και διαγράφεται ένωση καταναλωτών από το Μητρώο Ενώσεων Καταναλωτών που τηρείται στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Μόνη η διαγραφή ένωσης καταναλωτών συνεπάγεται αυτοδίκαια ανάκληση της πιστοποίησης της. Το δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν κάνει δεκτή την αίτηση για έκπτωση του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης καταναλωτών, διορίζει με την ίδια απόφαση προσωρινό διοικητικό συμβούλιο. Τα μέλη που εκπίπτουν δεν είναι επανεκλέξιμα για μια τριετία από την έκπτωσή τους. Το Διοικητικό Συμβούλιο δεν εκπίπτει, εάν οι αναληθείς πληροφορίες ή ο τρόπος μετάδοσης τους είναι μικρής σημασίας ή αν η αναλήθεια δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια των μελών του.

24. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διάλυση ένωσης καταναλωτών αν αυτή άσκησε κατ' επανάληψη αγωγές χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη που απορρίφθηκαν τελεσίδικα ως προφανώς όλως αβάσιμες, εφόσον οι αγωγές αυτές ασκήθηκαν με δόλο ή από βαριά αμέλεια. Στην περίπτωση αυτήν, τη διάλυση ζητούν, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από την τελεσιδικία της τελευταίας απορριπτικής απόφασης, ο προμηθευτής που υπήρξε εναγόμενος σε δίκη στην οποία εκδόθηκε τέτοια απορριπτική απόφαση ή ο εισαγγελέας αυτεπαγγέλτως.

¶ρθρο 20 - Φιλικός διακανονισμός καταναλωτικών διαφορών

1. Σε κάθε νομαρχία συνιστάται από τον αρμόδιο νομάρχη, μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, επιτροπή φιλικού διακανονισμού για την εξώδικη επίλυση των διαφορών ανάμεσα σε προμηθευτές και σε καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών.

2. Οι Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού για την εξώδικη επίλυση των διαφορών ανάμεσα σε προμηθευτές και καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών, υπάγονται στην Ανεξάρτητη Αρχή «Συνήγορος του Καταναλωτή».

3. Ο πρόεδρος και τα μέλη των επιτροπών αυτών καθώς και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με απόφαση του Συνηγόρου του Καταναλωτή.

4.Οι επιτροπές είναι τριμελείς και αποτελούνται από:

α) Ένα δικηγόρο, μέλος του οικείου δικηγορικού συλλόγου, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου, ως πρόεδρο.

β) Έναν εκπρόσωπο του τοπικού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το διοικητικό συμβούλιο του επιμελητηρίου. Στους νομούς, όπου υπάρχουν βιοτεχνικά και επαγγελματικά επιμελητήρια, το διοικητικό τους συμβούλιο ορίζει επίσης έναν εκπρόσωπο με τον αναπληρωτή του. Στη σύνθεση της επιτροπής μετέχει ο εκπρόσωπος του επιμελητηρίου που είναι υλικά αρμόδιο για τον προμηθευτή. Όπου είναι εφικτό, κάθε επιμελητήριο ορίζει ανά έναν εκπρόσωπο κάθε κλάδου της αγοράς με τον αναπληρωτή του, ώστε αυτός να μετέχει στη συγκρότηση της επιτροπής όταν κρίνεται διαφορά που ανάγεται στη δραστηριότητα μέλους του στον αντίστοιχο κλάδο της αγοράς και

γ) Έναν εκπρόσωπο των τοπικών ενώσεων καταναλωτών, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από τα διοικητικά συμβούλια των ενώσεων. Όπου τέτοιες ενώσεις δεν υπάρχουν, στην επιτροπή συμμετέχει ως τρίτο μέλος εκπρόσωπος δευτεροβάθμιας ένωσης καταναλωτών, άλλως εκπρόσωπος του τοπικού εργατικού κέντρου, που ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, από τη διοίκηση του κέντρου. Ο γραμματέας της επιτροπής ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, από το νομάρχη, μεταξύ των υπαλλήλων της υπηρεσίας εμπορίου της νομαρχίας.

