Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Δύσκολη προδιαγράφεται η οιαδήποτε απόφαση σχετικά με το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων PEPP της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) τον Σεπτέμβριο, αφενός επειδή θα εξακολουθήσει να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη της πανδημίας μετά τις νέες μεταλλάξεις και αφετέρου επειδή οι διαφωνίες στους κόλπους της ΕΚΤ καλά κρατούν, όπως αναφέρει το Reuters, επικαλούμενο πηγές εκ των έσω της ΕΚΤ.
Στην προχθεσινή συνεδρίαση, η ΕΚΤ ανέβασε τον πήχη ως προς το χρονικό διάστημα που θα πρέπει να περάσει για να προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων -την πρώτη εδώ και μία δεκαετία-, χωρίς ωστόσο να έχει λάβει μέχρι στιγμής κάποια απόφαση για το πότε θα τερματιστεί το ΡΕΡΡ, ένα θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο. Οι πηγές, οι οποίες έχουν στενή σχέση με το δ.σ. της ΕΚΤ, ανέφεραν στο Reuters ότι δεν αναμένονται αποφάσεις για το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ούτε και στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, ακόμη και εάν πρόκειται να ξεκινήσουν οι σχετικές συζητήσεις. Επίσης, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για το πώς θα είναι η κατάσταση όσον αφορά την πανδημία τον Σεπτέμβριο λόγω των μεταλλάξεων, κάτι άλλωστε που επεσήμανε και η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη που έδωσε μετά τη συνεδρίαση. Όλα αυτά σημαίνουν, σύμφωνα πάντα με τις πηγές, ότι μία απόφαση είναι πιο πιθανή τον Οκτώβριο ή ακόμη και τον Δεκέμβριο.
Κάποιοι διαμορφωτές πολιτικής πιστεύουν ότι δεν υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος για να γίνει ενδελεχής ανάλυση στη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ κάποιοι άλλοι εμφανίζουν σημάδια κόπωσης μετά την αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής που διήρκεσε 18 μήνες, ανέφεραν επίσης οι πηγές. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας του Βελγίου Πιερ Βουνς δήλωσε χθες στο Reuters ότι «το περιεχόμενο είναι πιο σημαντικό από τον χρόνο», ενώ ο συνάδελφός του, ο Γάλλος Βιλερουά ντε Γκαλό, είπε ότι το δ.σ. της ΕΚΤ θα συζητήσει για το ΡΕΡΡ το φθινόπωρο. Ο Βουνς επανέλαβε πάντως και χθες ότι το ΡΕΡΡ θα πρέπει να τερματιστεί τον επόμενο Μάρτιο, υπογραμμίζοντας ωστόσο την ανάγκη να μην υπάρξει απότομη αλλαγή πολιτικής όταν θα λήξει το πρόγραμμα.
Διαχείριση της ανταρσίας
Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι οι διαφορές στους κόλπους της ΕΚΤ είναι μεγάλες, όμως η Λαγκάρντ κατάφερε να διαχειριστεί με επιτυχία τη μεγαλύτερη «ανταρσία» που σημειώθηκε στη διάρκεια της θητείας της «μέσω συμβιβασμών, πειθούς, ρήξης και λίγης βοήθειας από τη Γερμανία». Μόλις η ένταση αμβλύνθηκε, μόνο δύο από τους 25 διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής, ο διοικητής της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν και ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας του Βελγίου Πιερ Βουνς παρέμειναν ανένδοτοι με σταθερή άρνηση απέναντι στη νέα κατευθυντήρια γραμμή της ΕΚΤ για τα επιτόκια.
Ωστόσο, η έκβαση της προχθεσινής συνεδρίασης της ΕΚΤ «κρύβει» αυτές τις διαφορές, σημειώνουν οι πηγές. Να σημειωθεί ότι αρχικά περίπου το ήμισυ των μελών του δ.σ. είχε διατυπώσει διάφορες επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις στην αρχική πρόταση της κατευθυντήριας γραμμής της ΕΚΤ, που ζητούσε σθεναρά ο πληθωρισμός να ξεπεράσει τον στόχο του 2%. Χρειάστηκαν να γίνουν πολλές συζητήσεις για να επέλθει μεγαλύτερη συναίνεση. Η προηγούμενη μεγάλη «ανταρσία» είχε γίνει τον Σεπτέμβριο του 2019 επί Ντράγκι, όταν το ένα τρίτο των μελών του δ.σ. είχε αντιταχθεί στην πρόταση για νέες αγορές ομολόγων.
Την ίδια στιγμή έρευνα της ΕΚΤ έδειξε ότι η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αναμένεται να αυξηθούν φέτος περισσότερο απ’ ό,τι αναμενόταν. Ο πληθωρισμός προβλέπεται να αγγίξει το 1,9% φέτος έναντι 1,6% που είχε προβλεφθεί πριν από τρεις μήνες και το 1,5% το 2022 έναντι 1,3%.
Άλμα για τον τομέα υπηρεσιών
Τις καλύτερες προβλέψεις προσυπογράφουν και τα νέα στοιχεία για την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη, που αναπτύχθηκε τον Ιούλιο με τον ταχύτερο μηνιαίο ρυθμό των τελευταίων δύο και πλέον δεκαετιών τον Ιούλιο, καθώς η χαλάρωση περισσότερων μέτρων του lockdown έδωσε ώθηση στον τομέα υπηρεσιών, αν και οι φόβοι για νέο κύμα μολύνσεων έπληξαν την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, σύμφωνα με έρευνα. Ο προκαταρκτικός σύνθετος δείκτης υπευθύνων προμηθειών (PMI) της Markit σκαρφάλωσε στις 60,6 μονάδες τον Ιούλιο από τις 59,5, το υψηλότερο επίπεδό του από τον Ιούνιο του 2000.
Ο PMI που καλύπτει τον τομέα υπηρεσιών κατέγραψε άλμα στις 60,4 μονάδες από τις 58,3, το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 2006 και υψηλότερα από τις 59,5 που προέβλεπαν αναλυτές σε έρευνα του Reuters. Ο δείκτης PMI για τον τομέα της μεταποίησης σημείωσε μικρή πτώση από το επίπεδο ρεκόρ του Ιουνίου των 63,4 μονάδων στις 62,6. Ο δείκτης παραγωγής υποχώρησε στις 60,9 από τις 62,6 μονάδες. Ωστόσο, η εξάπλωση του ιδιαιτέρως μεταδοτικού στελέχους Δέλτα του κορονοϊού επηρέασε περαιτέρω τις εφοδιαστικές αλυσίδες που έχουν ήδη διαταραχθεί και οδήγησε σε άλμα τις τιμές για τις πρώτες ύλες που χρειάζονται τα εργοστάσια. Ο δείκτης τιμών εισροών διατηρήθηκε στο επίπεδο ρεκόρ του Ιουνίου στις 88,5 μονάδες. Η αύξηση των κρουσμάτων και οι φόβοι για ένα ακόμα κύμα πανδημίας επηρέασαν τη συνολική εμπιστοσύνη. Ο σύνθετος δείκτης μελλοντικής παραγωγής υποχώρησε στις 67,8 από τις 71,9 μονάδες, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο.