Από την έντυπη έκδοση
Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα το Χρηματιστήριο Αθηνών, εξαιτίας του οποίου δεν μπορεί να προσελκύσει νέα κεφάλαια και να ξεκολλήσει από τα επίπεδα των 900 μονάδων, είναι ότι δεν υπάρχει ικανοποιητικός αριθμός εισηγμένων προκειμένου να γίνει τοποθέτηση κεφαλαίων από ξένα funds και να αυξηθεί παράλληλα η εμπορευσιμότητα (free float) των περισσότερων εταιρειών που έχουν από μηδενική έως ελάχιστη διακίνηση μετοχών σε ημερήσια βάση.
Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί αφενός στην απροθυμία κυρίως των διοικήσεων της μεσαίας κεφαλαιοποίησης να παραχωρήσουν ένα σεβαστό ποσοστό των εταιρειών τους, φοβούμενοι ότι κάποια στιγμή μπορεί να τεθεί θέμα επιθετικής εξαγοράς. Αφετέρου οι λίγες καλές εισηγμένες της υψηλής κεφαλαιοποίησης έχουν ήδη «μπετονάρει» τα ποσοστά τους σε ξένα funds και δεν υπάρχουν περιθώρια να δώσουν άλλα ποσοστά.
Με τη δυστοκία που παρατηρείται στην είσοδο νέων εταιρειών στο Χρηματιστήριο, δεν είναι εύκολο να βρεθούν εταιρείες που θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον των ξένων χαρτοφυλακίων, αφού οι κεφαλαιοποιήσεις των περισσότερων εισηγμένων παραμένουν αισθητά χαμηλά (κάτω από τα 100 εκατ. ευρώ) σε σύγκριση με τις κεφαλαιοποιήσεις (άνω των 300 εκατ. ευρώ) που αναζητούν οι ξένοι διαχειριστές.
Οι περισσότεροι επιχειρηματίες που έχουν σήμερα τις εταιρείες τους εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα πολλοί εξ αυτών είναι και ιδρυτές τους, τις ελέγχουν με ποσοστά που δεν ξεπερνούν την καταστατική πλειοψηφία (33%). Παλαιότερα μία τέτοια εξέλιξη ξένιζε τόσο τα εγχώρια όσο και τα διεθνή funds και σε πολλές αγορές ήταν σημείο αρνητικού σχολιασμού, αφού υπήρχε η άποψη ότι ξεπουλούν την εταιρεία και δεν ενδιαφέρονται για το μέλλον της. Τα τελευταία χρόνια πήγε να αλλάξει αυτή η φιλοσοφία των επενδυτών για να αυξήσουν το free float (εμπορευσιμότητα) και να μεταβιβάσουν αξιοσέβαστα ποσοστά των εταιρειών τους σε ξένα funds, αλλά ήρθε η πανδημία και «πάγωσε» αυτή η διαδικασία.
Το μείζον θέμα για μία εισηγμένη είναι να έχει μεγάλη διασπορά των μετοχών της στο ευρύ επενδυτικό κοινό και σε θεσμικούς επενδυτές, ώστε η μετοχή της να μπορεί να κινεί αξιόλογους όγκους και να μην είναι «παγωμένη» στο χρηματιστηριακό ταμπλό.
Τα ποσοστά συμμετοχών
Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία του helex.gr, τα ποσοστά των βασικών μετόχων στις εισηγμένες της υψηλής και της μικρομεσαίας κεφαλαιοποίησης έχουν ως εξής:
Υψηλή κεφαλαιοποίηση: Όσον αφορά τους βασικούς μετόχους των εταιρειών του δείκτη FTSE 25, το 26,537% του ομίλου Mytilineos κατέχει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Ευάγγελος Μυτιληναίος. Το μεγαλύτερο ποσοστό της Jumbo κατέχει με 19,36%% ο πρόεδρος Απόστολος Βακάκης. Στον όμιλο Fourlis, που βρίσκεται σε διαδικασία αναζήτησης ακινήτων για τη θυγατρική Trade Estates, βασικός μέτοχος είναι η αντιπρόεδρος Δάφνη Φουρλή με ποσοστό 17,3692%. Στη Viohalco, ο πρόεδρος Νικόλαος Στασινόπουλος κατέχει το 32,27%.
Στην Ελλάκτωρ, μετά τις μετοχικές αλλαγές, το ολλανδικό fund Reggeborgh κατέχει το 29,84%, ενώ ακολουθούν οι επιχειρηματίες Δημήτρης Μπάκος και Γιάννης Καϋμενάκης με ποσοστό 29%. Στην Aegean, ο πρόεδρος Ευτύχιος Βασιλάκης κατέχει το 37,5%, ενώ ο Γεώργιος Περιστέρης είναι ο βασικός μέτοχος του ομίλου ΓΕΚ Τέρνα και της θυγατρικής Τέρνα Ενεργειακή, ελέγχοντας το 29,75% της μητρικής εταιρείας.
Μεσαία και μικρή κεφαλαιοποίηση: Αναφορικά με τις εισηγμένες της μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης, βασικός μέτοχος της Αλουμύλ με ποσοστό 32,85% είναι ο πρόεδρος της εταιρείας Γεώργιος Μυλωνάς, ενώ ο Χρήστος Ιωάννου κατέχει το 19,817% της Άβαξ.
Στη Δρομέας, ο ιδρυτής και πρόεδρος Αθανάσιος Παπαπαναγιώτου κατέχει το 46,6%, ενώ ο ίδιος αποκάλυψε ότι ίσως φέτος αποφασιστεί εάν η έδρα της εταιρείας θα μεταφερθεί στις Βρυξέλλες. Στη ΓΕΚΕ βασικός μέτοχος με ποσοστό 30,4% είναι η Δωροθέα Κεφάλα, εκτελεστικό μέλος του Δ.Σ. της εταιρείας, ενώ στη Γενική Εμπορίου βασικός μέτοχος είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος Γεώργιος Κρεμύδας με ποσοστό 20,66%.
Στην Ευρωπαϊκή Πίστη, ο διευθύνων σύμβουλος Χρήστος Γεωργακόπουλος ελέγχει το 27,03%, ενώ στη Δάιος Πλαστικά το 77,45% κατέχει ο πρόεδρος και CEO Αστέριος Δάιος. Στην Εβροφάρμα το 38,71% ελέγχει ο αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος Πασχάλης Παπαζηλάκης, ενώ στην ΕΛΓΕΚΑ ο πρόεδρος και CEO Αλέξανδρος Κατσιώτης είναι και ο βασικός μέτοχος με ποσοστό 32,633%.
Στην Ιατρικό Αθηνών, ο πρόεδρος Γεώργιος Αποστολόπουλος αποτελεί τον βασικό μέτοχο με ποσοστό 44,468%, ενώ στην Ικτίνος ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος Ευάγγελος Χαϊδάς κατέχει το 50,95%. Στην Έλτον το 35,27% ελέγχει ο Νέστορας Παπαθανασίου, ενώ στην Αρτοβιομηχανία Καραμολέγκος βασικός μέτοχος είναι ο Εμμανουήλ Καραμολέγκος με ποσοστό 53,22%.
Ο Παναγιώτης Τσινάβος ελέγχει το 18,049% της Κρι Κρι και ο Κωνσταντίνος Λαζαρίδης κατέχει το 37,6% της Κτήμα Λαζαρίδη, ενώ στους Κυλινδρόμυλους Σαραντόπουλος βασικός μέτοχος είναι ο Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος με ποσοστό 50,1948%. Τέλος, ο Κωνσταντίνος Χαλιωρής είναι ο βασικός μέτοχος της Πλαστικά Θράκης με ποσοστό 41,86%, ενώ η Ιωάννα Καρέλια κατέχει το 31,9641% της Καπνοβιομηχανία Καρέλια.
Από την κρίση χρέους στην πανδημία
Η είσοδος των ξένων κεφαλαίων, κυρίως στις εμποροβιομηχανικές μετοχές του δείκτη FTSE 25, πριν από την είσοδο της Ελλάδας στον αστερισμό των μνημονίων (2010), προσέφερε πολύτιμη ρευστότητα στις επιχειρήσεις. Κυρίως, όμως, τους εξασφάλισε «διεθνές διαβατήριο» προκειμένου να αναζητήσουν μέσω ομολογιακών εκδόσεων νέα κεφάλαια στο εξωτερικό, τα οποία οι εγχώριες τράπεζες αδυνατούσαν να καλύψουν. Ακόμη και πριν από την κρίση χρέους που πλήττει την Ελλάδα από το 2008, η ελληνική αγορά ιδιωτικού μετοχικού κεφαλαίου ήταν μικρή με βάση τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά πρότυπα.
Οι μετοχές μεσαίας κεφαλαιοποίησης, ως επί το πλείστον, κατατάσσονται στις αναπτυξιακές (growth) εταιρείες και όχι στις εταιρείες αξίας (value). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υπεραπόδοση των εταιρειών μεσαίας κεφαλαιοποίησης έναντι των εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης στον κύκλο που ακολούθησε την κρίση της πανδημίας. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι παρατηρήσαμε μία μεταστροφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος στις εταιρείες αξίας έναντι των εταιρειών ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο, στην Ελλάδα κάτι τέτοιο δεν φάνηκε να πραγματοποιείται. Μέσα στον Απρίλιο, μάλιστα, η υπεραπόδοση μεγεθύνθηκε, καθώς από 9 ποσοστιαίες μονάδες τον Απρίλιο, στις αρχές Ιουλίου η υπεραπόδοση ξεπέρασε τις 18 ποσοστιαίες μονάδες.
Το ισχυρό πλεονέκτημα των εταιρειών μεσαίας κεφαλαιοποίησης είναι το γεγονός ότι το αναπτυξιακό μοντέλο που χρησιμοποιούν έχει αποδείξει ότι είναι επιτυχημένο, αφού κατάφεραν να ξεφύγουν από τον ορισμό της μικρής εταιρείας, που ενέχει και τους μεγαλύτερους κινδύνους να χαρακτηρισθεί μη βιώσιμο το επιχειρηματικό μοντέλο. Ταυτόχρονα, μερικές από αυτές θα αναβαθμιστούν, καθώς εκτιμάται ότι θα εισέλθουν στην υψηλή κεφαλαιοποίηση μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.