5. Η γραμματειακή υποστήριξη των επιτροπών αυτών παρέχεται από υπαλλήλους των οικείων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων. Ο γραμματέας της επιτροπής και ο αναπληρωτής του υποδεικνύονται στον Συνήγορο του Καταναλωτή από τον οικείο νομάρχη.

6. Όπου ο αριθμός υποθέσεων ή οι ειδικές συνθήκες του νόμου το απαιτούν, μπορούν να συνιστώνται περισσότερες επιτροπές.

7. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης καθορίζεται η αμοιβή του προέδρου, των μελών και των γραμματέων των επιτροπών φιλικού διακανονισμού. Η σχετική δαπάνη εγγράφεται και βαρύνει τον προϋπολογισμό της Ανεξάρτητης Αρχής «Συνήγορος του Καταναλωτή».

8. Η θητεία των μελών των επιτροπών φιλικού διακανονισμού ορίζεται διετής και μπορεί να ανανεώνεται απεριόριστα.

9. Αρμόδια είναι η επιτροπή του νομού όπου εκτελέστηκε -ή συμφωνήθηκε να εκτελεστεί η παροχή του προμηθευτή στον καταναλωτή.

10. Οι υποθέσεις εισάγονται στην επιτροπή ύστερα από αίτηση του καταναλωτή ή της τοπικής ένωσης καταναλωτών καθώς και ύστερα από παραπομπή υποθέσεων από τον Συνήγορο του Καταναλωτή. Οι υποθέσεις συζητούνται κατά τη σειρά που ορίζει ο πρόεδρος μέσα σε δεκαπέντε (15) το πολύ ημέρες από την υποβολή της αίτησης και ύστερα από πρόσκληση των ενδιαφερομένων πριν από πέντε (5) ημέρες τουλάχιστον. Όταν οι ειδικές συνθήκες το απαιτούν, οι προθεσμίες αυτές μπορούν, με απόφαση του προέδρου της επιτροπής, να παρατείνονται για πέντε (5) το πολύ ημέρες. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να εξουσιοδοτήσουν τρίτο να τους εκπροσωπήσει στη διαδικασία.

11. Η επιτροπή κρίνει κατά το ισχύον δίκαιο. Συμπληρωματικά λαμβάνονται υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από δημόσιες υπηρεσίες, δημόσιους οργανισμούς, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, επιμελητήρια και επαγγελματικούς συλλόγους.

12. Για την λειτουργία επιτροπών φιλικού διακανονισμού εφαρμογή έχουν και οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3297/2004.

13. Η Επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία, εφόσον παρίστανται όλα τα μέλη της. Η επιτροπή κρίνει κατά πλειοψηφία και τα πορίσματα της κοινοποιούνται με έγγραφο στον Συνήγορο του Καταναλωτή και τους ενδιαφερομένους μέσα σε δεκαπέντε το πολύ ημέρες από τη συζήτηση. Ο Συνήγορος του Καταναλωτή μπορεί αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν σχετικής αναφοράς ενός τουλάχιστον των ενδιαφερόμενων μερών, να επανεξετάσει την υπόθεση και να εκδώσει νέο πόρισμα, το οποίο κοινοποιείται στα ενδιαφερόμενα μέρη και στην επιτροπή που εξέδωσε το πρώτο πόρισμα. Τα ως άνω πορίσματα δεν είναι εκτελεστά, δεν παράγουν δεδικασμένο και δεν αναστέλλουν ούτε επηρεάζουν την πορεία οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας, μπορούν όμως να λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.

14.Τα πορίσματα των επιτροπών φιλικού διακανονισμού αρχειοθετούνται στις οικείες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις και κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να λάβει γνώση και να ζητήσει αντίγραφο.

15. Με απόφαση του Συνηγόρου του Καταναλωτή ρυθμίζονται, όπου υπάρχει ανάγκη, οι αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού.

16. Τα λοιπά θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των επιτροπών φιλικού διακανονισμού καθορίζονται από τον κανονισμό εσωτερικής λειτουργίας του Συνηγόρου του Καταναλωτή που προβλέπεται στο άρθρο 8 του ν. 3297/2004.

