ΜΕ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ενστάσεων των γαλακτοβιομηχανιών που κατηγορούνται για εναρμονισμένες πρακτικές στην αγορά γάλακτος, ξεκίνησε χθες η εκδίκαση της υπόθεσης στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Όπως ήδη έχει γράψει η «Ν», η υπόθεση θα εκδικαστεί σε δύο στάδια.
Συγκεκριμένα, χθες ξεκίνησε η εξέταση των γαλακτοβιομηχανιών για τις συμπράξεις στην αγορά γάλακτος από τους κτηνοτρόφους, ενώ σε δεύτερο στάδιο θα εξεταστούν οι κάθετες συμπράξεις μεταξύ βιομηχανιών και λιανοπωλητών για τις τιμές λιανικής.
Σύμφωνα με πληροφορίες, σχεδόν όλες οι γαλακτοβιομηχανίες κατέθεσαν ενστάσεις για τις διαδικασίες. Αυτές αφορούν:
* τον τρόπο συλλογής στοιχείων από τη γενική διεύθυνση ανταγωνισμού, τον οποίο θεωρούν παράνομο,
* τον αποκλεισμό των εταιρειών που κατηγορούνται από την πρόσβαση σε στοιχεία τα οποία η επιτροπή χαρακτήρισε παράνομα,
* τον αποκλεισμό των εταιρειών ακόμη και από τον κατάλογο των στοιχείων, θέμα για το οποίο ήδη μία εταιρεία έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας,
* την αλλαγή του κανονισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού πέρυσι το Δεκέμβριο και ενώ είχε ήδη προχωρήσει η έρευνα της γενικής διεύθυνσης για την αγορά του γάλακτος.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, οι νομικοί που εκπροσώπησαν τις εταιρείες, άσκησαν κριτική στη γενική διεύθυνση ανταγωνισμού, κρίνοντας ότι το πόρισμά της διακρίνεται για προχειρότητα και μεροληψία.
Επίσης, από το σύνολο των εταιρειών αποκρούστηκαν οι κατηγορίες που προσάπτει το πόρισμα της γενικής διεύθυνσης, επισημαίνοντας ότι δεν στοιχειοθετείται με αυτό η άσκηση εναρμονισμένης πρακτικής και η παρεμπόδιση του ανταγωνισμού.
Τέλος, εντύπωση προκάλεσε ότι την ίδια απορριπτική στάση έναντι του πορίσματος διατήρησε και η ΜΕΒΓΑΛ, στις καταθέσεις της οποίας στηρίχθηκαν οι κύριες κατηγορίες. Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά από τους εκπροσώπους της, η γενική διεύθυνση ανταγωνισμού είτε δεν κατανόησε είτε αγνόησε το πραγματικό νόημα των όσων είπαν τα στελέχη της ΜΕΒΓΑΛ.
Η όλη διαδικασία εξέτασης των παρατηρήσεων των εταιρειών επί του πορίσματος της γενικής διεύθυνσης αναμένεται να παραταθεί και πέραν του Μαΐου. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να θεωρείται δεδομένη η επιθυμία της Επιτροπής να τηρηθούν οι πλέον γρήγορες διαδικασίες, με συνεχείς συνεδριάσεις.