¶ρθρο 21 - Εθνικό Συμβούλιο Αγοράς και Καταναλωτή

1. Συστήνεται Εθνικό Συμβούλιο Αγοράς και Καταναλωτή ως συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό όργανο του Υπουργού Ανάπτυξης. Το Εθνικό Συμβούλιο Αγοράς και Καταναλωτή εκφράζει τις θέσεις της αγοράς και του καταναλωτή για θέματα ανταγωνισμού και προστασίας του καταναλωτή, υποβάλλει προτάσεις για την προώθηση των συμφερόντων τους και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους και εκδίδει γνωμοδοτήσεις σε θέματα αγοράς και καταναλωτή και ιδίως για όλα τα νομοσχέδια και τις διατάξεις που αφορούν τους καταναλωτές.

2. Το Εθνικό Συμβούλιο Αγοράς και Καταναλωτή αποτελείται από:

1) δώδεκα εκπροσώπους των ενώσεων καταναλωτών,

2) τον Γενικό Γραμματέα Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης

3) τον Γενικό Γραμματέα Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης

4) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

5) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης

6) τον Συνήγορο του Καταναλωτή

7) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Ειδική Γραμματεία ΔΕΚΟ του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών

8) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού

9) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από τον ΕΦΕΤ

10) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από τον ΕΛΟΤ

11) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος

12) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την ΕΕΤ

13) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από τον ΣΕΛΠΕ

14) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την ΓΣΕΒΕ

15) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Ένωση Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων

16) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από τους Διαμεσολαβούντες στην Ιδιωτική Ασφάλιση

17) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων

18) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από το Συμβούλιο Ελέγχου Επικοινωνίας

19) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την ΕΕΤΤ

20) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Ένωση Πωλητών ¶μεσου Μάρκετιγκ.

21) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Επιχειρήσεων Τουρισμού

22) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ)

23) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Ανώτατη Διοικητική Επιτροπή Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ),

24) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ)

25) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Κεντρική Ένωση των Επιμελητηρίων

26) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών,

27) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ),

28) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας,

29) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από την Ένωση Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδος (ΕΝΑΕ)

30) έναν εκπρόσωπο που προτείνεται από τον ΣΕΣΜΕ

31) τους προϊσταμένους των διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης

32.) Δύο πρόσωπα με ειδικευμένες γνώσεις σε θέματα προστασίας καταναλωτή

3. Τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή διορίζονται με τους αναπληρωτές τους ύστερα από πρόταση αντιπροσωπευτικών καταναλωτικών ενώσεων και λοιπών φορέων με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι εκπρόσωποι των ενώσεων καταναλωτών που αποτελούν μέλη του ΕΣΑΚ διορίζονται ως εξής: εννέα (9) εκπρόσωποι προέρχονται από δευτεροβάθμιες ενώσεις καταναλωτών και τρεις (3) από πρωτοβάθμιες ενώσεις καταναλωτών. Από κάθε δευτεροβάθμια ένωση καταναλωτών διορίζονται μέχρι τρεις εκπρόσωποι. Σε περίπτωση που δεν καλύπτονται οι προαναφερόμενες εννέα (9) θέσεις από εκπροσώπους δευτεροβάθμιων ενώσεων καταναλωτών, οι θέσεις καλύπτονται αντίστοιχα από εκπροσώπους πρωτοβάθμιων ενώσεων καταναλωτών. Η θητεία των μελών είναι τριετής. Η θητεία των τακτικών και αναπληρωματικών μελών περατούται λόγω θανάτου, παραίτησης, διακοπής της συμμετοχής τους στο φορέα που εκπροσωπούν ή αποβολής της κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ.23. Η συμμετοχή στο Εθνικό Συμβούλιο Αγοράς και Καταναλωτή εκπροσώπου, δεύτερου ή μεγαλύτερου βαθμού ένωσης καταναλωτών, αποκλείει την συμμετοχή στο Ε.Σ.Α.Κ. εκπροσώπων ενώσεων – μελών τους.

4. Οι αναφερόμενοι φορείς και ενώσεις καταναλωτών οφείλουν εντός μηνός αφότου λάβουν το σχετικό έγγραφο του Υπουργού Ανάπτυξης, να ορίσουν τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη τους. Σε περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας αυτής ή διαφωνίας τους, που δεν επιτρέπει την διαπίστωση της επικρατούσας βούλησής τους, ο διορισμός των μελών από τους αντίστοιχους φορείς γίνεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης.

4. Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή είναι ο Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και αντιπρόεδρος ένας εκπρόσωπος των καταναλωτών, ο οποίος εκλέγεται από τα μέλη του ΕΣΑΚ που εκπροσωπούν τις ενώσεις καταναλωτών. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ορίζονται οι υπάλληλοι του Υπουργείου Ανάπτυξης που θα εκτελούν χρέη γραμματέων και η αμοιβή αυτών.

6. Το Εθνικό Συμβούλιο Αγοράς και Καταναλωτή εκδίδει τον κανονισμό λειτουργίας του που εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.

7. Το Εθνικό Συμβούλιο Αγοράς και Καταναλωτή συνεδριάζει τουλάχιστον δύο (2) φορές το χρόνο. Στις συνεδριάσεις συμμετέχει ο Υπουργός Ανάπτυξης. Εφόσον στις συνεδριάσεις του συζητούνται θέματα που αφορούν και τις αρμοδιότητες άλλων υπουργών, μπορούν να συμμετάσχουν και αυτοί ή οι εκπρόσωποί τους.

8. Ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή ορίζει την ημερήσια διάταξη. Ο πρόεδρος καλεί τα μέλη εγγράφως και τους ανακοινώνει την ημερήσια διάταξη. Ο πρόεδρος μπορεί, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Ανάπτυξης, να καλεί στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου και εκπροσώπους άλλων παραγωγικών τάξεων, ιδιώτες ή άλλα πρόσωπα, για να εκφράσουν γνώμη χωρίς ψήφο.

9. Το Συμβούλιο γνωμοδοτεί έγκυρα όταν κατά τη συζήτηση παρίσταται η πλειοψηφία των μελών του. Οι γνωμοδοτήσεις πρέπει να συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των παρόντων. Σε κάθε περίπτωση καταχωρίζονται και οι απόψεις της μειοψηφίας.

10. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ορίζεται Εκτελεστική Επιτροπή από δεκαπέντε (15) μέλη του ΕΣΑΚ, η οποία είναι αρμόδια για τον συντονισμό των εργασιών αυτού.

Σε αυτήν μετέχουν υποχρεωτικά ο εκπρόσωπος των ενώσεων καταναλωτών που ασκεί καθήκοντα αντιπροέδρου του ΕΣΑΚ και ο οποίος θα ασκεί χρέη συντονιστή στην Εκτελεστική Επιτροπή του ΕΣΑΚ, καθώς και τέσσερις εκπρόσωποι των ενώσεων καταναλωτών, οι οποίοι εκλέγονται από τους εκπροσώπους των ενώσεων καταναλωτών στο ΕΣΑΚ.

Η Εκτελεστική Επιτροπή του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή συνεδριάζει τουλάχιστον τέσσερις (4) φορές το χρόνο.

Χρέη γραμματέων της Εκτελεστικής Επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή εκτελούν οι γραμματείς του ΕΣΑΚ.

11. Η κάλυψη των δαπανών του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή και της Εκτελεστικής Επιτροπής αυτού καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.

12. Τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή και της Εκτελεστικής Επιτροπής αυτού δεν αμείβονται για τη συμμετοχή τους σε αυτό. Τα μέλη που διαμένουν εκτός Αθηνών λαμβάνουν έξοδα κινήσεως.

¶ρθρο 22– Εκπροσώπηση καταναλωτών

1 Η συμμετοχή των εκπροσώπων των ενώσεων καταναλωτών σε συλλογικά όργανα φορέων του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο γίνεται με εκλογές στις οποίες μετέχουν μόνο εκπρόσωποι καταναλωτών – μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή (Ε.Σ.Α.Κ). Για το σκοπό αυτό οι ανωτέρω φορείς διαβιβάζουν τα σχετικά αιτήματα στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, η οποία υποχρεούται να τα κοινοποιεί σε όλες τις πιστοποιημένες ενώσεις καταναλωτών. Οι υποψήφιοι οφείλουν να αποστέλλουν τα βιογραφικά σημειώματα, καθώς και τη σχετική δήλωση στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή έως την παραμονή των εκλογών.

2. Η ψηφοφορία είναι μυστική και διενεργείται στο περιθώριο των εργασιών του ΕΣΑΚ. Υποψήφιοι μπορούν να είναι μόνο ενεργά μέλη που προτείνονται από τις πιστοποιημένες ενώσεις καταναλωτών. Τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας κοινοποιούνται στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, η οποία και γνωστοποιεί τους αιρετούς εκπροσώπους στον αρμόδιο φορέα. Την ευθύνη τήρησης της εκλογικής διαδικασίας έχει το προεδρείο του ΕΣΑΚ. Ενστάσεις κατά της διαδικασίας της ψηφοφορίας υποβάλλονται μέσα σε τρεις ημέρες από τη διαδικασία στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και εξετάζονται από 3μελή επιτροπή στην οποία συμμετέχουν ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Πολιτικής Καταναλωτή, ως Πρόεδρος και δύο μέλη του ΕΣΑΚ που επιλέγονται με κλήρωση.

¶ρθρο 23- Κυρώσεις

1. Για κάθε παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου από προμηθευτές επιβάλλεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης πρόστιμο από 1.500 Ευρώ μέχρι 1.000.000 Ευρώ για κάθε παράβαση. Σε περίπτωση υποτροπής, το ανώτατο όριο προστίμου διπλασιάζεται. Σε περίπτωση επανειλημμένης υποτροπής, ο Υπουργός Ανάπτυξης, μπορεί να διατάξει τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματος της για χρονικό διάστημα μέχρις ενός έτους.

2.Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης αναπροσαρμόζεται το κατώτατο και ανώτατο όριο του χρηματικού προστίμου των παρ. 1 και 3 του παρόντος άρθρου. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ποινικού ή Αγορανομικού Κώδικα ή άλλων ειδικών διατάξεων επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος σε περίπτωση παράβασης Αγορανομικών Διατάξεων ή άλλων Υπουργικών Αποφάσεων, εφόσον σε αυτές γίνεται ρητή μνεία για την επιβολή των κυρώσεων αυτών.

3.Οι προμηθευτές, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, υποχρεούνται να απαντούν, μέσα στην οριζόμενη προθεσμία, στις καταγγελίες των καταναλωτών που τους διαβιβάζονται από την Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. Η ανωτέρω προθεσμία άρχεται από την ημερομηνία κοινοποίησης της κλήσης, η οποία γίνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο συμπεριλαμβανομένης και της δια ταχυδρομείου επίδοσης. Στην περίπτωση που δεν τηρείται η κατά τα ανωτέρω οριζόμενη προθεσμία από τους προμηθευτές μπορεί να επιβάλλονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης οι παρακάτω κυρώσεις α) σύσταση με την προειδοποίηση επιβολής χρηματικού προστίμου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης και β) χρηματικό πρόστιμο από πεντακόσια (500) έως πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. και κατά ποσοστό 50% αποτελεί πόρο του προϋπολογισμού (ΚΑ Εσόδου 3736) της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή. Σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλονται οι κυρώσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.

4. Σε περίπτωση παράβασης των κανόνων που αποβλέπουν στην προστασία του καταναλωτή, ο Υπουργός Ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα της παράβασης, μπορεί, για λόγους προστασίας του καταναλωτικού κοινού, να δημοσιοποιεί, χωρίς οικονομική δαπάνη, μέσω του τύπου ή με άλλο πρόσφορο τρόπο, τις κατά την παρ.1 αυτού του άρθρου, επιβαλλόμενες κυρώσεις καθώς και τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται από τις αρμόδιες Αρχές ή από τους προμηθευτές ως προς τη διάθεση προϊόντων στην Ελληνική αγορά.

¶ρθρο 24-Μεταβατικές διατάξεις

1. Ο Ν. 2251/1994 «Για την προστασία των καταναλωτών» τροποποιείται και συμπληρώνεται με τα ανωτέρω άρθρα.

2.Δεν θίγονται οι διατάξεις για τον αθέμιτο ανταγωνισμό

3.Στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή δύνανται να συνιστώνται κλιμάκια ελέγχου επιχειρήσεων, από υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης και των τυχόν συναρμόδιων Υπουργείων. Έργο των κλιμακίων ελέγχου είναι η διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στις επιχειρήσεις για παράβαση των κανόνων που αποβλέπουν στην προστασία του καταναλωτή, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την οργάνωση και την λειτουργία των ανωτέρω κλιμακίων ελέγχου καθώς και η αμοιβή των μελών που συμμετέχουν σ’ αυτά.

4. Στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή δύνανται να συνιστώνται επιτροπές εμπειρογνωμόνων, οι οποίες θα επικουρούν το έργο της. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης συγκροτούνται οι ανωτέρω επιτροπές και καθορίζονται οι αρμοδιότητές τους, ο αριθμός και οι ιδιότητες των μελών, η λειτουργία των επιτροπών, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια. Οι αμοιβές των μελών των επιτροπών εμπειρογνωμόνων καθορίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης

5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Οικονομίας & Οικονομικών, Δικαιοσύνης και του τυχόν κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού ρυθμίζονται τα της προσαρμογής και συμμόρφωσης προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευ¬ρωπαϊκής Ένωσης για θέματα κατανάλωσης και προστασίας του καταναλωτή. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων.

6.Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ρυθμίζονται ζητήματα όρων συμβάσεων καταναλωτών με μονάδες αδυνατίσματος και επιχειρήσεις γυμναστηρίων, που σχετίζονται ιδίως με τον τύπο αυτών, το δικαίωμα υπαναχώρησης, τον τρόπο πληρωμής αυτών και τις κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων, καθώς επίσης, και η επιβολή των προβλεπομένων στο άρθρο 23 του παρόντος κυρώσεων για παραβάσεις του Π.Δ. 339/1996 (ΦΕΚ 225 Α’/11.9.1996) άρθρο 8, τελούμενες από διοργανωτές ή πωλητές που είναι τουριστικά ή ναυλομεσιτικά γραφεία, επιχειρηματίες ξενοδοχειακών καταλυμάτων καθώς και θαλάσσιους μεταφορείς που εκτελούν οργανωμένα ταξίδια με επιβατηγά πλοία περιηγητικών πλόων.

Επίσης, ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί με απόφασή του να ρυθμίσει θέματα όρων συμβάσεων χρονομεριστικής μίσθωσης που συνάπτουν οι καταναλωτές, ιδίως όσων σχετίζονται με τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης των καταναλωτών, καθώς και τις κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων αυτών

7. Η επιλογή από τα συμβαλλόμενα μέρη δικαίου τρίτης χώρας δεν είναι δυνατό να θίξει τα δικαιώματα του καταναλωτή που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον η κρινόμενη περίπτωση συνδέεται στενά με την ελληνική έννομη τάξη.

8. Αν σε συγκεκριμένη περίπτωση οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή μεγαλύτερη προστασία από την ειδική ρύθμιση του νόμου αυτού, εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις. Εξαιρούνται οι διατάξεις που αφορούν παραγραφές και αποκλειστικές προθεσμίες.

9. ¶τυποι κανόνες συμπεριφοράς επαγγελματικών οργανώσεων, καθώς και άτυπα όργανα εφαρμογής των κανόνων αυτών ή επίλυσης καταναλωτικών διαφορών ειδικού χαρακτήρα δεν θίγονται από αυτόν το νόμο, έστω και αν ανάγονται σε θέματα που αυτός ρυθμίζει, στο μέτρο που δεν αντίκεινται προς τις διατάξεις του.

10. Όλες οι υφιστάμενες ενώσεις καταναλωτών υποχρεούνται να πιστοποιηθούν από την επιτροπή του άρθρου 19 παρ. 10 μέσα σε έξι μήνες από την δημοσίευση του παρόντος νόμου.

11. Οι νομαρχίες μέσα σε έξι μήνες από την δημοσίευση του παρόντος υποχρεούνται να διαβιβάσουν στο Υπουργείο Ανάπτυξης τα μητρώα που τηρούσαν βάσει του άρθρου 10 παρ. 6 του ν.2251/1994.

¶ρθρο 25 – Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα